Πέμπτη 29 Μαρτίου 2018

Κωνσταντίνος Γ. Καζανάκης Κύριε, μη μου δίνεις την οδύνη που περιέχω. Η ποιητική προσευχή της Ζωής Καρέλλη. Εισήγηση.


Κωνσταντίνος Γ. Καζανάκης
Πολιτικός μηχανικός Ε.Μ.Π. - M. Sc. Ε.Α.Π.

Κύριε, μη μου δίνεις την οδύνη που περιέχω
Η ποιητική προσευχή της Ζωής Καρέλλη

 

 
Κύριε, μη μου δίνεις την οδύνη που περιέχω.
Είμαι το διεσταλμένο ρόδο δίχως σεμνότητα,
είμαι ο καρπός που αποστάζει ασύστολα χυμό,
είμαι η θερμότατη καλοκαιρινή μέρα
που αντηχεί το φως, την πυράδα του ήλιου.
Είμαι βαρύς από τον ίδιο τον εαυτό μου,
υποφέρω την έννοια του εαυτού μου,
σε βάρος αισθήσεων υπέρμετρο.
Πολύχρωμο έντομο με έντονο χνούδι χρωμάτων
να πετάξω δεν δύναμαι πια.
Πού ν' αποθέσω τον εαυτό μου;
Η ζωή πιο ωραία,
ισάξια του θανάτου, με πληρώνει.
Κύριε, μη με παραδίνεις στις δυνάμεις που περιέχω.
Να καταστρέψει η αρμονία
την ηδονή που αναθρώσκει,
να συνθέσω τη γαλήνη.
Τα λόγια μου σπρώχνονται
στα στόματα απ' το σώμα μου
όπως η ζωή που αναβλύζει απ' τη γη
στην ορμή απ' το θερμό φως.
Στους νεκρούς ανάμεσα πέρασα
γεμάτος ζωής προσφορά,
πώς θα μου απαντήσει
η σιωπηλή ζωή;
Έκραξα στους ζωντανούς ανάμεσα,
ποιοι είναι οι επιζώντες                                    
και δεν ακούω ομιλία καμιά;
Με διαπερνούν τα πρόσωπα,
ανόητοι περιπατητές της Κυριακής ημέρας,
άσχημος όχλος.
Περιέχω τον δρόμο με τα βρώμικα χαρτιά,
με τ' ακατάλληλα σκουπίδια,
κατέχω τη στεκούμενη κατάσταση
της στατικής αηδίας στάσιμης,
μιλώ τα φθαρμένα λόγια της κοινής αντίληψης,
χαμογελώ στα πρόσωπα τα βδελυρά κι αδιάφορα
χωρίζομαι, αποχωρίζομαι, δεν υπάρχω,
βρίσκομαι στην αποσύνθεση


  Πανωσιολογιότε κ. Μύρων, εκπρόσωπε του Αρχιεπισκόπου μας κ.κ. Ειρηναίου, σε-βαστοί Πατέρες, ελλογιμώτατοι κ. Αντιπρύτανι και κ.κ. καθηγητές, αγαπητοί σύνε-δροι, Κυρίες & Κύριοι, Φίλες & Φίλοι˙

το ποίημα που μόλις ανέγνωσα τιτλοφορείται 10 Απριλίου 1938, και είναι το πρώτο κατά σειράν της πρώτης,  χρονολογικά, ποιητικής συλλογής Πορεία, της Ζωής Κα-ρέλλη.

  Ο αναγνώστης αμέσως, κιόλας, από τον πρώτο στίχο, αντιλαμβάνεται ότι έχει ενώ-πιόν του μια ποιητική φωνή, μια φωνή η οποία προσεύχεται προς τον Κύριον ημών Ι-ησούν Χριστόν, για να Του απευθύνει μια σπαρακτική ικεσία:

Κύριε, μη μου δίνεις την οδύνη που περιέχω […]

  Η σπαρακτική και συνάμα ικετευτική, αυτή, κραυγή (η οποία απετέλεσε και τον τίτλο αυτής εδώ της εισηγήσεως), τι άλλο μας θυμίζει αν όχι την εναγώνια επίκληση του Πατέρα από το ψυχορραγούντα Υιό-Άνθρωπο επί του Σταυρού;

[…] Παρελθέτω απ' εμού το ποτήριον τούτο […]

  Με τον «εναρκτήριο», αυτόν, στίχο, του πρώτου, κιόλας, ποιήματός της, της πρώτης της συλλογής -η οποία εκδίδεται ένα σημαδιακό έτος, το 1940- η Ζωή Καρέλλη θέτει τον στέρεο θεμέλιο λίθο του ποιητικού της οικοδομήματος. Έχουμε, λοιπόν, ευθύς εξ αρχής, το κυρίαρχο στίγμα,  ένα από τα πολλά της ποίησής της. Ένα στίγμα βασι-σμένο σε μία από τις τελευταίες στιγμές της Σταυρώσεως, λίγο πριν ο Κύριός μας βρεθεί στο μεταίχμιο μεταξύ γης και ουρανού και λίγο πριν παραδώσει το πνεύμα Του.  Από Θεού, λοιπόν,  άρξασθαι!
  Αλλ’ ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά τους. Ανταποκρινόμενος αμέσως, ασμέ-νως & ευχαρίστως σε ευγενική πρόσκληση του  Άρχοντος Πρωτονοταρίου  της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας, ευσεβούς θεολόγου, καλλικέλαδου πρωτοψάλτου της ουράνιας μουσικής των αγγέλων, διακεκριμένου συγγραφέα σπουδαίων βιβλίων σπουδαίου φιλολόγου και εκλεκτού μου φίλου Γιάννη Τσερεβελάκη, εμελέτησα, ξα-νά, την ποιητική της Ζωής Καρέλλη, την οποία, σημειωτέον, είχα γνωρίσει μέσω του ιδίου, αφού μου είχε μιλήσει γι’ αυτήν με τα θερμότερα λόγια και με είχε εφοδιάσει, πριν κάποια χρόνια, με τα πρώτα της έργα. Τον ευχαριστώ πολύ και από αυτήν εδώ τη θέση για όλα.
  Ευχαριστώ, επίσης, θερμώς,  την Ενορία Γεννεσίου της Θεοτόκου Μπεντεβή, ιδιαι-τέρως, δε, τους σεβαστούς Πατέρες, που τη διακονούν με τόση αγάπη, για την αβρα-μιαία φιλοξενία.
  Αμέσως, και με την πρώτη, κιόλας, ματιά στο έργο της Καρέλλη, ο εραστής της Ποίησης εντοπίζει πολλές, ποικίλες και εύστοχες αναφορές στην Ορθόδοξη Πίστη μας, η οποία…

           […] αφήνει ακέριο το πνεύμα της προσφοράς […]
                          (Πριν την Ανάσταση -
                          Της μοναξιάς και της έπαρσης / 1951, σ. 265)

Άλλωστε:

               […] Άλλην απ’ των πατέρων την πίστη
                       μέσα μας δεν έχουμε, δεν αποχτούμε
                       ούτ’ αυτήν καν ολόκληρη […]

  Και είναι τόσες πολλές οι αναφορές αυτές, που συνιστούν μια συνεχή, αδιάλειπτη και εξωτερικευμένη ποιητική προσευχή, εξ ου και ο υπότιτλος της παρούσης εργασί-ας:

                          […] Τα μάτια μας ζουν περίτρομα,
                                  ίσως παράλογα ζητώντας παράφορα
                                  το κρασί και το ευλογημένο,
                                  του μυστικού δείπνου ψωμί.[…]
                                       (Θεσσαλονίκη 1948 -
                                        Της μοναξιάς και της έπαρσης / 1951, σ. 263)


ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

  Σχολείο δεν πήγα· ήμουν παιδί ασθενικό, πού να μ’ αφήσουν να βγω απ’ το σπίτι; ό-μως οι δάσκαλοι μπαινόβγαιναν στο σπίτι μας. Ένας τους, θαυμάσιος ελ­ληνιστής, μ’ έ-μαθε να λατρεύω τους αρχαίους. Σε τέτοιο σημείο μάλιστα πού, νεα­ρό κορίτσι, αντί τα ρομαντικά μυθιστορήματα να επιλέγω το συντακτικό και τη γραμματική ως ανάγνωσμα.
  Αν πήγαινα σχολείο, ωστόσο, ίσως να μη μάθαινα τόσο καλά τα γαλλικά, τ’ αγγλικά, τα ιταλικά. Κάποτε, ένας υπάλληλος του Δήμου Θεσσαλονίκης ήρθε μ’ ένα ερωτηματο-λόγιο και με ρώτησε τι πτυχία κατέχω. Του είπα, δεν πήρα ούτε απολυτήριο του Δημο-τικού σχολείου, και δεν με πίστευε (Μα πώς είναι δυνατόν;).
  Αργότερα, παντρεμένη και μητέρα, πήγαινα μαζί με τον Πεντζίκη (σ.σ. τον αδελφό της, δηλαδή), ακροάτρια στη Φιλοσοφική ν’ ακούσω τον Κακριδή (τον Γιάννη) και τον Αποστολάκη. Είχαμε θαυμάσιους φιλόλογους, τότε. Κι οι δύο, εξάλλου, ήταν έξοχοι ρή-τορες. […],  μας εξομολογείται η ίδια η ποιήτρια εκπλήσσοντάς μας ευχάριστα, για να μας δώσει μέσα σε λίγες, μόνο, γραμμές, πληροφορίες όχι μόνον για τη δίψα η ο-ποία τη διακατείχε για την κατάκτηση της γνώσης, αλλά και για το ανήσυχον του πνεύματός της.
  Ποιο, όμως, ήταν το οικογενειακό περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε η Ζωή Καρέλλη, αυτό που λειτούργησε, γι’ αυτήν, τόσο υπερπροστατευτικά;

                      […] Συνήθως, -ή μάλλον πάντα-
πηγαίναμε τη Μεγάλη Πέμπτη, πρωί,
στην εκκλησία να μεταλάβουμε.

Ζητούσαμε συγχώρεση από τους γονείς
που χαμογελούσαν μειλίχια
και πηγαίναμε όλα τ’ αδέρφια μαζύ,
γιορταστικά ντυμένα φορέματα καινούργια,
ανοιξιάτικα. […]
Εμείς, τα παιδιά  μόνο, μεταλαβαίναμε
εκείνη τη μέρα.
Όταν επιστρέφαμε,
έβαφαν τα κόκκινα αυγά.
Κόκκινη Πέμπτη.  […]
Όταν από μια μικρή αμυχή, στο χέρι,
άρχισε να μου τρέχει το αίμα, κόκκινο,
αμέσως, προσεχτικά το σκούπισαν,
προσεχτικά το δέσανε, γιατί,
έφερνα μέσα μου, του Κυρίου το αίμα. […]
                    (Μεγάλη Πέμπτη,
                    Αντιθέσεις / 1957, σ. 78)


  Ανάμεσα στους σπουδαίους λογοτέχνες που μας χάρισε η πανέμορφη Νύμφη του Θερμαϊκού, η δεύτερη Κωνσταντινούπολη, η Θεσσαλονίκη μας, εξέχουσα θέση κα-τέχει η Ζωή Καρέλλη (κατά κόσμον  Χρυσούλα Αργυριάδου, το γένος Πεντζίκη).
  Η επί γης πλήρης ημερών ζωή της συμπίπτει, χρονικά, με την ιστορική διαδρομή του πολυτάραχου 20ου αιώνα: Γεννήθηκε στην αρχή του, το 1901, και έφυγε για τους ουρανούς περί το τέλος του, το έτος 1998.
  Και δεν είναι καθόλου τυχαίο πως και ο αδελφός της, ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, υπήρξε, και εκείνος, επίσης, ένας σπουδαίος άνθρωπος των γραμμάτων και της ζωγραφικής τέχνης.



  Η ποιήτρια ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά, και είναι η μόνη γυναίκα ποιή-τρια που περιλαμβάνεται σ’ αυτή τη γενιά των ποιητών. Μαζί με τον Γιώργο Βαφό-πουλο και τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη, αποτελούν τους θεμελιωτές της νεωτερικής ποίησης στη Θεσσαλονίκη.
  Στον χώρο της λογοτεχνίας η Καρέλλη πρωτοεμφανίστηκε το 1935, όταν δημοσιεύ-θηκε το πεζογράφημά της Διαθέσεις στο περιοδικό Το 3o μάτι, ενώ το 1937 πρωτο-δημοσίευσε το ποίημα της Φετεπουρσικρί στο περιοδικό Μακεδονικές ημέρες.
  Ήταν παραγωγικότατη: εξέδωσε δώδεκα ποιητικές συλλογές, πέντε θεατρικά έργα και πολλά δοκίμια, ενώ πολλά κείμενά της βρίσκονται δημοσιευμένα σε λογοτεχνικά περιοδικά.
  Υπήρξε, μάλιστα, μέλος του κύκλου  του περιοδικού Κοχλίας της Θεσσαλονίκης,  ε-νώ είχε την τύχη να δει ποιήματά της μεταφρασμένα σε πολλές ξένες γλώσσες. Πέραν του προσωπικού της έργου ασχολήθηκε με τη λογοτεχνική μετάφραση, κυρίως έργων του Τόμας Έλιοτ.
  Τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για την ποιητική της συλλογή Κασ-σανδρα και άλλα ποιήματα, και με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τα Ποιήματα 1940-1973.
  Υπήρξε μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης και της Καλλιτεχνικής Επι-τροπής του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος. Είχε, μάλιστα, την τύχη και την ύ-ψιστη τιμή να είναι  η πρώτη γυναίκα που αναγορεύθηκε μέλος της Ακαδημίας Αθη-νών, το έτος 1982.
  Το έτος, τέλος, 1985, της απενεμήθη από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας το μετάλ-λιο του Ταξιάρχη του Φοίνικα της Ελληνικής Δημοκρατίας, ενώ το 1988 αναγορεύ-θηκε επίτιμη διδάκτωρ από την Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ.


  ΘΕΜΑΤΟΛΟΓΙΑ – ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ

  Η θεματολογία της Καρέλλη είναι πλούσια, εκτεταμένη, ποικίλη, πολυσχιδής και, βεβαίως, πολύ ενδιαφέρουσα. Η ποιήτρια μάς μεταφέρει βαθιές σκέψεις, πλούσια διανοήματα, έντονους προβληματισμούς και υπέροχους στοχασμούς και αναστοχα-σμούς, για πολλά, ποικίλα και πολύ ενδιαφέροντα θέματα, με κυρίαρχα τα αιώνια ε-ρωτηματικά, αυτά που ανέκαθεν βασάνιζαν την ανθρώπινη σκέψη, και θα εξακο-λουθούν να την απασχολούν δια παντός: ο Θεός, η αγάπη, το φώς του Χριστού, ο έ-ρωτας (ο θείος και ο ανθρώπινος), η αλήθεια, η δικαιοσύνη, η ελευθερία, ο λόγος και η γλώσσα, η αυτογνωσία, αλλά και η μοναξιά, οι τύψεις, οι επιθυμίες, οι πόθοι, οι αμαρτίες, η σκλαβιά, οι αγωνίες, οι ανησυχίες, οι αμφιβολίες, οι διαψεύσεις, οι συνέ-πειες των πράξεων και των παραλείψεών μας, οι ανθρώπινες αδυναμίες, τα λάθη και τα πάθη, οι απογοητεύσεις, οι απελπισίες, τα άγχη, οι αποχωρισμοί, ο πόλεμος, οι α-πώλειες, το μυστήριον της ζωής και του θανάτου, η μαυλιστική  ηδονή εν αντιπαρα-βολή με την καταθλιπτική οδύνη, το μάταιον του κόσμου τούτου και η προσδοκία ε-νός άλλου, τέλειου και δίκαιου.
  Ιδιαιτέρως την Καρέλλη απασχολεί ο άνθρωπος ως το τελειότερον ον, η θέση του στον κόσμο, η πνευματική του διάσταση και το εσωτερικό του, ψυχικό σύμπαν, η επί γης πορεία του και ο προορισμός του, ο σκοπός της ύπαρξης και της ζωής του καθώς και του σύμπαντος κόσμου (του οποίου εκλεκτό μέλος και παρατηρητής του είναι), οι έννοιες που τον απασχολούν και οι συναισθηματικές καταστάσεις τις οποίες βιώνει, τι είναι η ζωή και τι αυτά που τον περιβάλλουν

έμψυχα & άψυχα, ορατά τε και αόρατα.

  Κι ακόμη την ενδιαφέρει και εξερευνά το θαύμα της δημιουργίας, το μυστήριο του κόσμου του μικρού και του μέγα, και πολλές άλλες φιλοσοφικά αξιερεύνητες έννοιες.
  Κάτι άλλο που διακρίνει κανείς στην ποιητική της Καρέλλη είναι ο φόβος  (οι φόβοι γενικώς), για τον σωματικό θάνατο (που, όμως, νικάται από την πίστη στην αθανασία της ψυχής), ο φόβος για την απώλεια προσφιλών (και γενικώς) προσώπων και το ά-γνωστον είτε ως άγνοια, είτε ως μέλλει γενέσθαι.
  Αναφέρεται, η ποιήτριά μας, ακόμη, σε φυσικές και γεωμετρικές έννοιες, τι οποίες ανάγει στον χώρο των πλατωνικών ιδεών. Τέτοιες έννοιες είναι, ενδεικτικά, ο χώρος, ο χρόνος και τα σχήματα. Όλα αυτά αν και είναι, φαινομενικά, άσχετα μεταξύ τους, ενώνονται και ενοποιούνται, κάτω από τη μπαγκέτα της αντίστιξης της Καρέλλη σε μιαν υπέροχη ουράνια μελωδία.
  Τα αντίστοιχα ισχύουν και για τα πυκνά νοήματα τα οποία συνθέτει, προσκομίζει και εναποθέτει προ των οφθαλμών του εραστού της ποιήσεώς της. Η ποιητική, άλ-λωστε, της Καρέλλη, συνιστά,  πλην των άλλων, και ένα πολύ ενδιαφέρον φιλοσοφι-κό δοκίμιο.
  Αν και η ποιήτριά μας αμφιβάλλει, εξετάζει και ερευνά σχεδόν τα πάντα, εν τούτοις οι απόψεις της για τον Θεό και την Ορθόδοξη Πίστη μας είναι αποκρυσταλλωμένες και ξεκάθαρες, παγιωμένες, εδραίες, αναλλοίωτες, αδιαπραγμάτευτα σταθερές & ακλόνητες: η ποιήτριά μας είναι, πέραν πάσης αμφιβολίας, μια πιστότατη και ένθερ-μη Χριστιανή, η οποία διαφυλάσσει ως κόρην οφθαλμού τα Δόγματα και την Ιερά Παράδοση της Αγίας Εκκλησίας μας. Δεν θα ήταν υπερβολή αν θα λέγαμε ότι πολλά ποιήματά της συνιστούν σπουδαία θεολογικά δοκίμια.
  Η Καρέλλη είναι, επιπλέον, και μια φλογερή πατριώτις, γεγονός αναμενόμενον˙ έ-νας πιστός Χριστιανός δεν μπορεί παρά να είναι και ένθερμος πατριώτης.

  Το ποιητικό υποκείμενο μας ανοίγει διάπλατα τη θύρα του ψυχικού και πνευματικού του κόσμου και μας προσκαλεί για να μας δεξιωθεί στα ενδότερα των νοητικών του θαλάμων, για να μας φιλοξενήσει με τη θαλπωρή των ιδεών του, να μας δροσίσει με το νεαρόν ύδωρ των λόγων του και να μας κάνει κοινωνούς των σκέψεων και των προβληματισμών του˙ θέλει, ακόμη, να μοιραστεί μαζί μας τις αγωνίες, τις αμφιβολίες, τους φόβους και τα άγχη του, να πληρώσει το ποτήριον της συγκινήσεώς μας με τον οίνον των υψηλών διανοημάτων του, να μας φωτίσει με το μέσα του ψυχικό φως και να μας επιδαψιλεύσει με τις εκφάνσεις μια υψηλής  φιλοσοφίας, της φιλοσοφίας του.
  Εκφραστικό του μέσο ο ποιητικός λόγος, του οποίου τις εξελίξεις παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς και ακολουθεί πιστά. Μέσω του υπέροχου, αυτού, έντεχνου -ου μην αλ-λά και δημοτικού λογοτεχνικού  είδους-, ο σύγχρονος ποιητής, βρίσκοντας μπροστά του πολλαπλώς εξαντλημένα όλα τα πρόσφορα θέματα έχει δύο, κυρίως, επιλογές, χωρίς, φυσικά, να αποκλείεται, και ο συνδυασμός των:
  α. Να προσέξει τη λεπτομέρεια, να προστρέξει σ’ αυτήν και να την αναδείξη, και,
  β. Να αντιμετωπίσει τα ίδια, αιώνια, θέματα, με μιαν άλλη -διαφορετική σίγουρα, α-φού έχει να κάνει με την προσωπικότητά του- ματιά, για να μας προσφέρει τη δική του γνώμη και γνώση, να καταθέσει την άποψή του και να προσκομίσει τη δική του  θέση˙ την προσωπική του ποιητική, ούτως ειπείν, «ετυμηγορία», για όλ’ αυτά.
  Και είναι αυτό, ακριβώς, που κάνει η ποιήτριά μας, δίδοντας έμφαση στο έργο της στον γνωμικό χαρακτήρα που όλο και περισσότερο ισχυροποιείται και επικρατεί στη συγχρονική ποίηση. Και όπως εύκολα μπορεί να διαπιστώσει κανείς, στην ποίηση της Καρέλλη ευδοκιμούν όχι λίγοι στίχοι που θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι σπουδαία γνωμικά, υπέροχα αποφθέγματα, εμβριθείς στοχασμοί, βαθύτατοι αφορισμοί και σοφά ρητά, τα οποία προϋποθέτουν βαθιές και γόνιμες σκέψεις, μεγάλους προβλη-ματισμούς και τεράστια πείρα ζωής.

  ΜΟΡΦΗ

   Μορφικά, η ποιήτριά μας, ακολουθεί τις επιταγές της συγχρονικής ποίησης, με τον ελεύθερο μη ομοιοκαταληκτούντα στίχο. Η «απελευθέρωση» από τα δεσμά της ο-μοιοκαταληξίας και του αριθμού των συλλαβών και των στίχων δεν έκανε ευκολό-τερη την ποιητική δημιουργία, όπως κάποιοι νόμισαν και έσπευσαν να επιδοθούν στον ποιητικό λόγο με πενιχρότατα αποτελέσματα˙ κάθε άλλο! εν συνδυασμώ, μάλι-στα, με την προηγηθείσα ανά τους αιώνες ποιητική δημιουργία, τα πράγματα έγιναν κατά πολύ δυσκολότερα.
  Ο ποιητής «οφείλει», σήμερα, να είναι εξαιρετικά παρατηρητικός, και η γραφή του θα πρέπει να αποκρυσταλλώνει μια φιλοσοφική θέση και άποψη επί παντός του (ενδι-αφέροντος) επιστητού, με τρόπο λακωνικό, περιεκτικό και υπαινικτικό, τρόπο ο ο-ποίος θα δώσει στον νου του αναγνώστη τον εύκαμπτο βατήρα, ώστε εκείνος να μπο-ρέσει να στηριχθεί επάνω του, να αιωρηθεί και, παίρνοντας φορά,  να εκτοξευθεί μαζί με τους συνειρμούς, τα διανοήματα και τις σκέψεις του στα ουράνια πελάγη της δικής του φαντασίας.
   Η γραφή της Καρέλλη είναι απλή, χωρίς ιδιαίτερα τεχνάσματα και εξάρσεις του λό-γου, πέραν, ίσως, κάποιων λέξεων οι οποίες συγγενεύουν ηχητικά. Δωρική και περιε-κτική, η γραφή της ποιήτριας δεν προστρέχει σε υπαινιγμούς˙ τα πάντα ευρίσκονται σε πρώτο πλάνο, και όλα τα διανοήματα και οι σκέψεις  της  εκτίθενται με εκπληκτι-κή ακρίβεια ενώπιον των οφθαλμών του αναγνώστη.
  Παρόλ’ όλην, όμως, την απλότητά του ύφους της, το ποιητικό έργο της Καρέλλη δεν είναι εύκολα προσεγγίσιμο. Στο απλό, άλλωστε, κρύβεται το δύσκολο, όχι μόνον για τον αναγνώστη, αλλά και για τον δημιουργό.
  Ποια είναι, όμως, η οπτική γωνία, από την οποία παρατηρεί την προσωπικότητα του ποιητή, ούσα η ίδια ποιήτρια; ποιο είναι αυτό το έλλογο ον που γράφει Ποίηση, και γιατί δημιουργεί κάτι το φαινομενικά άχρηστο;

Θα σταθώ όρθιος στο φως να μιλήσω.
Αφού βρίσκομαι πρέπει να μιλήσω.
Αφού άκουσα πρέπει να μιλήσω.
Μέσα στο φως που με περιέχει
ο αέρας, τα χρώματα, όλα τα σχήματα,
μου δίνουν το σχήμα μου.
Θ’ ανοίξω το στόμα μου να μιλήσω,
η ομιλία μου είναι ό,τι μ’ έπραξε
και ό,τι μέλλω να πράξω
γιατί ευρίσκομαι.
Είναι πράξη μου ο ορισμός της ζωής
που ορίζω και με ορίζει.
Καθορίζω τη στάση που με βαστά.
Ας με βοηθήσει ο Θεός μου να τον αναδείξω,
ν’ αποδείξω την εντός μου κατάθεσή του,
τη θέση μου του σώματος να κρατήσω.
Σώμα πολύτιμο, ύλη, δοχείο, κατάσταση της ψυχής,
η υλική μου γλώσσα μιλεί
την άυλη ομιλία μου.
Ποιο είναι το χρώμα απ’ τις λέξεις που ακούω;
Συγχρωτισμός του παντός στην ομαλή συγχορδία,
το σύμπαν εντός μου σε μια φωνή.
Ωσαννά εις τον Κύριον τον μεγαλοπρεπή,
δίνει τα όνειρα που υπερβάλλει
η αδάμαστη πραγματικότητα.
Η ζωή στην αγκάλη απ’ το θάνατο
περιφέρει το βλέμμα τής αναγέννησης
και ο κατέχων το δώρο τής ομιλίας,
ομιλεί τα υπάρχοντα οράματα. […]


                       *
Άνοιξα το στόμα κι άκουσα τη φωνή μου
και τότε κοίταξα τον πλησίον εαυτό μου […]
                                            (Ο ποιητής) 

                             […] Για κοίταξε το βλέμμα τους˙
λένε πως βλέπουν αγγέλους
οι άνθρωποι αυτοί
πως οι άγγελοι τους δίνουν λόγια
ν’ αγγίξουν στα διψασμένα στόματα […]
    (Η συνοδεία των ποιητών -
     Της μοναξιάς και της έπαρσης / 1951)

Αλλά και:
                          […] Ο ποιητής
σου προσφέρει αναμνήσεις, εικόνες,
λίγα λόγια, τι  να τα κάνεις,
να προσκαλείς κάθε αγάπη,
πουλί, περιστέρι στο παραμύθι. […]
    (Ποιητική διάθεση –
    Της μοναξιάς και της έπαρσης / 1951)

Παράξενο να είσαι ποιητής…
άνθρωπος σαν τους άλλους˙
να τους μοιάζεις πάρα πολύ,
να είσαι συ ο άλλος
κι’ όμως πολύ διαφορετικός.
Γι’ αυτό γεμάτος από έξαφνη απελπισία
και με την περηφάνεια εκείνη
που εντείνεται και γίνεται ίδια
με την αγάπη και την ευτυχία,
να περιμένεις κάποιαν αλλαγή
πραγματική -ή όλα είναι μόνον φαντασία;
Παράξενο να είσαι ποιητής.

  Φυσικά αμφιβάλλει για τα πάντα, ακόμη και για τον εαυτό της:

   […] απορώ κι’ όμως πληθαίνω απειράριθμα
με πλούτον, όταν ζητώ να συλλάβω
το νοείν και το είμαι να ομιλώ! […]
       (Χαρμολύπη, Το σταυροδρόμι, σ. 191)

  Και πώς αντικρίζει η ίδια το εκφραστικό της όργανο, τον λόγο;

             […] Άγγελος ήρθε και μου έβαλε
                    τη φωνή μεσ’ στα σπλάχνα,
                                την ομιλία, για να μπορέσω
                                να μιλήσω, να ζήσω. […]
                                    (Επίκληση, 
                                    Χαλκογραφίες και εικονίσματα, σ.323)

  Ιδού και η άποψη  της ποιήτριας για τη γλώσσα, και μάλιστα τη γλώσσα μας, που είναι, κατά τον Ελύτη,

η πιο παλιά και η πιο πλούσια γλώσσα του κόσμου

ου μην -επιτρέψτε μου να προσθέσω-  αλλά, και η πλέον εκφραστική;
  […] «Σε κάθε σχεδόν ελληνική λέξη είναι δεμένος ο ένας λόγος με τον άλλον.  Είναι ο παλμός του ανθρώπου με τα πράγματα, ο δεσμός του. Η σύνθεση του λόγου στα ελληνι-κά, στα αρχαία ιδίως φαίνεται αυτό, (σ.σ. αυτό αφιερώνεται σε όλους όσοι επιδιώκουν να εξοστρακίσουν  την αρχαία μας γλώσσα από την Εκπαίδευση)˙ η σύνθεση, λοιπόν, του λόγου, στην ελληνική μας λέγει η Καρέλλη,  ιδίως στην αρχαία,  έχει όλο το βά-ρος, το πάθος του ανθρώπου να εκφραστεί σωστά και αληθινά. Δεν υπάρχει στην ελλη-νική γραμματική λέξη που να μην έχει ένα βαθύτατο αίσθημα της ζωής, της συμβίωσης των ανθρώπων, και της προσπάθειας των ανθρώπων για συμβίωση.» […]
  Ειδικά για τα επίθετα που απαντούν πολύ συχνά στην Καρέλλη, ο ποιητής Αλέξαν-δρος Κοσματόπουλος υποστηρίζει εύστοχα ότι: […] Τα επίθετά της, ο τρόπος της εκ-φοράς των μέσα στην όλη ποιητική της οικονομία, δίνουν την αίσθηση κτερισμάτων σε τάφο, […].
  Η ποιήτριά μας αποπειράται -με απόλυτη, ομολογουμένως, επιτυχία- να αποκατα-στήσει στο έργο της το μέρος, αυτό, του λόγου,  μια και το συγκεκριμένο είδος είχε, για καιρό, τότε, εξοβελιστεί από την ελληνική Ποίηση, μετά από μεγάλη περίοδο υ-περβολικής χρήσεως και «γλυκερής» καταχρήσεώς του.
  Ιδού και μια ποιητική της αναφορά στον λόγο εν γένει, στις έννοιες που αυτός εκ-φράζει, στα διανοήματα που διατυπώνει, στην ευθύνη εκείνου που τον εκφέρει, και τη σχέση του με τους άλλους:

                            […] Είμαι βαρύς από την έννοια
των λόγων που φέρω,
υποφέρω την έγνοια
της ευθύνης των λόγων,
πρόσωπα αποφέρουν κάθε λογής
τα λόγια που προφέρω,
ποια συγκατάθεση ζητούν
στης ύπαρξης την εκζήτηση; […]
                             (Απορία)

                            […] Ω του λόγου αγάπη περίκαλλη,
ο μοναχός άνθρωπος,
όταν σε γνωρίσει,
ξεπερνάει την ιδέα της ύπαρξης.
   (Έμπνευση -
   Της μοναξιάς και της έπαρσης / 1951, σ. 268)


  ΥΦΟΣ

  Στην ποιητική δημιουργία της Ζωής Καρέλλη θα εντοπίσει, κανείς, όχι τόσο ποιητικά «εξωτερικά» τοπία, αλλά, κυρίως, μία περιδιάβαση στο πολύμορφο, πολυποίκιλο, πολυδιάστατο, και τόσο ενδιαφέρον   -άγνωστο εν πολλοίς- εσωτερικό τοπίο της ανθρώπινης ύπαρξης, με όχημα ένα στοχαστικό,  πλούσιο και μεστό ποιη-τικό λόγο, βαθύ, περιεκτικό, πολύσημο και πολυσήμαντο, που επικεντρώνεται σε συναισθηματικές καταστάσεις κυρίως, σε ό,τι βασανίζει, θα λέγαμε, τον νου, την καρδιά και την ψυχή του ανθρώπου, τις εγγενείς αγωνίες του (υπαρξιακές και άλλες), τους αναπόφευκτους φόβους του και τα διαχρονικά άγχη και αδιέξοδά του.
  Το χαμηλόφωνον της ποιήσεως της Καρέλλη αποκαλύπτει ένα δημιουργό ήπιων τό-νων, ιδιαιτέρως σεμνό και ευαίσθητο, με βαθύ και πλούσιο προβληματισμό, με εξαί-σιο στοχασμό και αναστοχασμό, πλήρη ταπεινότητος  και ειλικρινούς μετριοφρο-σύνης, ο οποίος, όμως, καταθέτει και προσκομίζει διανοήματα σπουδαία και σημαν-τικά, μέσω, πολλές φορές, ευφυών αποφθεγμάτων καλά μελετημένων ρητών, και σο-φών επιγραμμάτων.


  ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
  Καιρός, όμως, να δώσουμε τον λόγο στην ίδια την ποιήτρια, και να καταδυθούμε στο ορυχείο των αδαμάντων του λόγου της μέσω μιας περιορισμένης -για ευνόητους λόγους οικονομίας του χρόνου- ανθολογίας αποσπασμάτων του έργου της, για να εισ-χωρήσουμε στη σκέψη, τις ιδέες, τους στοχασμούς, τα διανοήματα, τις αγωνίες, τους φόβους, τα αδιέξοδα τα άγχη και τους προβληματισμούς της (όσο αυτό είναι κατορ-θωτό στα περιορισμένα πλαίσια αυτής, εδώ, της εισήγησης), κάνοντας χρήση και δια-κειμενικών αναφορών και σχολίων.
  Η Καρέλλη  δεν θα μπορούσε να μην  είχε γράψει  με μεγάλη αγάπη, σεβασμό, ευαι-σθησία και ευγνωμοσύνη, για την Πλατυτέρα των ουρανών, τη Χώρα του Αχωρήτου την Παναγία μας:

    […] Είδα τον άγγελο.
Ανέβλυσεν η εντός μου ζωής πηγή,
καμιά απορία δεν μπορεί να σταθεί
για την άσπιλή μου σύλληψη.
Είμαι η παρθένος η απείραχτη,
εκράτησα ακέραιο τον εαυτό μου,
είδα το φως που περιέχω να με περιβάλλει
τ’ αναγνώρισα δίχως να τ’ αρνηθώ.

Δίχως ορμήν ανυπομονησίας σχηματίστηκε
του κρίνου ο κώνος στο υπομονετικό μου χέρι.
Μακάριοι που πιστεύουν,
καλότυχοι που περιβάλλουν με πίστη τη ζωή,
αρμονική φωνή αγγέλου, σε ώρα καλή
μιλεί σ’ αυτούς για τη χαρά που υπάρχει»
                                            (Λιποψυχία)

                […] Ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου. […],

θα συναντήσουμε στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιον, και,

Σε, τον αναβαλλόμενον το φως ώσπερ ιμάτιον, […],

 

ψάλλουμε στο δοξαστικό των αποστίχων την Αγία & Μεγάλη Παρασκευή.


                       […] Αδιάρρηκτη, άρρηκτη, άρρητη δωρεά,
       αμόλυντη μητέρα, εσύ που φέγγεις
      με την απλήν εμορφιά, […]
        (Επίκληση,  Χαλκογραφίες και εικονίσματα, σ.320)
                 […] Όψη της Πλατυτέρας, στην πάγχρυση Κόγχη,
 συμπαραστάτις, η συμπονούσα, «γέφυρα
 η μετάγουσα από την γη στον ουρανό»,
 Συ, η των δύο μετέχουσα, πλησιφαής,
 το διφυές μυστήριον γνωρίζουσα
 και σιωπώσα την ιερή σιωπή! […]
    (Η στενή πύλη, Το σταυροδρόμι / 1973, σ. 140)

Ήμερη ή γλυκύτατη,
η μη γνωρίσασα την αγανάκτησιν
η ουδέν ζητήσασα και τα πάντα λαβούσα
η μεταλαβούσα της θείας αγάπης
η κοινωνήσασα του θείου
η κοινοποιήσασα το θείον
η ως άνθος εύοσμον υψωθείσα […]
                                     (Αίνος)

 Η ποιήτριά μας εμπνέεται πολλές φορές και γράφει (και) από τις παραβολές των Ευ-αγγελίων. Εδώ από την παραβολή των ταλάντων:

΄Οταν το πληρωμένο θα είναι κενό,
άδειο το πλαίσιο,
γεμάτο άχρηστα χρώματα σχημάτων,
πώς θα υποδεχτώ τον ονομαζόμενο θάνατο;
Τι θ’ αποδώσω στον ήλιο της ζωής;
Πώς θα εκλέξω την κραυγή που δημιουργεί,
θριάμβου και πόνου αρμονική;
Να μ’ επισκεφτεί ο Ερχόμενος
για να υπάρξω εντός μου.
Να κρατήσω την έννοια της ζωής
στην αναγέννηση που επικρατεί,
αύριο υπήρχα, όπως θα υπάρξω χτες,
στην ατομική προσφορά της αλήθειας.
                                             (Απορία)
                                       
                            […] Τι θ’ αποδώσω στον ήλιο της ζωής;[…]

αναρωτάται με αγωνία το ποιητικό υποκείμενο, όταν…

μετά […] χρόνον πολύν […] θα έπιστρέψει […] ο κύριος των δούλων εκείνων και συναίρει μετ' αυτών λόγον […],

όπως διαβάζουμε στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον.

 […] Να μ’ επισκεφτεί ο Ερχόμενος
       για να υπάρξω εντός μου. […]

προσεύχεται η ποιήτριά μας, διαφορετικά δεν θα μπορέσει, καν, να  υπάρξει! Μακριά από τον Χριστό και την Αγία Εκκλησία Του, ζωή δεν υπάρχει!
  Πόσες σκέψεις και τι ποιότητος και βαρύτητος διανοήματα, τι αντιθέσεις, μέσα σε λίγες, μόνο, γραμμές! το πληρωμένο, το κενό,  τα χρώματα των σχημάτων, ο θάνατος, ο ήλιος της ζωής και η απόδοση σ’ αυτόν, ο θρίαμβος και ο πόνος, η ανθρώπινη ζωή, η  αναγέννηση, η ατομική προσφορά, η αλήθεια…  Και βέβαια ο Ερχόμενος που θα ε-πισκεφτεί το ποιητικό υποκείμενο για να υπάρξει, αυτό το ίδιο, εντός του.


Εγώ, γυναίκα, η άνθρωπος,
ζητούσα το πρόσωπό Σου πάντοτε, […]
Ω, πόσο διπλά υποφέρω,
χάνομαι διαρκώς,
όταν Εσύ οδηγός μου δεν είσαι. […]
                (Η άνθρωπος - 
                  Αντιθέσεις / 1957, σ. 123)

  Ο αναγνώστης παρατηρεί αμέσως κάτι που ξενίζει: η Καρέλλη ομιλεί, μεν, σε πρώ-το πρόσωπο αλλά, φευ, κάνοντας χρήση του θηλυκού άρθρου η εμπρός από το αρσε-νικού γένους ουσιαστικό άνθρωπος: η ανθρωπος! Αλλού, πάλι, χρησιμοποιεί επίθετο αρσενικού γένους -και όχι θηλυκού, όπως θα περίμενε κανείς- μιλώντας για τον εαυ-τό της:  
  […] Είμαι βαρύς από τον ίδιο τον εαυτό μου,[…]

  […] Είμαι βαρύς από την έννοια
          των λόγων που φέρω, […]

  Είναι προφανές πως, με τον τρόπο αυτό, θέλει να υποστηρίξει την παγιωμένη άποψή της ότι, δηλαδή, δεν υπάρχει διαφορά της γυναίκας από τον άνδρα, και είναι, απλώς, τα δύο γένη, οι δύο διαφορετικές όψεις, εκδοχές και εκφάνσεις μιας και μόνο υπάρ-ξεως: της ανθρώπινης!
  Πολλοί μίλησαν για φεμινισμό, ο Απόστολος, όμως, των Εθνών, ο Πρώτος μετά τον Ένα, τους έχει προλάβει, από πολλών αιώνων ήδη, με την Προς Γαλάτας Επιστολή του:
[…] πάντες γὰρ υἱοὶ Θεοῦ ἐστε διὰ τῆς πίστεως ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ· ὅσοι γὰρ εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε. Οὐκ ἔνι ᾿Ιουδαῖος οὐδὲ ῞Ελλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ. […]
  Κάτι άλλο που παρατηρεί κανείς στην ποιητική της Καρέλλη είναι η αντίθεση της (υλικής) χαράς της ζωής (φως, χυμοί, χρώματα) και του βάρους των αισθήσεων με την αδυναμία πτήσεως. Το δίλημμα φωτός-σκότους, της χριστιανικής, δηλαδή,  αλή-θειας, από τη μια, και της επιθυμίας του ανθρώπου να ζήσει όλα όσα πειρασμικά θα ήθελε, από την άλλη˙ το βάρος των απωλειών και, βέβαια, κάπου στο βάθος, οι σκέ-ψεις του τέλους:

[…] όταν τα χρώματα του ήλιου σβήνουν.
                 (Χαλκογραφία,
                  Χαλκογραφίες και εικονίσματα, σ. 300)

[…] Μέσα στο φως που με περιέχει
        ο αέρας, τα χρώματα, όλα τα σχήματα,
        μου δίνουν το σχήμα μου.[…]
                   (Ο ποιητής) 

  Καιρός, όμως, να δούμε αποσπάσματα του ποιητικού λόγου της Καρέλλη κατά ποιητική συλλογή.


  ΠΟΡΕΙΑ / 1940

  Για το ταξίδι της στη  μεγάλη και ευρύχωρον  θάλασσα της Ποίησης, η Καρέλλη ση-κώνει, όπως επισημάναμε, τα πανιά της το σημαδιακό έτος 1940 με την πρώτη της ποιητική συλλογή Πορεία, στην οποία αναφερθήκαμε στην αρχή, κιόλας, της παρού-σης εισηγήσεως.
  Πολύ σχετικός με τον πρώτο στίχο του πρώτου ποιήματος, υπό τον τίτλο Πορεία που απαγγείλαμε στην αρχή:
[…] Κύριε, μη μου δίνεις την οδύνη που περιέχω.[…]

είναι και ο επόμενος που περιγράφει τον σπαραγμό μιας μάνας:

          […] Δεν μπορώ, Κύριε. Αποστρέφομαι
                 το ποτήρι του πόνου. Όχι μέχρι τρυγός […]
     (Άτιτλο, ο οδυρμός μιας μάνας
      που της έφεραν το παιδί της
      νεκρό από νάρκη-
      Της μοναξιάς και της έπαρσης / 1951)

  Υπάρχει όμως η ελπίδα, η οποία απαιτεί αναζήτηση: 

Πού θα βρω το θείον όραμα;
            (Κυριακή συζήτηση)

  Ο εφιάλτης των τύψεων, που ποτέ δεν λείπει από ένα ευσυνείδητο άνθρωπο:

Φοβούμαι που θα ξυπνήσω
στον κακόβουλο εφιάλτη
των χαιρέκακων επιθυμιών
                     που εξετέλεσα […]
                                (Τύψη)

Ο φόβος γενικώς:

[…] Ποθητή αγωνία, ανάγκη
        του σώματος απορρέει
        ο φόβος που περιβάλλει, ιδρώς
                         που τον φόρεσα […]
                                       (Τύψη)

  Η μοναξιά, και η ανάγκη της αγάπης του πλησίον, για την ύπαρξή μας μέσω του άλλου και για εκείνον:

Μετάλαβα τη μοναξιά
και με παιδεύει η αγάπη για τους ανθρώπους […]
Όταν δεν βλέπω το είδωλό μου
στα μάτια σου, τι θα κάνω, αδελφέ μου; […]
να υπάρξω σε σένα.
                (Απορία)

Για τον λόγο και την ομιλία:

Κύριε συγχώρεσέ με που τόλμησα
να πάρω στα χέρια τον λόγο Σου.
Αφού δεν είμαι έτοιμος να παραδώσω
το αγαπητό σώμα, δεν μπορώ
να κρατήσω στα χέρια το πνεύμα
του σώματος, τα υπερούσια λόγια.
Λόγε ολόκληρη ζωή
πληρώνει την αλλαγή
της ουσίας σε λόγον,
τη στιγμή της μεταμόρφωσης.
Κύριε ελέησόν μου τη χαρά
να εγγίσω μόνο, μιλώντας τον λόγο.
                                     (Κοινωνία)
  Ο Άσωτος υιός του Ευαγγελίου:

            […] κι’ έχω ακολουθήσει
                    σκολιάς οδούς κι’ έχω χαθεί και αρνηθεί
                    κι’ έχω παραιτηθεί και πάντα ξαναρχίζω,
                   ζητώντας την αρχή, και την επιστροφή
                   στους κόλπους της ορθοδοξίας, […]
                       (Η στενή πύλη, Το σταυροδρόμι / 1973, σ. 141)

   Η ποιητική ματιά της Καρέλλη είναι διεισδυτική, οξεία και οξυδερκής:

[…] Τα μάτια στις βυζαντινές εικόνες,
        αγίων και μαρτύρων, τα εκστατικά,
        είναι διαφορετικά απ’ των αρχαίων αγαλμάτων. […]
              (Τα εικονίσματα, Το σταυροδρόμι / 1973, σ. 162)
 
   Ο άνθρωπος ως Βάτος φλεγομένη από τις αγωνίες του, αλλά μη κατακαιομένη λόγω της πίστης και της ελπίδας του:

       Τελειώνω εκεί που αρχίζω,
       υψώνομαι για να φτάσω την ταπείνωση.
       Είμαι γεμάτος από τον εαυτό μου
       φλεγόμενη βάτος με καίει η φωτιά μου [...]
                                        (Εγωκεντρισμός)

  Η μεταφυσική αγωνία και η λύση της:

Άγγελοι της ψυχής μου
σηκώστε με. Σηκώστε μου
το κουρασμένο σώμα
που αφανίζει την ψυχή
και την κρατά μακρυά από σας.
Σηκώστε με άγγελοι,
ελάτε. Η συνοδειά σας
να με πάρει, να με χωρίσει,
να μ’ αποχωρίσει απ’ το σώμα. […]
                        Άγγελοι
πότε θα μ’ αναγγείλετε
στον Κύριον; […]
οι αγωνίες γύρω μου στέκουν,
με περιμένουν ακόμα,

από μένα θέλουν
να ζήσουν. […]
                       (Παράκληση)

  Για τη Γέννηση εντός μας του Θεανθρώπου:

             […] Εκείνος που δεν γεννά δεν γεννάται,
δεν αναγεννάται ποτέ, Κύριε,
της Γέννησης «σκήνωσον εν εμοί» […]
            (Παραμονή της Γέννησης)

Πρβ.: […] Βασιλεύ ουράνιε, Παράκλητε […]
                  ελθέ και σκήνωσον εν ημίν […]

  Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ / 1948

  Στην ποίηση της Καρέλλη θα συναντήσουμε τον θάνατο, στον οποίο αναφέρεται πολλές φορές, ιδίως στη δεύτερη, χρονολογικά, συλλογή της Η εποχή του θανάτου, του 1948. Αναμενόμενο, αν αναλογιστούμε τα δύστηνα έτη και τους χαλεπούς και-ρούς  που αρχίζει να δημοσιεύει.                     
  Φυσικά η ποιήτρια δεν αναφέρεται στον σωματικό, μόνον, θάνατο, αλλά και στον ψυχικό, καθώς και στη νίκη και την επικράτηση της ζωής επί του θανάτου:

                       […]  Να νικηθεί
η νίκη του θανάτου στη ζωή.
                       (Επίγραμμα)

  Του ψυχικού θανάτου, εννοείται, ο οποίος επέρχεται όταν κανείς χαθεί στις ατρα-πούς της αμαρτίας˙ είναι γνωστόν, άλλωστε, ότι…

οὐκ ἔστιν ἄνθρωπος, ὃς ζήσεται καὶ οὐχ ἁμαρτήσει·

  Η ανάσταση, όμως, προϋποθέτει μετάνοια και ενταφιασμό των αμαρτιών μας:

Πού πήγα και δεν βρίσκομαι πουθενά;
Είμαι ο Λάζαρος που δεν πέθανε
για να τον αναστήσει ο Σωτήρ. […]
                                (Ατομικό)
                    
  Η συμφιλίωση με την έννοια του σωματικού θανάτου, ως προϋπόθεση της ζωής μας:

                            […] δεν εννοώ
τον θάνατο, αρνιέμαι να τον καταλάβω.
Όμως, ούτε και τη ζωή, έτσι,
μπορώ ν’ αγγίζω όπως θέλω
να την κρατήσω […]
       (Αρρώστια)
                     
                             […] Γύρω του οι άλλοι,
νέοι σαν κι αυτόν, λυπούνται,
μα τον θάνατο δεν εννοούν […]
                   (Της νεότητος)

Θρηνώ και οδύρομαι, όταν εννοήσω τον θάνατον […]
και
                      […] Όντως φοβερώτατον το του θανάτου μυστήριον […]
ψάλλουμε στην εξόδιο ακολουθία.
  Το σώμα ως κατοικία, ως ναός της ψυχής, που εξαφανίζεται για να μείνει μόνον η ψυχή:

     […] Σώμα ελαφρότατο, μόνο φόρεμα έμεινες
κι έγινες ακέρια ψυχή,
σώμα ανύπαρχτο,
απόχτησες την υποταγή με τον θάνατο. […]
                                         (Μοιρολόγι)

  Το σώμα του νεκρού που ενταφιάζεται, και οι ζωντανοί που βιάζονται να ζήσουν:

                             […] Πρέπει να μείνει εκεί,
ανάμεσα στους άλλους πέτρινους σταυρούς,
ανάμεσα στους ξένους νεκρούς,
τους ζωντανούς ν’ αφήσει
που βιάζονται να ζήσουν.
                    (Χωρισμός)

  Η ανάσταση των νεκρών και η Δευτέρα Παρουσία.

                            […] οι πεθαμένοι ανάσταση ζητούν σωματική […]
                                                                             (Φαντάσματα)

  Η ύπαρξη της ψυχής, που κατοικεί βαθειά μέσα στο σώμα μας:

    […] Για την ορμή εκείνη που αγγίζει
           τόσο βαθειά το σώμα, ώσπου
           συναντά την ψυχή […]
                       (Αδώνειο)

  Η απελπισία μακριά από τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό:

          Μείναμε να φανταζόμαστε μονάχοι
          το θάνατο. Έφυγες απ’ την καρδιά μας,
          που βαρέθηκε να μετράει την οδύνη,
          βαρύς ο πόνος μας φάνηκε,
          είμαστε δίχως παρηγοριά,
          παλεύουμε με τον άχαρο χάρο.
          Δεν βλέπουμε την παρουσία Σου,
          φοβούμαστε το στεγνό πρόσωπό μας
          με τα μάτια ανοιχτά […]
                    (Χριστιανικό)

  Η ίδια, όμως, αναφέρεται και στην παρηγοριά του θανάτου, που δεν μπορεί να είναι μακριά από τον Νικητή του:

[…] Δεν υπάρχει παρηγοριά του θανάτου
        δίχως τον Λόγο της ζωής.
            (Του έρωτα μπροστά στον θάνατο)

            Πρβ.:  […] Ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη, ζήσεται […]

  Η γνωστή από την Ιστορία εικόνα της πολιορκίας μια χριστιανικής πόλης από κάθε είδους αλλόπιστους και οι ικεσίες προς τον προστάτη και πολιούχο Άγιο (εδώ η Θεσ-σαλονίκη και ο Άγιος Δημήτριος):

                 […] Μαζευτείτε χριστιανοί,
Όλοι μαζύ,  σε βοήν ικεσίας,
σε παράκληση απελπισίας,
χωρέστε όλοι μαζύ στης εκκλησίας
την πλούσια περιοχή, τη σπουδαία,
στου αγίου την προσευχή, την προσφυγή,
τρέξτε να προφτάσετε πριν έρθουν οι χείριστοι.
Παρακαλέστε της πόλης μας τον προστάτη,
φωνάξτε τον φόβο σας και την ελπίδα
που σ’ αυτόν έχετε και πάντα κρατάτε.
Μαζευτείτε κάτοικοι της πόλης Θεσσαλονίκης,
ζητείστε και πάλι το θαύμα, καταφύγιο,
έλεος να φανεί ο αρχηγός να σας δείξει
τον δρόμο στρατηγός ο ανίκητος,
άγγελος του καλού, άγιος […]
Πιστεύουμε, πιστεύουμε! […]
  (Θεσσαλονίκη 904 μ.Χ.)
  Η προσευχή των ξεγραμμένων  προς τη μεγάλη Ελπίδα των απελπισμένων την Υ-περαγία Θεοτόκο, την Παναγία μας! η προσευχή των απελπισμένων, που, όμως, δεν έχουν απολέσει την Πίστη τους, ακόμη και λίγο πριν τον επερχόμενο βέβαιο και μαρ-τυρικό θάνατο!

                             […] Λιγόστεψε η ψυχή μέσα μας. […]
Χαίρε Μαρία
βοήθησέ μας να πεθάνουμε.
Γλύτωσέ μας απ’ του θανάτου τον φόβο.
δυνάμωσε τη ζωή μας,
να δυνηθούμε τον θάνατο.
Μην αποστρέψεις το βλέμμα σου
απ’ τ’ αδύνατο σώμα μας,
δοκιμάζεται σκληρά,
πριν απ’ το θάνατο φόβος
μας θανατώνει σκληρά.
Δώσε μας δύναμη να υπομένουμε,
τη θέλησή σου να περιμένουμε
Να ψάλλουμε το Χαίρε Μαρία.
   (Η προσφυγή των αδυνάτων)

  Θα πρέπει να έμοιαζε πολύ η προσευχή αυτή με την προσευχή των ηρώων της Αρ-καδικής εθελοθυσίας, των Ελεύθερων πολιορκημένων του Μεσολογγίου, των έγκλει-στων  των σπηλαίων της Μιλάτου και του Μελιδονίου, των σφαγιασθέντων της Ελα-φονήσου, αυτών που άφησαν την τελευταία τους πνοή μαρτυρικώ τω τρόπω στην Πό-λη, στα Ψαρρά, στη Χίο, στη Σμύρνη, και, για να έλθουμε στα νεότερα χρόνια, στη Βιάννο, στην Κάντανο, στο Δίστομο, στα Καλάβρυτα, στο Κοντομαρί, στον Χορτιά-τη, στο Κομμένο, στο Χαϊδάρι, στην Καισαριανή και στους χιλιάδες, τους αναρί-θμητους, τόπους μαρτυρίου του λαού μας!
  Είναι τα ποιήματα, ετούτα, της Καρέλλη, η προσευχή όλων όσοι έδωσαν και την τε-λευταία ρανίδα του αίματός τους…

                              […] για του Χριστού την πίστη την αγία
                                     και της πατρίδος την ελευθερία […]
  Ο σαρκικός θάνατος ως αδήριτη αναγκαιότητα και προϋπόθεση για τη συνέχιση του ανθρωπίνου είδους:
 
    […] Κι όμως έπρεπε να φύγουμε, να χαθούμε
για να ’ρθουν εκείνοι που θα ζούσαν
απ’ τον δικό μας θάνατο […]
               (Μεταθανάτιο)

  Συγχωρείτε ίνα συγχωρηθείτε:
      
                 […] Ως πότε θα χτυπούμε
ως πότε θα μας χτυπούν; […]
να μιλήσουν οι άνθρωποι, να συγχωρέσουν.
                                        (Μάιος του 1941)

                  Πρβ.: […] Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι […]

                            […] ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν […]

  Ο τίτλος του ποιήματος  (Μάιος του 1941) απ’ όπου το παρακάτω απόσπασμα είναι σημαδιακός. Αν και δεν αναφέρεται στη Μάχη της Κρήτης, περιγράφει μιαν άλλη η-ρωική πράξη:


Φάλαγγα του εχθρού
(αυτοκίνητα 12)
πήγε να σταματήσει με τη λεβεντιά του.
Τον χτύπησαν.
- Ας χαιρετίσουμε τη δόξα και την ορμή,
που πιστεύει στα θαύματα […]
                 (Της νεότητος)

  Η αναφορά αυτή θυμίζει τη θυσία του δεκαεπτάχρονου Μαθιού Πόταγα, του υπέ-ροχου, αυτού, έφηβου ήρωα, και πρώτου θύματος των Ναζί στην Αρκαδία, ο οποίος προσπάθησε, μόνος του, στις 2 Μαΐου του ’41, άοπλος, και προβάλλοντας το στήθος του μόνο, να σταματήσει μιαν ολόκληρη φάλαγγα αυτοκινήτων των Ναζί εισβολέων, και να τους εμποδίσει να καταλάβουν την ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Βυτίνα!
  Οι στυγεροί Ναζί εγκληματίες όχι μόνον τον εκτέλεσαν αλλά του συνέθλιψαν την κεφαλή! Θα μείνουν ιστορικά τα τελευταία του λόγια, που ακούγονται σημερινά:

Θα μας πεινάσετε, θα μας κάψετε, θα μας σκοτώσετε,
αλλά δεν θα μας νικήσετε.
Είμαι εδώ μόνος.
Αλλά η Ελλάδα ολόκληρη ακολουθεί.

  Η απώλεια και η επώδυνος μνήμη:

                              […] Δεν φεύγει ο πόνος
                                     για τους αιωνίους απόντας. […]
       (Των Εβραίων)

 Η αναζήτηση του Χριστού μας, και η αθανασία της ψυχής:
 
                 […] Στη βαθύτερη απελπισία μου
Εσένα αποζητώ. Ξεσκίζω τα μάτια μου
και ξαναβρίσκω το βλέμμα μου […]
πέρ’ απ’ το θάνατο απομένει η ψυχή […]
                                            (Δέηση)
  Πρβ.:
 […]Δεύτε προς με, πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι καγώ αναπαύσω υμάς. […]

   Ιδού και ένας άλλος ορισμός για την αγάπη…
   
                     […] Η ζωή μου είν’ αγάπη του αιώνιου […]
                                     (Γενναιότητα)


ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ | 1949

                 […] Κανένας δεν μένει ίδιος
κι όμως ούτε αλλάζει […]
                                      (Αλληγορία)

  Μια άλλη άποψη για το
Πάντα ρει
του Ηράκλειτου.

                             […] Δεν ξέρω πού κείται το φάσμα
   -εγώ μήπως είμαι;
   Πού υπάρχω λοιπόν πότε;
   Θε μου, Θε  μου, γιατί μ’ εγκατέλειψες! […]
                                  (Σκιές στον χρόνο)

  Η κραυγή του Χριστού επάνω στον Σταυρό

Ηλί Ηλί, λαμά σαβαχθανί,

την οποία συναντήσαμε και αλλού, εδώ σε ακριβή μετάφραση.

                 […] Δίχως Εσέ Κύριε, πώς
 ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών,
 τολμώ εαυτόν να νομίσω τον χρόνο μου,
 κύριον τον εαυτόν μου του χρόνου μου;
 Του χρόνου οικοδομή
 μόνο Συ εν εμοί γίνεσαι,
 φευγαλέα δεν είναι του χρόνου η ροή,
 του χρόνου τη λύτρωση έδειξες,
 ανέδειξες την αιωνιότητα. […]
                        (Ευρυδίκη)

  Δύο από τις ιδιότητες του Θεού, και η θέση του ποιητικού υποκειμένου απέναντι σ’ αυτές.


ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΑΡΣΗΣ | 1951

  Η μεγαλύτερη και σπουδαιότερη  εντολή του Κυρίου μας, ένα από τα βάθρα της δι-δασκαλίας του Χριστού μας:

    […] Ήθελα μόνο, την ομιλία να βρω,
           για να καταλάβουν,
           την αμαρτία που τους παιδεύει
           και τους εμποδίζει,
           «ν’ αγαπήσουν αλλήλους». […]
             (Το παιδί που άκουσε τη σιωπή να μιλά)

Αγαπάτε αλλήλους!

το αιώνιο & παγκόσμιο αίτημα που συμπορεύεται με τον Ελληνισμό, περισσότερους από τριάντα αιώνες τώρα:

  […] Για ν’ αγαπώ γεννήθηκα κι όχι για να μισώ. […],
                                   (Της Αντιγόνης προς την Ισμήνη,
                                   Κασσάνδρα και άλλα ποιήματα, σ. 35)

               […] Τώρα πού βρίσκομαι; Πώς
                                   με περηφάνεια φώναξα, πως γεννήθηκα
                                   για ν’ αγαπώ κι όχι να μισήσω; […]
                                 (Αντιγόνη)

επαναλαμβάνει η Καρέλλη μεταφέροντας, ακριβώς, στη Νεοελληνική, τον τραγικό λόγο του Σοφοκλή, που μας είπε ότι:

                           […] Οὒτοι συνέχθειν, ἀλλά συμφιλεῖν ἔφυν […]

  Μέσω των δύο αυτών αποσπασμάτων η Καρέλλη επισημαίνει ότι το διαχρονικό αί-τημα της αγάπης συνιστά το μέγιστο, ίσως, σημείον επαφής των δύο μεγάλων κό-σμων μας: του Αρχαίου και του Χριστιανικού.
   Η υπεροχή της αγάπης:

   […] Πέρ’ απ’ όλα,
την αγάπη να κρατήσουμε! […]
                        (Ευνούχος)
  Η αποζήτηση της αγάπης:  
         
                             […] Δεν κρατώ την έκσταση της στιγμής.
Για μένα ζητώ την αγάπη σου,
πέρ’ απ’ την υλική σου παρουσία,
στην αόριστη, απίθανη σημασία του αιώνιου.
                                                     (Ευρυδίκη)

 Η αγάπη που επιμένει ως αίτημα παρακλήσεως και ως ασυλλόγιστη προσφορά:

[…] κι έμαθα να παρακαλώ
μόνο γι’ αγάπη […]
                                            Η αγάπη είναι απόλυτη προσφορά
        ασυλλόγιστη [...]
                 (Το τραγούδι της Οφηλίας)

  Ευγνωμονούσα η ποιήτρια  (και) για τη μεγίστη των εντολών, ομολογεί:

[…] Δεν σ’ αρνιέμαι, Κύριε της αγάπης,
       της ανάστασης ένδοξης του ανθρώπου. […]
            (Πριν την Ανάσταση -
             Της μοναξιάς και της έπαρσης / 1951, σ. 267)

  Η δι’ αγάπης πορεία:

                       […] Τον βαστούσε αγάπη έξοχη
       προς το αχώρητο του χώρου σημείο. […]
            (Ιωάννου του Βαπτιστού,
              Χαλκογραφίες και εικονίσματα, σ. 315)
 

 Η αγάπη ως προσευχή που μας φέρει, μας στηρίζει και μας υποτάσσει:

                 […] Η αγάπη με φέρνει και με βαστά
προσευχή της ζωής μου κι υποταγή. […]
    (Άτιτλο, Χαλκογραφίες και εικονίσματα, σ. 319)

  Για το κενό της ψυχής:

                 […] Ω άμοιροι άνθρωποι! Αλλοίμονο,
το κενό της ψυχής είναι η πιο βαρειά
συμφορά. […]
                                  (Αντιγόνη)

[…] Τι γαρ, άλλωστε,  ωφελήσει άνθρωπον εάν κερδίσει τον κόσμον όλον, και ζημιω-θεί την ψυχήν αυτού; […]

όπως μας λέγει ο Ευαγγελιστής.

  Για τη συγκατάβαση και την έπαρση:

                 […] Δίχως της συγκατάβασης τη χάρη,
στεγνών’ η δύναμη την ευφορία του σώματος.
Σα θάνατος αδιέξοδος η δύναμη της έπαρσης,
σπάνιο, απαίσιο χάρισμα της μοναξιάς αγέρωχης. […]
                                                 (Το πρώτο άτιτλο)

   Για τον λόγο και πάλι: 
     
                […] Μη μιλάς λοιπόν, μη λες.
κράτα τα λόγια του εαυτού σου,
μέσα στο στόμα το δικό σου,
για να σε ξεδιψάσουν […]
                          (Το πρώτο άτιτλο)

  Για τη μοναξιά, και την ανάγκη επαφής με τον πλησίον:

Πού θα πάμε ψυχή, μ’ όλη τούτη
την εξορία που μέσα μας φέρουμε;
Μαζύ μας κανένας κι η μοναξιά
έγινε τόσο παράξενη, που είναι ίδια
με τη συντροφιά των πολλών ανθρώπων […]
                                              (Μοναξιά)
           
  Πρβ.: […] Όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημία του πλήθους., του επίσης Θεσ-σαλονικιού (με κρητική καταγωγή), ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη.

                […] Θε μου, πολύ σε φοβούμαι,
δίχως τ’ αδέρφια μου,  μόνος, […]
                            (Ιδεολογία)

 Για τη μαρτυρία του αιώνιου:

Όλα με βοηθούν, όταν με τυραννούν,
για να μαρτυρήσω μέσα μου
το αιώνιο. […]
                         (Ιδεολογία)

 Για την ανακαίνιση του ανθρώπου:
   
                            […] Ας είναι η κάθε μέρα ίδια. Να είμαι
            πάντα ο ερχόμενος άνθρωπος. […]
                                         (Ιδεολογία)

 Η Τέχνη, λένε, προλέγει: 
                  
                      […] Τι θα κάνουν
οι έφηβοι, όταν τόσο πολύ
γνωρίζουν και δεν μπορούν να ελπίζουν,
καθώς αρχινούν τη ζωή; […]
                        (Νεότητα δύσκολων χρόνων)

  Για την αγιάτρευτη ηθική έκπτωση:

     […] Δεν έρχονται άγγελοι να ταράξουν
                         τα σαπισμένα νερά.
                                     (Σκοτεινή)

  Πρβ.: […]  Ἄγγελος γὰρ κατὰ καιρὸν κατέβαινεν ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ, καὶ ἐταράσσετο τὸ ὕδωρ· […]

  Η ανάγκη απελευθερώσεως από τα διάφορα δεσμά:

  Η πνοή μου βογγά για λευτεριά.
  Στενό του σώματός μου το εσώτερο
  βάθος, εντός μου πνίγομαι.
                                (Το πηγάδι)

                  […] Να φύγω απ’ το τέλμα να φύγω…
  Όμως τα σκιώδη, μ’ εμποδίζουν,
  της ψυχής μου φτερά.
                  (Το τέλμα)
  Πως γίνεται σήμερα ο διάλογος; τι πιο επίκαιρο από τον στίχο αυτόν, αν και γράφ-τηκε πριν εξήντα εξ, ολόκληρα, χρόνια;

                        […] σαν αρχίζουμε να μιλούμε, καθένας λέει
        τα δικά του και σκάει τον άλλο˙
        σαν να μην του έφτανε ο εαυτός του.
                                                  (Τρόποι)

  Η συνέχιση της επίγειας ζωής στην επουράνια:
          
                       […] Ένα μέρος της ύπαρξης είν’ η ζωή
       κι εκείνος που θα γνωρίσει του θανάτου την έννοια
       υπάρχει για πάντα. […]
                   (Ευρυδίκη)

  Χαρά σ’ εκείνον που σκέφτεται δυο φορές την ημέρα τον θάνατο, είχε πει κάποιος γέρο Κρητικός, κάποτε, σ’ ένα χωριό της Κρήτης, στον Νίκο Καζαντζάκη.

  Ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης:

            […] Έξαφνα είναι, σα να μην υπάρχω,
        ύστερ’ απ’ τη βοή, στα εγκόσμια
        και μάταια, διαρκώς αναζητώντας.
                           (Απ’ το συλλαλητήριο)
                […] Ματαιότητα, υπερήφανη σημασία
της γνώσης των ανθρωπίνων,
κρατάς μυστικήν, ακατάλυτη γοητεία.
(Της ματαιότητας, Χαλκογραφίες και εικονίσματα, σ. 301)

  Η προσπάθεια για την επιτυχία του γάμου, που σήμερα περνά κρίση:

    […] Την φοβερήν αλήθεια της προσπάθειας:
                                    «και έσονται οι δύο εις σάρκαν μίαν».[…]
                                           (Ο γάμος)

  Η συντριβή εξ αιτίας των αμαρτιών:

Έπεσα σε αμαρτίες πολλές […]
                  (Αμετανόητος)

Πρβ.: […] Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή […]

  Οι τύψεις, οι συνέπειες, οι απογοητεύσεις:

                […] Μέλλω να βουλιάξω μεσ’ την ίδια
ψυχή μου. […]
         (Σατυρικό, Χαλκογραφίες και εικονίσματα, σ. 290)

Είναι σαν Εριννύες οι συνέπειες […]
                            (Συνέπειες, Χαλκογραφίες και εικονίσματα, σ. 298)

     […] Σιγά, περπατιστά έρχονται
οι Απογοητεύσεις. Μας παγώνουν,
σαν ψύχος βραδυνό,
όταν τα χρώματα του ήλιου σβήνουν.
     (Χαλκογραφία, Χαλκογραφίες και εικονίσματα, σ. 300)

  Οι φλόγες των κεριών, φλόγες πίστης και χαράς:

                 […] τα  πολύτιμα άναβαν μυριάδες τα κεριά
των Χριστιανών, φλόγες πίστης,
σημείο χαράς. […]
        (Πριν την Ανάσταση –
         Της μοναξιάς και της έπαρσης / 1951, σ. 265)

Ο δύσβατος και ανηφορικός δρόμος της αρετής:

     […] Ποιος είναι ο δρόμος της αρετής,
αν δεν δοκιμαστούμε; […]
  (Προσευχή στην Άτη, σ. 275)

Ο φόβος για το άγνωστον του πεπρωμένου:

                 […] Γιατί δεν ξέρω τίποτα,
όταν τόσο πολύ τα υπάρχοντα αισθάνομαι,
τα μέλλοντα; […]
(Έλεγχος,  Χαλκογραφίες και εικονίσματα, σ. 302)

                 […] Γιατί υπάρχει το άγνωστο βέβαιο,
γιατί έρχονται τα επερχόμενα
κι όταν όλα φαίνονται πως υπάρχουν γνωστά,
αρχίζει το ακέραιο άγνωστο.
(Οι κρότοι, Χαλκογραφίες και εικονίσματα, σ. 304)
  Για τους αγγέλους:

                    […] Εσείς, με τη χαρά της υπέροχης αγγελίας
   στο χέρι κρίνο απείραχτο,
   λουλούδι από κρύσταλλο και δροσιά,
   εσείς του ανθρώπου τις αμαρτίες
   σηκώνατε. […]
        (Των αγγέλων,
          Χαλκογραφίες και εικονίσματα, σ. 307)

Ο Ιησούς-Νυμφίος, ως μόνον όραμα:

   Κύριε, το όραμά σου επιθυμώ.
   Έχω την άπληστη όραση,
   πότε θα μου πάρεις τα μάτια;
   Ζητώ κλεισμένος εντός μου,
   να βλέπω εσένα μονάχα.
          (Του πειραζόμενου,
            Χαλκογραφίες και εικονίσματα, σ. 309)

  Ο σωματικός θάνατος ως το απαραίτητο μέσον που θα μας φέρει κοντά στην αγάπη του Κυρίου και Θεού μας:

  Ο Κύριός μου μ’ αγάπησε
  δόξα υπέροχη, περηφάνεια μου,
  τον αισθάνομαι σε κάθε μου κίνηση
  που με κινεί προς το θάνατο
  όπου, εκεί θα με δεχτεί, μ’ οδηγεί.
  Μένω ακίνητη στη ζωή,
  προσφέρω τη ζωή μου ολόκληρη
  στο θάνατο, αυτός του Κυρίου μου
  την αγκάλη μου ανοίγει. […]
     (Προσφυγή,  Χαλκογραφίες και εικονίσματα, σ. 311)

  Η πορεία προς τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, και η ύπαρξή μας δια μέσου Εκείνου και δι΄ εκείνον, που είναι η αρχή και το τέλος: 

                             […] Εκείνος είναι η πάσα δική μου προσπάθεια.
            Καθώς Εκείνος υπάρχει
            υπάρχω κι εγώ, είμαι
            όπως μ’ έχ’ υποτάξει κι υποσχεθεί. […]
            Η κάθε μου κίνηση γι’ Αυτόν.
            Αυτός αρχή και το τέλειο τέλος μου. […]
            Γέμισε φως το θνητό πρόσωπό μου,
            προς Αυτόν προχωρώ. Θέση
            της αγάπης γίνεται ο ασήμαντος εαυτός μου,
            η παρουσία μου περιπαθής προσευχή. […]
                   (Οι μυστικοί γάμοι της Αγ. Αικατερίνης,
                     Χαλκογραφίες και εικονίσματα, σ. 313-314)

  Σύμφωνα με μια παράδοση, ο Άγιος Φανούριος νεότατος ασκήτεψε για να σώσει την ψυχή της έκλυτης μητέρας του:

    […] Συγχώρησε εμένα κι εκείνη.
Δώσε μου δύναμη να την παρασταθώ,
να τη λησμονήσω και να την αγαπώ.
Κανένας δίχως αμαρτία δε μένει.
Μην αρνηθείς, Κύριε, τους δυό μας.
Με τη δική σου δύναμη στρέψε με
σ’ εκείνη που δίνη τη σέρνει.
Έρχομαι σε Σένα,
                        για να μπορέσω να τη δεχτώ,
να την πονέσω, βοήθησε
να μη τη μισώ, βοήθησε
να συγχωρέσω, να συγχωρεθώ
να γνωρίσω πως αγαπώ.
     (Άτιτλο,  Χαλκογραφίες και εικονίσματα, σ. 317-318)

  Για τα θαύματα και την αναξιότητα μας να τα αντιληφθούμε:

                […] Δεν είμαστε πλασμένοι
για να βλέπουμε τα θαύματα […]
   (Τα θαύματα,  Χαλκογραφίες και εικονίσματα, σ.324)



ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ & ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (1955)

  Ο θάνατος που οδηγεί σε μιαν άλλη, πιο ένδοξη ζωή:

    […] Εμείς μπορούμε και να πούμε,
πως ο θάνατος είναι άλλη ζωή, πιο ένδοξη. […]
  (Κασσάνδρα, Κασσάνδρα & άλλα ποιήματα σ. 9)

  Το εφήμερο πέρασμά μας από την επίγεια ζωή:

     […] Δεν είναι μάθημα σκληρό, αυστηρό
των ανθρώπων το εφήμερο πέρασμα; […]
   (Κασσάνδρα, Κασσάνδρα & άλλα ποιήματα σ. 9)

   Για τους αδιάφορους, γι’ αυτούς που τους έχει κυριεύσει η ακηδία:

                 […] Εκείνους που έζησαν και θα ζήσουν,
δίχως να ζουν, […]
(Κασσάνδρα, Κασσάνδρα & άλλα ποιήματα σ. 9)

   Η προσφορά μας προς το Θείον Βρέφος:

                […] δώρα ημών των ταπεινών, χρυσόν
λίβανον και σμύρναν άλλοτε
με θαυμασμό κι’ ευλάβεια του φέρναμε […]
    (Το ταξίδι των Μάγων,
      Κασσάνδρα & άλλα ποιήματα, σ. 36)

    Η μοναχική πορεία προς τον Χριστό:

                 […] Δίχως συντροφιά,
δίχως άστρο κανένα πηγαίνω. […]
     (Το ταξίδι των Μάγων,
       Κασσάνδρα & άλλα ποιήματα, σ. 37)

   Το σώμα που «αιχμαλωτίζει» την ψυχή ως λύπη:

                 […] Το σώμα μου είναι μία λύπη
 γύρω απ’ την ψυχή μου […]
    (Παραμύθι μιας φεγγαρόλουστης νύχτας,
     Παραμύθια του κήπου/ 1955, σ. 42)

    Η μη, τελικώς, απομάκρυνση από τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν και τα ιαμα-τικά νάματα της διδασκαλίας Του:

                 […] Κύριε του Μυστικού Δείπνου, της Σταύρωσης,
της Μεγάλης κι ένδοξης Ανάστασης,
μέσα μου Σ’ αισθάνομαι
κι ας έχω απομακρυνθεί από Σένα […]
      (Μεγάλη Παρασκευή, Αντιθέσεις / 1957, σ. 81)
         
  Το φθαρτόν του σαρκίου μας:

                 […] Να θυμάσαι, το σώμα είναι πάντα αίμα και λάσπη. […]
  (Καρκίνος, Αντιθέσεις / 1957, σ.90)

   Η αίσθηση της εγκαταλείψεως του

Ηλί Ηλί, λαμά σαβαχθανί

και πάλι, η οποία, όμως, οδηγεί στη χαρά της αυτογνωσίας:

                 […] Όταν μ’ εγκατέλειψες,
Εσύ, που κρατάς το άνθος
και μαζύ τον καρπό, τότε
η παραφορά της λύπης μου
έφτασε στην ένταση της χαράς
και τα μάτια μου με είδαν […]
      (Γέννηση εις εαυτόν, Αντιθέσεις / 1957, σ.92)

     Για τη σχέση ηδονής και οδύνης. Η οδύνη που κατασκεπάζει την ηδονή:

    […] μην πιστεύεις στην ηδονή.
           Είναι τόσο δυνατή η οδύνη
           που την αποσβήνει. […]
             (Ευρυδίκης ψίθυρος, Αντιθέσεις / 1957, σ. 104)

    Τα σφαγέντα από τον Ηρώδη νήπια που έγιναν άγγελοι και η ολιγοπιστία μας.
   […] των 14.000 νηπίων,
                                   πώς θα χωρέσει τόσους αγγέλους
                                   η ανάπηρη πίστη μας; […]
   (Το υπ’ αριθ. 99 ποίημα, Ημερολόγιο, σ. 254)


  ΤΕΛΙΚΩΣ

  Αν θα ήθελε, κανείς, τελικώς, να δώσει ένα χαρακτηρισμό για την ποίηση της Ζωής Καρέλλη, -ειδικότερα, μάλιστα, για την «συνομιλία» της με την Ορθόδοξη Πίστη και την Ιερά μας Παράδοση-, και να εξαγάγει το απόσταγμα του ποιητικού της λόγου, τι άλλο, διαφορετικό, θα μπορούσε να πει, από του ότι αυτή είναι η, κατά τον υπότιτλον της παρούσης εισηγήσεως, ποιητική προσευχή μιας ευλαβούς, ευσεβούς, ταπεινής και πολύ πιστής Χριστιανής;

  Ολοκληρώνοντας, συν Θεώ, εδώ, τη μικρή, αυτή, παρουσίαση, της ζωής και των πτυχών της Ορθοδοξίας στο ποιητικό έργο της Ζωής Καρέλλη, επιθυμώ να δηλώσω πως θα ήμουν ευτυχής αν επέτυχα να σας μεταφέρω ακροθιγώς  κάτι από την ατμό-σφαιρα, και να σας δώσω μια πνευματική γεύση -μικρή έστω-, από το σπουδαίο, πο-λυσχιδές,  σημαντικό και πολυσήμαντο έργο της διακεκριμένης μας ποιήτριας.
  Πώς αρμόζει να ολοκληρώσει, κανείς, και να κλείσει μια παρουσίαση του ποιητικού έργου της εξαίσιας ποιήτριάς μας; μα πως αλλιώς, αν όχι όπως ξεκίνησε, με τη φωνή, δηλαδή, της ίδιας, και μέσω του αποσπάσματος ενός ποιήματός της το οποίο κατα-γράφει και σηματοδοτεί την αναμενόμενη εξέλιξη του πρώτου ποιήματος της πρώτης της συλλογής, με το οποίο ξεκινήσαμε, και αναφέρεται στο μέγιστο γεγονός της επί γης παρουσίας του Κυρίου μας,  

την ένδοξόν Του Ανάστασιν;

 […] «Είχε δε αυτήν τρόμος και έκστασις»,
         πόσο ανυπόμονοι είναι συνήθως
         «βραδείς τη καρδία», οι άνθρωποι,
         συλλογίζεται η Μαρία,
         καθώς την κατείχε ακόμα
         η απαστράπτουσα, λευκότατη σιωπή.
         «Ην δε ιδέα αυτού ως αστραπή
         και το ένδυμα αυτού λευκόν ως η χιών.
         «Ουκ έστιν ώδε, ηγέρθη» […]
                (Ορθρία, Το σταυροδρόμι, σ. 193)

 
  Σας ευχαριστώ θερμώς όλους σας και τον καθένα από εσάς ιδιαιτέρως, για την παρουσία σας, τον χρόνο σας, το ενδιαφέρον σας, την υπομονή και την προσοχή σας.










ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1.      Η Αγία Γραφή.
2.      Αρχιμανδρίτου, Μαρία:
Το θηλυκό πρόσωπο της ποίησης στη Θεσσαλονίκη
   Το θηλυκό πρόσωπο της ποίησης στη Θεσσαλονίκη
       Ερωδιός, Θεσσαλονίκη 2007.
3.      Βαφόπουλος, Γ.Θ.:
 Για την ποιήτρια Ζωή Καρέλλη
        Η πορεία της ποιήτριας Ζωής Καρέλλη: Ως δόξα και τιμή της   
        πεποικιλμένης. Τετράδια Ευθύνης 35.
         Ευθύνη, Αθήνα 1997.
4.      Γεωργιάδης, Θανάσης:
   Η χημεία του λόγου της Ζωής Καρέλλη
       Ο Παρατηρητής 4/1/1988.
5.      Γουνελάς, Δημήτρης:
 Η μεταφυσική ιδιαιτερότητα στην ποίηση των Βαφόπουλου, Καρέλλη 
 & Πεντζίκη
     Η ποίηση της Θεσσαλονίκης στον 20ο αιώνα, επιμ. Περικλής    
     Σφυρίδης.
        Δήμος Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2003.
6.       Δούκα-Καμπίτογλου, Αικατερίνη:
   Εγώ, η άνθρωπος.
      Έμφυλες αναζητήσεις στην ποίηση της Ζωής Καρέλλη
          Εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2002.
7.       Καραγιάννης, Στέλιος:
 Η παρουσία του «Άλλου» στην ποίηση της Ζωής Καρέλλη
       Η πορεία της ποιήτριας Ζωής Καρέλλη: Ως δόξα και τιμή της   
        πεποικιλμένης. Τετράδια Ευθύνης 35.
         Ευθύνη, Αθήνα 1997.
8.        Καργάκος, Σαράντης Ιω.:
  Ζωή Καρέλλη: Η Σαπφώ της Θεσσαλονίκης
        Η πορεία της ποιήτριας Ζωής Καρέλλη: Ως δόξα και τιμή της   
        πεποικιλμένης. Τετράδια Ευθύνης 35.
         Ευθύνη, Αθήνα 1997.
9.        Καρέλλη, Ζωή:
  Τα Ποιήματα. (Δύο τόμοι.)
        Οι εκδόσεις των φίλων, Αθήνα 1973.
10.    ------------------------
  Την  ελευθερία τη βρήκα στην ποίηση
       Διαβάζω, 30/4/1980
11.    ------------------------
          Αποκρίσεις
             Τα τελευταία 25 χρόνια της νεοελληνικής λογοτεχνίας
                Νέα Πορεία τεύχος εκτός σειράς, 1981
12.     ------------------------
    Διαθέσεις
        Το 3ο μάτι, 1935-1937.
          Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, Αθήνα, 1982.
13.      ------------------------
    Παρατηρήσεις
        Εκδόσεις Αστρολάβος / Ευθύνη, Αθήνα,1982.
14.    ------------------------
    Σε β΄πρόσωπο
         Μια συνομιλία της Ζωής Καρέλλη με τον Αντώνη  Φωστέρη
         και τον Θανάση Νιάρχο
             Η λέξη, 26/8/1983.
15.    ------------------------
    Ο διγενής άνθρωπος
      Μια συνομιλία της Ζωής Καρέλλη με τον Θανάση Γεωργιάδη
         Ο Παρατηρητής, 4/1/1988.
16.    ------------------------
    Στο μεταίχμιο.
         Η πορεία της ποιήτριας Ζωής Καρέλλη: Ως δόξα και τιμή της   
         πεποικιλμένης. Τετράδια Ευθύνης 35.
          Ευθύνη, Αθήνα 1997.
17.     ------------------------
    Συνομιλία με τη Ζωή Καρέλλη. Της Πέρσας Αγραφιώτου
       Η πορεία της ποιήτριας Ζωής Καρέλλη: Ως δόξα και τιμή της   
        πεποικιλμένης. Τετράδια Ευθύνης 35.
         Ευθύνη, Αθήνα 1997.
18.     ------------------------
    Περί επιθέτου
      Η πορεία της ποιήτριας Ζωής Καρέλλη: Ως δόξα και τιμή της   
      πεποικιλμένης. Τετράδια Ευθύνης 35.
       Ευθύνη, Αθήνα 1997.
19.     ------------------------
       Στον καθένα άνθρωπο έρχεται μια άνοιξη
         Μια συνομιλία με τον Στέλιο Λουκά.
             Η λέξη, 9/10/1998.
20.     Καριζώνη, Κατερίνα:
        Σχέση πόλης και ποίησης
           Το θηλυκό πρόσωπο της ποίησης στη Θεσσαλονίκη
               Ερωδιός, Θεσσαλονίκη 2007.
21.     Κέντρου-Αγαθοπούλου, Μαρία:
     Η άνθρωπος ή η δραματικότητα μιας εσωτερικής πάλης
        Η πορεία της ποιήτριας Ζωής Καρέλλη: Ως δόξα και τιμή της   
         πεποικιλμένης. Τετράδια Ευθύνης 35.
         Ευθύνη, Αθήνα 1997.
22.     Κεφάλας, Ηλίας:
     Όψεις και απόψεις πάνω στην «Πορεία» της Ζωής Καρέλλη
        Η πορεία της ποιήτριας Ζωής Καρέλλη: Ως δόξα και τιμή της   
        πεποικιλμένης. Τετράδια Ευθύνης 35.
         Ευθύνη, Αθήνα 1997.
23.     Κοσματόπουλος, Αλέξανδρος, επιμ. Ζωή Καρέλλη:
     Μικρό Ανθολόγιο 
          Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 1998.
24.        ------------------------
     Παρατηρήσεις στο έργο της Ζωής Καρέλλη
         Η πορεία της ποιήτριας Ζωής Καρέλλη: Ως δόξα και τιμή της   
         πεποικιλμένης. Τετράδια Ευθύνης 35.
          Ευθύνη, Αθήνα 1997.

25.      Μανουσάκης, Γιώργης:
     Ω σφαγή των ωραίων ανθρώπων: Ο  πόλεμος και οι συνέπειές του  
    στην ποίηση της Ζωής Καρέλλη.
         Η πορεία της ποιήτριας Ζωής Καρέλλη: Ως δόξα και τιμή της   
         πεποικιλμένης. Τετράδια Ευθύνης 35.
          Ευθύνη, Αθήνα 1997.
26.      Μηλιώνης, Νίκος Αλ.:
     Η αίσθηση της οδύνης στην ποίηση της Ζωής Καρέλλη
         Η πορεία της ποιήτριας Ζωής Καρέλλη: Ως δόξα και τιμή της   
         πεποικιλμένης. Τετράδια Ευθύνης 35.
          Ευθύνη, Αθήνα 1997.
27.      Παππά, Λένα:
     Ζωή Καρέλλη: Η μελωδός του βίου
         Η πορεία της ποιήτριας Ζωής Καρέλλη: Ως δόξα και τιμή της   
         πεποικιλμένης. Τετράδια Ευθύνης 35.
          Ευθύνη, Αθήνα 1997.
28.      Πάσχος, Π. Β.:
     Ποιητικός διάλογος σε αγγελικό επίπεδο
         Η πορεία της ποιήτριας Ζωής Καρέλλη: Ως δόξα και τιμή της   
         πεποικιλμένης. Τετράδια Ευθύνης 35.
          Ευθύνη, Αθήνα 1997.
29.      Σπυροπούλου, Χρύσα:
     Είναι και χρόνος στην ποίηση της Ζωής Καρέλλη
         Η πορεία της ποιήτριας Ζωής Καρέλλη: Ως δόξα και τιμή της   
         πεποικιλμένης. Τετράδια Ευθύνης 35.
          Ευθύνη, Αθήνα 1997.
30.      Τριανταφυλλίδης, Κώστας:
     Η μεταφυσική - δηλαδή: η φυσική
         Η πορεία της ποιήτριας Ζωής Καρέλλη: Ως δόξα και τιμή της   
         πεποικιλμένης. Τετράδια Ευθύνης 35.
          Ευθύνη, Αθήνα 1997.
31.       Τσιρόπουλος, Κώστας:
     Η ποιητική γραφή της Ζωής Καρέλλη
         Η πορεία της ποιήτριας Ζωής Καρέλλη: Ως δόξα και τιμή της   
         πεποικιλμένης. Τετράδια Ευθύνης 35.
          Ευθύνη, Αθήνα 1997.
32.        Η διαδικτυακή διεύθυνση: 
33.        Η διαδικτυακή διεύθυνση: 
https://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=1559.msg47040#msg47040