Τρίτη 9 Ιουνίου 2020


Κωνσταντίνος Γ. Καζανάκης







Σημείον φυγής
Δέκα επτά ποιήματα

















Μικρές Εκδόσεις
Διά χειρός
Ηράκλειο Κρήτης,
Μάρτιος 2014






































































































Σημείον φυγής
Δέκα επτά ποιήματα

























































Σημείον φυγής

Γράφω
γιατί θα πεθάνω˙
γράφω
για να μην πεθάνω˙
και γράφοντας

πεθαίνω.

























                          Το προύτζινο χέρι

        Χτύπησα
        το προύτζινο χέρι
        για να με ακούσεις,
        όπως τότε, που παιδί,
        άφηνα τον δρόμο
        για νερό
        ή μέλι με ψωμί
        κοιτάζοντας το πρόσωπό μου
        να επαναλαμβάνεται
        στα στίλβοντα ακροδάχτυλα
        της θερμότητας
        του χρώματος
        του ωραίου ρόπτρου˙

        μου απάντησε το άδειο.

        Επανέλαβα
        την πρόσκληση
        δεύτερη φορά
        και τρίτη
        αφήνοντας 
        μιαν απελπισμένη,
        ανάμεσα,
        προσδοκία.

        Όμως ο ήχος επέστρεψε,
        ανεπίδοτος και σκοτεινός,
        τον άρραφο χιτώνα
        της απουσίας σου
        ντυμένος.

        Κράτησα,
        το κενό
        ψηλαφώντας
        του ανεπίστρεπτου,
        το κρύο χέρι του μετάλλου
        που,
        κίτρινο σαν κερί,
        δεν έλαμπε πια,
        και ζητώντας
        για μιάν, ακόμη, φορά
        την ευχή σου,

        το φίλησα.






    Διακινδύνευση

      Σε έφερα ως εδώ,
      ως ένας από τους δύο σου οδηγούς,
      χωρίς να σε ρωτήσω
      -πώς θα μπορούσα άλλωστε;-
      αν και γνώριζα
      πως
      η αμφιταλαντευόμενη διακινδύνευση
      με τις αλυσίδες εμμονές της
      ενεδρεύει,
      και η δίνη της συντριβής
      μιας περιφερόμενης απώλειας
      συνεχώς καραδοκεί˙

      όμως αλλιώς δεν γινόταν.

      Αν, ποτέ, αιχμάλωτος
      στην οδό του αίματος συρθώ
      και τον σταυρό σου σηκώσω,
      μία, θα μου μένει,
      να καταθέσω,
      απολογία
      σε όποιον τας χείρας του νίπτει·
      αν χωρίς και εμένα
      δεν θα υπήρχες,
      (γι’ αυτό πλανήθηκα
      πως δικό μας ήσουν),
      ένα είναι σίγουρο·

      κατάδικό μας δεν ήσουν
      ποτέ.



















                         Διάφανο πουκάμισο

     Γεννήθηκες
     από τη λύπη του έρωτα της Ηούς
                 κι αμέσως χάθηκες
                 σε μαθητεία, δοκιμές και πρόβες
                 στα χθόνια ωδεία
                 χρόνια,
                 για να πεταρίσεις
                 ένα, μόνο, καλοκαίρι
                 τη μουσική του ήλιου
                 και να αφήσεις
                 την απογοήτευση της ψυχής
                 του αθάνατου
                 (χωρίς, όμως, νιάτα)
                 Τιθωνού,
                 διάφανο πουκάμισο
                 να στεγνώνει σχισμένο
                 στα κλαδιά της Λύμφης,
                 πριν τη μαύρη ρόγα γυαλίσεις
                 του σταφυλιού,
                 που το κρασί του
                 δεν θα γευτείς
                 ποτέ.

                 Τόσος κόπος για ένα τραγούδι
                 τόσο σκοτάδι για λίγο φως·
                 του χειμώνα τις προμήθειες
                 τι  να τις κάνεις;





















Σαμαριά

Πήραμε τον δρόμο
της σοφίας του νερού
που,
τους σκληρούς αιώνες της πέτρας
με την υγρή του επιμονή
τεμαχίζοντας,
θα μας έφερνε
από το οροπέδιο
της αντάρας των Χαΐνηδων
στου πρώτου λυκαυγούς
το ακρογιάλι.

Τοπίο της αρχής πρωτόπλαστο,
της παιώνιας
   της ενδημικής
                                          θηλυκό
και της πεύκης
   της τραχείας
      διάχυτο,
που πολεμά να αφομοιώσει το φως,
μέσα από κυπαρίσσια
κι αγκαλιές πρίνων και ασφένταμων
που σε θηλάζουν
στις ιαματικές πηγές της ρίζας
για να σε ξαποστάσουν, ύστερα,  
στην Οσία Μαρία
και στο μιτάτο των αναμνήσεων
του πλούσιου Γιώργη
που στα όρη εκοιμάτο.

Οδηγοί μας
αίγαγροι
                 που τοξεύουν,
με χορδές
                   σανάδες
                      ευλύγιστες,
βέλη αγριμάκια,
και συνοδοιπόροι
λάφια μερωμένα,
τοποτηρητές
στις λέσκες
των αποδημητικών περασμάτων,
με χρυσαετούς
που,
με το μάτι του Παντοκράτορα,
τους ουρανούς ζυγιάζουν,
δίχως χιόνια στα φτερά τους
και κρούσταλλα στ’ ακράνυχά τους.

Πριν τον καιρό της εξόδου
το ριζιμιό χαράκι,
λεπίδα
   στιλπνή
και
μαχαίρι
   ορθό,
το ανώφλι του σταυρού του ήλιου
με πικροδάφνες και μικρά ερπετά,
στις πόρτες του τέλους
υποβαστάζει·
παραστάτες του φρύγανα,
ο έρωντας, το θυμάρι κι ο ασφόδελος,
αγριομάραθα αλεξιπτωτιστές
και δενδρύλλια ελάχιστα
που της ήβης
                        των βράχων
                                              την ικμάδα
                                                          την τελευταία
                               αέναα
απομυζούν. 

Δεν ξετυλίγεται
ετούτο το φαράγγι·
μαλακό
   ορμητικό
      κι ανήσυχο
στην αρχή,                        
ήρεμη απλωσιά
                            στη μέση
                                              να ξεκουραστείς,
αρσενικό,
   αυστηρό
      κι ασκητικό
του τέλους.

Όπως κι η ζωή.

Πίσω από τις σιδερόπορτες
με το γλαυκό υπέρθυρο,
σίγουρη
για την επιστροφή μας
στη νωχέλεια της ξεκούρασης
των μυχών της,
μάνα,
           γυναίκα
                           κι αρραβωνιαστικιά,
μας περίμενε,
κρυμμένη καλά,
υπομονετική,
                        μεγάλη και ευρύχωρη,
η θάλασσα.
Ενέδρα φωτός

Παραπονιέσαι πως έπληξες
στους τέσσερεις τοίχους
όλη την ημέρα
κλεισμένη.

Τι να πουν,
όμως,
κι αυτοί
που,
με του κυπαρισσιού
τον χιτώνα ντυμένοι,
αμίλητοι κι ακίνητοι,
υπομονετικά μας περιμένουν

μιας άλλης ζωής το φως
ενεδρεύοντας.
































  Περικάρπιο άρωμα

   Λευκά γιασεμιά
   στο χέρι 
   παιδίσκης ανεμελιάς,
   από ανέμους της ορμής,
   με την κλωστή των ονείρων,
   σε άρωμα
                       της ανυπομονησίας
                                                          περικάρπιο

   υποταγμένα.






































Θυσία εσπερινή

Νεκρά γιασεμιά
στο χώμα πεσμένα
θυσία των ανέμων,
στον θεό των αρωμάτων, 

εσπερινή.

























           Επιτάφια σπάργανα

                                 Του Δημήτρη Π.

                 Λευκά γιασεμιά
                 επί γάν μέλαιναν˙
                 σπάργανα ,
                 της αναστάσεως
                 των αρωμάτων,

                 επιτάφια.

 






















Πικρή ρομφαία

                             Της μάνας

Όταν μάθαινες
κάποιου νέου την αναχώρηση
ρωτούσες,
όπως η γοργόνα,
τον αγγελιαφόρο πατέρα·

ας ήξερα, η μάνα του ζει;

με την προσδοκία
να μη βασιλεύει
για να μη βουλιάξουν τα καράβια της,
και με την ενδόμυχη ευχή
να μη χαθούν
ούτε και τα δικά σου
ποτέ. 

Ποιος να το ’λεγε
πως το ίδιο
άλλες μάνες,
για σένα,
κάποτε,
θα ρωτούσαν,
και η απάντηση αιχμή
όπως τη διαισθανόσουν
θα διαπερνούσε,
(χωρίς να την ακούσεις),
την καρδιά σου,
                                    μαχαίρι·

σαν τη ρομφαία
την πιο πικρή. 

















Υστεροβουλία

Μετρώ
τα πέταλα
μυστικά,
κι αν είναι μονά,
κόβω το πρώτο· 

                                                μ’ αγαπά









































Μη με λησμόνει

Πριν φύγεις,
μην ξεχάσεις
να πάρεις μαζί σου,
προτού μαραθεί,
το τελευταίο

μη με λησμόνει.









































Υπαινιγμός

Θεέ μου
πόσα αστέρια ανάβεις κάθε νύχτα,
φευγαλέα για να φωτίσεις

έναν ευνόητο
υπαινιγμό.










































   Αλληλοδιδασκαλία

                                           της Ελένης
  
    Θέλησα,
    (με τη σειρά μου κι εγώ)
    να σε πλάσω
    σαν ζυμάρι,
    και να σου δείξω τον κόσμο
    όπως μου τον είπαν
    κι όπως τον κατάλαβα·
    σωστά ή λάθος
    δεν ξέρω. 

    Τον δρόμο του ήλιου αναζητώντας,
    στη σκιά
    της γέφυρας των χρωμάτων
    ξαποστάσαμε,
    και,
    βαθιές
    στο σώμα της γης
    μαχαιριές
    διασχίζοντας,
    κατεβήκαμε,
    φωτεινοί κι ανυποψίαστοι,
    σε κόσμους της σιωπής
    μυστικούς κι ενδόμυχους.
 
    Κολυμπώντας
    ως την βραχονησίδα
    των γλάρων ανέμων
    αγγίξαμε τους κύκλους του νερού,
    και,
    τους παλμούς των αστεριών
    στα μικρονήσια των κέδρων
    ψαύοντας,
    σε λειμώνες γαλαξιών θαλερούς
    αποκαμωμένοι
    κοιμηθήκαμε.

    Σε έμαθα
    πως να αγκαλιάζεις
    τη σκοτεινή όψη της σελήνης,
    να ισορροπείς ανάμεσα ουρανού και γης,
    να μετουσιώνεις την πέτρα σε νερό,
    να πετάς με τον κοκκινολαίμη,
    να μη φοβάσαι το ευοίωνο σαμιαμίθι μας,
    να χορεύεις στη βροχή, με τα μάτια κλειστά,
    τον χορό των μελισσών,
    και να τραγουδάς με τον αμάραντο· 
  

    να απορείς
    να αμφισβητείς
    και να κρίνεις·
    πρώτα από όλους εμένα.
   
    Μα πιο πολύ σ’ έμαθα
    να αγαπάς
    χωρίς να περιμένεις χελιδόνια,
    και να με ρωτάς·

    για να μαθαίνω
    και να ξεχνιέμαι.







































  Εφιάλτες  συνειρμοί

                                       της Κατερίνας
   
   Αφήνεσαι,
               με τα μάτια κλεισμένα,
               στις γρίλιες του μεσημεριού,
               ακίνητη,
               παραδομένη
               σε ένα αδυσώπητο φως
               που ανελέητα
               σε τεμαχίζει.

               Πλησιάζω αθόρυβα
               ανάμεσα σε σένα και τις λεπίδες,
               παρατηρώ
               τον εύκρατο ρυθμό
               του στήθους σου,
               και σε αγγίζω απαλά,
               προσέχοντας μη σε ξυπνήσω,
               για να μεταγγίσω,
               στις φλέβες μου,
               τη θέρμη σου,

               και να αποκοιμίσω
               τους εφιάλτες συνειρμούς μου.

























  Υπερβατικός αυτόχειρας


    Περιβαλλόσουν,
    κάθε αυγή,
    την καλή σου πορφύρα,
    για να γιορτάσεις το φως
    ως το βράδυ
    που προσεκτικά τη δίπλωνες
    το φεγγάρι και τα αστέρια
    μην την δουν. 

    Σε έκοψα,
    με το χέρι μιας ανάλγητης υπεροψίας,
    από το παρτέρι των άλικων ιβίσκων,
    για να προσθέσω,
    στο ανθογυάλι
    της υπερφίαλης ματαιοδοξίας μου,
    ένα κόκκινο
    ελάχιστο.

    Σε βρήκα, το πρωί,
    από το ύψος μιας ανθοστήλης απελπισίας,
    πεσμένο,
    τυλιγμένο στα σπάργανά σου πέταλα·
    δεν ήθελες να συγκρατηθείς
    από μια τεχνητή ζωή
    (ακόμη κι αν, ίσως, ήταν καλύτερη),
    από την αλτάνα του ήλιου σου μακριά.

    Σε σήκωσα προσεκτικά,
    και με τις δυο μου παλάμες
    σε έφερα στη γη σου πίσω
    να αναπαυθείς,

    όπως κάθε υπερβατικός
    του μάταιου
    αυτόχειρας.














Προτεραιότητες

Έκλινα
επάνω από την ηρεμία
της λίμνης του προσώπου σου,
για να σχηματίσω
το υδάτινο
ιδανικό μου είδωλο
στο ακύμαντό της,
και να σου ψιθυρίσω
ότι προσεύχομαι να φύγω
πριν αφυδατωθείς˙

το ίδιο κι εγώ,
μου μήνυσες,
με τον απόκοσμο φλοίσβο,
-που άθελά μου προκάλεσα-
της απόκρισής σου.



















































































                                          























ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

        Σημείον φυγής, 7
    Το προύτζινο χέρι, 8
       Διακινδύνευση, 9
                                                  Διάφανο πουκάμισο, 10
                                                            Σαμαριά, 11
                                                       Ενέδρα φωτός, 13
                                                   Περικάρπιο άρωμα, 14
Θυσία εσπερινή, 15
  Επιτάφια σπάργανα, 16
Πικρή ρομφαία, 17
                                                       Υστεροβουλία, 18
                                                      Μη με λησμόνει, 19
                                                          Υπαινιγμός, 20
               Αλληλοδιδασκαλία, 21
              Εφιάλτες  συνειρμοί, 23
            Υπερβατικός αυτόχειρας, 24
Προτεραιότητες, 25

















































































Η  ΠΟΙΗΤΙΚΗ  ΣΥΛΛΟΓΗ
ΤΟΥ  ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Γ. ΚΑΖΑΝΑΚΗ

Σημείον φυγής
Δέκα επτά ποιήματα

                                        

ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΕ ΣΑΡΑΝΤΑ
ΕΚΤΟΣ  ΕΜΠΟΡΙΟΥ
ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΚΑΙ ΣΕ ΧΑΡΤΙ ΓΡΑΦΗΣ 80 gr/m²
ΣΤΟ ΕΠΙΤΡΑΠΕΖΙΟ
ΕΚΤΥΠΩΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
ΤΩΝ ΜΗ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΩΝ
ΜΙΚΡΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ

Διά χειρός
ΤΟΝ ΜΑΡΤΙΟ ΤΟΥ 2014

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ  ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΚΔΟΣΕΩΣ
ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΣΙΑ
ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ
ΕΚΤΥΠΩΣΗ
ΒΙΒΛΙΟΔΕΣΙΑ
ΚΑΙ  ΔΩΡΕΑΝ ΔΙΑΘΕΣΗ
( &  ΜΕΣΩ  ΔΙΑΔΙΚΤΥΟΥ )
ΚΩΝ/ΝΟΣ  Γ.  ΚΑΖΑΝΑΚΗΣ
Δ.  ΒΙΚΕΛΑ 16,  712 01, ΗΡΑΚΛΕΙΟ
ΤΗΛ. 6977 391.695
        ©  2014 Κ. Γ. ΚΑΖΑΝΑΚΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου