Η ΑΛΩΣΗ ΤΣΗ ΠΟΛΗΣ
Τη μ-Πόλη τη μ-πρωτεύουσα τω Χρισιανώ καμάρι
ελόγιαζ’ ο Μωάμεθ στα χέρια του να πάρει.
Ολημερνίς, ολονυχτίς σχέδια καταστρώνει
και αρχινά στο Βόσπορο κάστρο να θεμελιώνει.
Επήρε την απόφαση και βγήκε το φιρμάνι
μαστόροι, χτίστες,δουλευτές να ’ρθούνε μάνι-μάνι.
Ο ίδιος ο Μωάμεθ ήρθενε με το στόλο
μαστόροι και βεζίρηδες το ν-τόπο πιάσαν όλο
Το χτίσιμο τ’ αρχίνηξε στα πιο στενά σημεία
και σε μια θέση που παλιά ήτανε εκκλησία.
Το μαύρο νέο προπατεί, μαθεύτηκε στη μ-Πόλη
ο ουρανός σκοτείνιασε κι εταραχτήκαν όλοι.
Τζάμπα ο αυτοκράτορας πέμπει διαμαρτυρίες
αξάργου ο Μωάμεθ πάει για φασαρίες.
Όσοι γλακούν εμπόδιο στο χτίσιμο να μπούνε
Κακό ’χουν συναπάντημα, το θάνατο θα βρούνε.
Οι Τούρκοι επιτεθήκανε γύρω στη Συλημβρία
Οι δουλευτές ξωτάρηδες δεν έχουν ησυχία.
Άνοιξη του πενηνταδυό του χίλια τετρακόσα
το κάστρο το Μπογκάζ Κεσέν οι Τούρκοι θεμελιώσα.
Τέλος Αυγούστου ήτανε το κάστρο τελειωμένο
κάστρο που κόβγει το λαιμό το ’χουνε λεομένο.
Φρουρά στο κάστρο μπήκενε φόρο βαρύ να βάζει,
το πλοίο που δεν πλήρωνε ντελόγο να βουλιάζει.
Τσι πύλες τση τσι σφάλιξε η Πόλη κι αφρουκάται
η σάλπιγγα πολεμική ντακέρνει να γροικάται.
Μέσα στη Βασιλεύουσα κακά ’ναι τα μαντάτα
γι’ άμυνα τα ταμεία τζη δεν ήτανε γεμάτα.
Βοήθεια δε φαίνεται να ’ρχετ’ από τη Δύση
τη ν-τουρκική επίθεση ποιος θα τη σταματήσει.
Ένωση των εκκλησιών γραφτή στη Φλωρεντία
μα τσ’ έχθρας δε την έσβησε τη μ-παλαιά αιτία.
Άλλοι ’ναι με την ένωση κι άλλοι τη νε μισούνε,
οι πιο παλιοί στη μ-πίστη ντως τη λύση αναζητούνε.
Ώρα πιο δύσκολη ποτές δεν είχε ξαναγίνει
Βυζαντινοί δεν τα ξεχνούν τα ’κάμαν’ οι Λατίνοι.
Ο κίντυνος είναι κοντά καθένας συλλογάτο
μα δε ν-το βάνει ο λαός κι ο Κωνσταντίνος κάτω.
Όλοι ανεμπουκώνουνται ετουτηνέ την ώρα
“πώς θα τη στέσομε ρωτού τη ν-τούρκικη τη φόρα”.
Τα τείχη θένε σάσιμο απού για χίλια χρόνια
Γερά τ’ αντιπατήσανε πολλών εχθρών κανόνια.
Τρόφιμα μαζωχτήκανε να ’χουνε να περνούνε
άμα θ’ αρχίξει ο πόλεμος, οντέ θα κυκλωθούνε.
Οι εκκλησές βοήθησαν κι αυτές την ώρα τούτη,
γενήκαν τα κειμήλια γή όπλα γή μπαρούτι.
Το χίλια τετρακόσια πενήντα τρία αρχίζει
Γενάρη ο Μωάμεθ τα δόντια του να τρίζει.
Θέλει τη τη μ-πρωτεύουσα, πράμα δε ν-τονέ στένει
απ’ την Αδριανούπολη κανόνια για να φέρνει.
Κανόνια εκουβάλιενε κι έστεσε πανεγύργια
κι ένα μεγάλο έφερε για τη μ-πολιορκία.
Εκατό πενήντα ξεπερνά στρατός του τσι χιλιάδες
μα εκλουθούσα γ-και πολλοί τεχνίτες δερβισάδες.
Άρματα μες στα χέρια τους τα πλιά καλά βαστούνε
κι έκανα ντως κηρύγματα για να φανατιστούνε.
Στη μ-πύλη αγίου Ρωμανού σουλτάνος κι η σκηνή ν-του,
στρατός στα τείχη τση ξηράς ήταν η διαταγή ν-του.
Ο στόλος έρχεται κι αυτός με τετρακόσα πλοία
στο Βόσπορο ’χει άγκυρα για τη μ-πολιορκία.
Πολιορκία ξεκινά από τσ’ εφτά τ’ Απρίλη,
το λάδι ελιγόστευγε στση Πόλης το καντήλι.
Στρατιώτες το Βυζάντιο πέντε χιλιάδες να ’χει
γι’ αυτό ’τανε και δύσκολη και άνιση η μάχη.
Δυο τρεις χιλιάδες Βενετοί και Γενουάτες ξένοι
στη μάχη το Βυζάντιο μ’ ετσά στρατό πηγαίνει.
Στην άμυνα ν’ αντιπατεί ο Κωνσταντίνος βάνει
το Γενουάτη στρατηγό τον Ιουστινιάνη.
Ο Κωνσταντίνος σκέφτεται πριχού ν’ αρχίξει μάχη
το γ-κόλπο το Κεράτιο με αλυσίδα φράσσει.
Ο ίδιος στον Αϊ-Ρωμανό θέση για μάχη πιάνει
και είχε παραδίπλα ντου τον Ιουστινιάνη.
Όλα σαν είναι έτοιμα παίρνει φωθιά το φτίλι,
αρχίνηξ’ ο βομβαρδισμός στσι δώδεκα τ’ Απρίλη.
Αμύνοντ’ οι Βυζαντινοί τσι θέσεις τους κρατούνε
τείχη μερεμετίζουνε οι μπάλες σα χαλούνε.
Την αλυσίδα ο εχθρός πολέμησε να σπάσει
και μέσα στο Κεράτιο το γ-κόλπο να περάσει.
Μα δε ν-τα καταφέρνουνε ούτε στη ναυμαχία
που γίνηκε οντέ ν-ήρθανε στο γ-κόλπο τρία πλοία.
Κατάφερ’ ο Φλαντανελλάς νίκη πολλά σπουδαία
κι ύψωσαν οι Βυζαντινοί τση νίκης τη σημαία.
Άναψ’ από τη μάνητα το τουρκικό το φέσι
Χρειάζετ’ ο Κεράτιος η Πόλη για να πέσει.
Αναμεσώς στο Βόσπορο δίχως καιρό να χάνει
ξύλινο δρόμο γλιστερό στελιώνει μάνι-μάνι.
Πλοία μια εβδομηνταρά πέρασαν σε μια νύχτα
-αλίμονο στσι σόγκλειστους-μέσα στο γ-κόλπο μπήκα.
Δεν ήθελ’ ο Κεράτιος φύλαξη μέχρι τότες,
εδά κι εκειά χρειάζεται να πάνε στρατιώτες.
Κούραση, λίγα τρόφιμα, βαραίνουνε τσι ώμους
κι οι Τούρκοι αρχινήξανε ν’ ανοίγουν υπονόμους.
Η Πόλη αντιστέκεται ,όλοι μικιοί μεγάλοι
εβρίσκανε τσ’ υπόνομους και τσι χαλούσαν πάλι.
Μαντατοφόρο πέμπει του (ο) Μωάμεθ το Μάη
με όρους για παράδοση στο Βασιλιά να πάει.
“Τη μ-Πόλη παραδώσετε λέει στον Κωνσταντίνο”
Πελοποννήσου άρχοντα ντελόγο σε αφήνω.
Φύγετε όσοι θέλετε, πάρετε τα καλά σας
και όσοι θέτε μείνετε, δε θα καεί η καρδιά σας.
Απάντηση ελληνική από το γ-Κωνσταντίνο:
“Κιανείς μας ούτε και εγώ τη μ-Πόλη δε σου δίνω.
Μάθε και βάλε τη στο νου τη γνώμη τη δική μας
πως δε ν-τη λογαριάζομε καθόλου τη ζωή μας”.
“Επίθεση! Ο Μωάμεθ διάταξε για τα πλήθη
ό,τι μπορείτε αρπάξετε, αφήσετε τα τείχη.
Γυναίκες, πλούτη, θησαυρούς στη μ-Πόλη θα τα βρείτε
πάρετε, διαγουμίσετε, όλοι επιτεθείτε”.
Επίθεση,βομβαρδισμοί , αρίφνητες οι μπάλες
τα τείχη επαθαίνανε ζημιές πολλά μεγάλες.
Επισκευές αρχίξανε στη μ-Πόλη κι οδηγίες
ο κόσμος προσευχότανε κι έκανε λιτανείες.
Ο Κωνσταντίνος στω ν-Τουρκώ τη βιάση ντως τη ν-τόση
τσι στρατιώτες κάλεσε θάρρος να τωσέ δώσει.
“Ν’ αγωνιστούμε, ζήτησε, όλοι με τη ζωή μας
για να σωθεί η πατρίδα μας, η πίστη,η τιμή μας.”
Λαός και αυτοκράτορας μες στην Αγιά-Σοφία
τη νύχτα με ευλάβεια κάνουνε λειτουργία.
Κι απόκειας θέση πήρανε για πόλεμο στα τείχη
Μαΐου εικοσιεννιά ξημέρωνε η Τρίτη.
Οι επιθέσεις αρχινούν η μια μετά την άλλη
σώμα με σώμα γίνεται ετουτηνά η πάλη.
Μέσα στση μάχης τ’ άναμμα κακό μαντάτο φτάνει
φεύγει, ετραυματίσανε τον Ιουστινιάννη.
Ανελωμή και ταραχή πολλή την ώρα τούτη
κι αρχίξανε και μπαίνανε από τσι πύλες Τούρκοι.
Τη ν-τελική αντίσταση κάνουνε οι αθρώποι
κι ο Κωνσταντίνος έπεσε σαν τον απλό στρατιώτη.
Ντελόγο Τούρκοι τ’ αρχινούν σφαγές,λεηλασίες
μέσα στα σπίτια χύθηκαν , μπήκανε στσ’ εκκλησίες.
Γκρεμίζουν άγιες Τράπεζες,τα λείψανα πετούνε
εικόνες κατακάβγουνε, χερόγραφα σκορπούνε.
Μικιούς μεγάλους σέρνουνε ανθρώπους ό,τι να ’ναι
πιάσανε και τσι δένανε για πούλημα τσι πάνε.
Όλη τη μέρα αρπούσανε, η νύχτα πρι ν’ αρχίσει
πράμα δεν είχαν αφητό, στέκανε μόνο τοίχοι.
Λίγοι τα καταφέρανε στα πλοία ντως να μπούνε
την ώρα του διαγουμισμού να φύγουν να σωθούνε.
Οι Τούρκοι δεν αφήκανε πέτρα σε άλλη πάνω
τη νύχτα ’ποδεχτήκανε τον ίδιο το σουλτάνο.
Εμπήκε στην Αγια-Σοφιά μ’ όλο τ’ ανθρωπομάνι
πάνω στην άγια τράπεζα τη μ-προσευχή ν-του κάνει.
Έπεσ’ η Πόλη η τρανή η χιλιοχρονισμένη
Τσ’ Ελλάδας μαύρα δάκρυα, θλιφτή, μαυροντυμένη.
Μέρη και άλλα ελληνικά οι Τούρκοι ’χαν παρμένα
μα ωσά τζη Πόλης δάκρυα δεν είχανε χυμένα.
Βουβός ο πόνος του λαού τα περασμένα λέει
και μέσα στα τραγούδια ντου κι η Παναγία κλαίει.
Στσι παραδόσεις ο λαός τσ’ ελπίδες του δε χάνει
μεσοψημένα φύγανε τα ψάρια απ’ το τηγάνι.
“Μαρμαρωμένος Βασιλιάς” βαθιά στη γη πηγαίνει
και μέσα ’κειά την άγια την ώρα ανιμένει.
Σε ξύλο, πέτρες, μέταλλα πάνω ο λαός σκαλίζει,
σκαλίζει αετούς δικέφαλους κι ελπίζει, πάντα ελπίζει.
Ελπίδα κι ας εζούσανε στο φόβο και στο ν-τρόμο
ελπίδα που οδήγησε στσ’ ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ το δρόμο.
___________________
ανιμένω:περιμένω ανεμπουκώνομαι:ανασηκώνω τα μανικότια μου προκειμένου ν’αρχίσω μια εργασία,
προετοιμάζομαι αξάργου:επίτηδες απόκειας (επίρ.):μετά,κατόπιν απού(επίρρ.):όπου αρίφνητος:αναρίθμητος, αμέτρητος
αφρουκούμαι και φρουκούμαι:κάνω ησυχία και προσπαθώ ν’ακούσω
προσεκτικά κάτι που μ’ενδιαφέρει γή: ή (διαζευτικό)
διαγουμίζω:αρπάζω,λεηλατώ ετουτηνέ:τούτη εδώ κιανείς:κανείς
κλουθώ:ακολουθώ κόβγω:κόβω (η)μάνητα:ο θυμός,η οργή
ντελόγο(επίρρ.):αμέσως οντέ(επίρρ.):όταν πριχού(επίρρ.):πριν
στένω:σταματώ χύνομαι:ορμώ,επιτίθεμαι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου