Η πιο χαρισματική πνευματική φυσιογνωμία
της Αιγύπτου, είναι χωρίς άλλο ο ποιητής Καβάφης.
Στο μεσόφωτο του αρχοντικού σπιτιού του,
προσπαθούσα να διακρίνω τη μορφή του.
Ανάμεσά μας
είναι ένα τραπεζάκι γεμάτο ποτήρια
με χιώτικη μαστίχα και ουίσκι - και πίνουμε.
Μιλούμε για πλήθος πρόσωπα κι ιδέες,
γελούμε, σωπαίνουμε, και πάλι αρχίζει,
με κάποια προσπάθεια, η κουβέντα.
Εγώ πολεμώ να κρύψω στο γέλιο
τη συγκίνηση και τη χαρά μου.
Να ένας άνθρωπος μπροστά μου,
άρτιος, που τελεί τον άθλο της τέχνης
με υπερηφάνεια και σιωπή, αρχηγός ερημίτης,
κι υποτάσσει την περιέργεια,
τη φιλοδοξία και τη φιληδονία
στον αυστηρό ρυθμό μιας επικούρειας ασκητικής.
Η φωνή του είναι γεμάτη ακκισμούς και χρώμα,
και χαίρουμαι με τέτοια φωνή να διατυπώνεται
η πονηρή, όλο κοκεταρία,
βαμμένη, στολισμένη γραία αμαρτωλή ψυχή του.
Έτσι που για πρώτη φορά
τον βλέπω απόψε και τον ακούω,
νιώθω πόσο σοφά μια τέτοια πολύπλοκη,
βαρυφορτωμένη ψυχή της άγιας παρακμής
κατόρθωσε να βρει τη φόρμα της
- την τέλεια που της ταιριάζει -
στην τέχνη και να σωθεί.
Ο εξωτερικά πρόχειρος
μα σοφά μελετημένος στίχος του Καβάφη,
η θεληματικά αλλοπρόσαλλη γλώσσα του,
η απλοική ρίμα του,
είναι το μόνο σώμα που μπορούσε πιστά
να περικαλύψει και να φανερώσει την ψυχή του.
Σώμα και ψυχή στα τραγούδια του είναι ένα.
Σπάνια στην ιστορία της φιλολογίας μας
μια τέτοια ενότητα υπήρξε τόσο οργανικά τέλεια.
Ο Καβάφης
είναι από τα τελευταία άνθη ενός πολιτισμού.
Με διπλά ξεθωριασμένα φύλλα,
με μακρύ ασθενικό κοτσάνι, δίχως σπόρο.
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης
έχει όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά
ενός εξαιρετικού ανθρώπου της παρακμής
- σοφός, ειρωνικός,
ηδονιστής, γόης, γιομάτος μνήμη.
Ζει σαν αδιάφορος, σα θαρραλέος.
Κοιτάζω απόψε
και χαίρουμαι τη γενναία αυτή ψυχή
που αποχαιρετά αργά, παθητικά,
χωρίς δύναμη και χωρίς λιποψυχία,
την Αλεξάνδρεια που χάνει.
- Μα δεν πίνετε καθόλου! Γιατί σωπάσατε;
Σκύβει και μου γεμίζει το ποτήρι, και το μάτι του
για μια στιγμή έλαμψε με σαρκασμό κι ευγένεια.
Σώπαινα,
γιατί συλλογιζόμουν το θαυμαστό του τραγούδι
''Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον''
και δεν του αποκρινόμουν,
γιατί το έλεγα σιγά - σιγά από μέσα μου:
Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ', ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές -
την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανωφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου'
μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ' όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυση τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις.
Νίκος Καζαντζάκης
Απόσπασμα από το βιβλίο:
''Ταξιδεύοντας Ιταλία - Αίγυπτος - Σινά - Ιερουσαλήμ''
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου