ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΣ ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ ΤΣΗ ΚΡΗΤΗΣ
Ανεμυγή Χαρασανή και χρόνοι περασμένοι,
το πανεγύρι το χωργιό πασίχαρο ’νημένει.
Ξεταλαγιά το Χαρασό με φούρτσα και μ’ ασβέστη,
δεν είναι τα Λαμπρόσκολα, μούδε Χριστός Ανέστη.
Το πανεγύρι του χωργιού σιμώνει τ’ Αϊ-Στάθη
και φέρνει τση λιγοψυχιάς σόγεμο το καλάθι.
Χαιράμενο τη ν-ταχινή χτυπά το σημαντήρι
και το μεράστρι διαλαλεί: “΄Ηρθε το πανεγύρι! ”
Φουνταλλαμένη ‘ν’ εκκλησά και μερτζουβί λιβάνι,
καρδιά του κάθα χρισθιανού τση πίστης μεϊντάνι.
Χάρη τ’ αγίου σήμερο,χαρές και λύπες χώργια
συγκούρμουλα μαζώνουνται όλα τα γυροχώργια.
Και κιουκιουρίζει ολόχαρος κάθα πανεγυργιώτης
μαντάτο που φελά παντού: «έρχεται κι ο Δεσπότης!».
Στο πανεγύρι κι οπουγιάς φτάνει μητροπολίτης
«΄Ερχεται ο Ευγένιος!!!»,Αρχάγγελος τση Κρήτης.
«΄Ερχεται ο Ευγένιος!» και τονέ σπολλατίζει
κάθα καρδιά φτεροκοπά και τον καληνωρίζει.
Αποχασκώνουν τα μικιά,ξεσταίνουνται κι οι γέροι,
’νεδιάζει γλυκοσάλιση στο χαρωπό χαμπέρι.
Σε χρόνους αλλοτεσινούς γιαγείρανε τα φρόνια
μικιά κοπέλια του χωριού,κοντά τα πατελόνια.
Αναθιβάνει λοϊσμός ένα μ-παλιό Φλεβάρη,
στσ’ εφτά,που ο Ευγένιος του κόσμου θ’αλαργάρει.
Μέρες του κουτσοφλέβαρου φέρνομε στο μυαλό μας
Ευγένιο μακαριστό Αρχιεπίσκοπό μας.
Στη Βουλισμένη,στο χωργιό, Ευγένιου τα γέννα
με τόπους μοσκομύριστους,χώματα βλοημένα.
Εκειά τα πρώτα ζάλα ντου είναι στη Βουλισμένη
αρχοντοχώρι που παινούν κι οι γ-εδικοί κι οι ξένοι.
Γεώργιος ο κύρης του κι είναι παπά εγγόνι
στη Βουλισμένη μ’ άλλα δυο τ’ αδέρφια μεγαλώνει.
Τση καλοσύνης,τσ’αθρωπιάς,τρέχει νερό φουντάνα
Μαρία είν’ η φλέγα ντως, η γ-εδική ντως μάννα.
Από τσι Ψαλιδάκηδες, καλόσειρη (η) γενιά ντου,
από μικιός για το Θεό ταμένη ‘ν’ η καρδιά ντου.
Ο σάντολός του χρισθιανό οντέ τονέ βαφτίσει
στη γ-κολυμπήθρα Ευάγγελο θα τονέ νοματίσει.
Πολλές ξωτάρικες δουλειές στα χρόνια τα μικράτα
κι από μικιός τα ζάλα ντου για τσ’ εκκλησάς τη στράτα.
Κλουθά στο κάθε ζάλο ντου και η Αικατερίνη
σ’αλάκερη ντου τη ζωή δίπλα ντου θα πομείνει.
Στη μ-Παναγία στο Βιγλί και στα Ξερά τα Ξύλα
αγάπη θρέφει θεϊκή μες στση καρδιάς τα φύλλα.
Πολλά παλιό ‘ναι τα Ξερά τα Ξύλα μαναστήρι
κι αρά και που ’χει μοναχό εδά για μουσαφίρη
Ο θείος ο Καλλίνικος εκειά ’ν’ ο Επιστάτης
Πιστός ιερομόναχος και τσ’εκκλησάς αργάτης.
Εκειά στα Ξύλα τα Ξερά ο Ευάγγελος συχνάζει
με το Θεό κρουφομιλεί και συχνοκουβεδιάζει.
Απείς τα «πρώτα γράμματα» από τη Βουλισμένη
Γυμνάσιο Νεάπολης σα μαθητής πηγαίνει.
Τα γυμνασιακά χαρθιά πριχού να ξεσκολίσει
ράσο πως θέλει να φορεί δα πρωτοκιουκιουρίσει.
Απείς τα ξεσκολίσματα Επίσκοπου αγίδα,
ο Πέτρας Διονύσιος συμπαίνει την ολπίδα.
Οι αρμηνειές του για σπουδές βρίνουνε τον ορτάκη,
φεύγει στη Θεολογική για τη Σκολή στη Χάλκη.
Ευκές μονοπαντίζουνε Δεσπότης και γονέοι
κι Απανωσήφης μπισμπιτού και έξοδα και πέι.
Εκειά δα φάνει ξομπλιαστή τση γνώσης πατανία,
γράμματα και σπουδάγματα στση Χάλκης τα θρανία.
Στον τρίτο χρόνο τση Σκολής στ’ ΄Αγιο τ’΄Ορος πάει
κι εκειά πληθιαίνει πλια πολύ του πνέματος τ’ αξάι.
Τ’ ΄Αγιο τ’ Ορος τση ψυχής γίνεται δυναμάρι
και συλλογάται μοναχού τη στράτα για να πάρει.
Γιαγέρνει πίσω στη Σκολή και βρίχνει το Σκολάρχη
και μολογά του μοναχού κουρά πως θέλει να’χει.
Τ’ όνομα το βαφτισιμιό,Ευάγγελος, θ’αφήσει
χειροτονείτ’ Ευγένιος για τσ’ εκκλησάς τη ζήση.
Μέσα στση Χάλκης τη Σκολή με όλους είναι φίλος
Χαλκίτες «ομογάλακτοι» όλοι ντως συναλλήλως.
Μέσα στση Χάλκης τη Σκολή αθεί κι αροδαμίζει
κι οθέ ντα ξεσκολίσματα πολλώ λογιώ καρπίζει.
Αποσωρεύγει τη Σκολή,γιαγέρνει για τη γ-Κρήτη
και καλιμαύκι ογλήγορα φορεί τ’ αρχιμαντρίτη.
Τη Χώρα,το Ηράκλειο,έχει εδά κονάκι
ξετρέχει τσ’ Εκκλησάς δουλειές με ζήλο και μεράκι.
Στσι χρόνους του ντεληκανή παντήχνει την ευθύνη
κι εκειά πιστός στο χρέος του για πάντα θα πομείνει.
Τσουρλούν οι χρόνοι και περνούν κι έχονται μαύρες μέρες
τη γ-Κρήτη ταραχίζουνε τω Γερμανώ φοβέρες.
Τση Κρήτης ο Βασίλειος είναι μητροπολίτης
στην εξορία Γερμανός τον διώχνει γκεσταμπίτης.
Πριχού μισέψει το σταυρό στου Ευγένιου το μπέτη
κρεμά του Πρωτοσύγκελου κι ευκάται καερέτι.
Κατοχικό πολλά βαρύ Ευγένιου γομάρι,
αλάκερη μητρόπολη σ’ αυτόν έχει τα θάρρη.
Στσι χρόνους τσι κατοχικούς γλακά για να προκάμει
τση φτώχειας,του κατατρεμού,του πόνου να συντράμει.
Τη χέρα του καταχτητή κονταίνει τη ψιχάλι
πριχού πατήσει του χαημού θανατερή σκαντάλη.
Σβήνει φωθιές τση Κατοχής και ξάφτει την ολπίδα,
αποκοθιά χρειάζεται το χρέος στη μ-πατρίδα.
Απήτιμος μισέψανε αραχνιασμένοι χρόνοι
του Επισκόπου κι άξια φορεί τηνε τη ζώνη.(1946)
Στην Αρκαδία που ‘ν’ εδά γροικά πρεπειάς χαμπάρι
«Μητροπολίτης» του μηνά μαντάτο το Φανάρι.
Χαιράμενος,πασίχαρος είν’ ο λαός τση Κρήτης
ΑΞΙΟΣ ο Ευγένιος νέος Μητροπολίτης.(1950)
Δάφνες,μερθιές,βασιλικοί παίζουνε κουρταλάκια
τα μεϊντάνια πιάσανε,τσι στράτες , τα σοκάκια.
Στι στράτες ξαναβγήκανε και πάλι το Φλεβάρη
Πρώτο Αρχιεπίσκοπο ψάλλει το νιο τροπάρι.(1967)
Πρώτος Αρχιεπίσκοπος στη γ-Κρήτη που βγορίζει
κι είκοσι χρόνους σόγεμους Ευγένιος πρεπίζει.
Είκοσι χρόνους ΑΞΙΟΣ στση Κρήτης το τιμόνι
την Εκκλησία του Χριστού τη χρυσομαργελώνει.
Είκοσι χρόνους προπατεί με την αξιοσύνη
την Εκκλησία να τιμά και την Ιερωσύνη.
Μερού-νυχτού κι ακούραστος και άξιος μπροστάρης
του κόσμου ‘ν’ αγαπητερός,μπραγός και διωματάρης.
Στελιώνει τα Συνέδρια,Σκολές κι Οικοτροφεία,
του πόνου ξέβγορο θωρούν τα Ορφανοτροφεία.
Γύρου-τριγύρου στα χωριά το σέβος του τ’ αφήνειι
και μπεγιεντίζει τσι Μονές και το Γοργολαΐνη.
Και τσ’ Εκκλησάς βαστά γερά στη χέρα τα κερκέλια,
τση πίστης και τση προσφοράς γερά βάνει θεμέλια.
Σαφί γλακά,παντού γλακά,να δώσει,να συντράμει
και τ’ όνομά ντου στο λαό έχει μεγάλο νάμι.
Συντρέμει το σταυρό πολλώ αθρώπω ν’ αλαφρώσει
στον εδικό ντου δε μιλεί,αμοναχός δα σκώσει.
Ν’αφρουκαστεί,ν’ανεριαστεί,να διάξει,ν’αρμηνέψει
Κι οντέ φανεί χειμωνική να τηνέ γαληνέψει.
Στη γ-Κρήτη πατριαρχικά τα Τίμια τα Δώρα
ποδέχεται και λειτρουγά με τον Αθηναγόρα.(1963)
Τση μέρας τ’ όνειρο θωρεί ,περίσσα λαχταρίζει
του Πρωτεπίσκοπου να δει τη γ-Κάρα να γυρίζει.
Ανελαμπίδι τ’ όνειρο άφτει χαράς φουνάρα
στο Κάστρο σαν εγιάγειρε τ’ αγίου Τίτου η Κάρα.(1966)
Ακαδημία Ορθόδοξη τση πίστης δυναμάρι
γκινιάζει τα θεμέλια τζη που ’ναι στο Κολυμπάρι.(1968)
Είκοσι χρόνοι σόγεμοι είναι του Ευγενίου
Και μίσεψε μακαριστός στσ’ αγκάλες του Κυρίου.(7-2-78)
Μακαριστός Ευγένιος,Αρχάγγελος τση Κρήτης,
για τσι ψυχές μας στο Θεό ας είναι ο μεσίτης.
ΓΛΩΣΣΑΡΙ
(η)αγίδα=η
βοήθεια αλάκερος=ολόκληρος αναθιβάνω=ξαναθυμάμαι
(το)ανελαμπίδι=το προσάναμμα (η)ανεμυγή=ξεσηκωμός προετοιμασίας
ανεριάζομαι=προαισθάνομαι, υποψιάζομαι (η)αποκοθιά=η τόλμη
αποσωρεύγω=ολοκληρώνω αποχασκώνω=μενω με ανοιχτό το στόμα
αφρουκούμαι=αφουγκράζομαι άφτει=ανάβει βγορίζει=εποπτεύει από
ψηλά γκινιάζω=εγκαινιάζω (η)γλυκοσάλιση=υπέρτατη ευχαρίστηση
διάχνω=συμπεριφέρομαι,ενεργώ τα δέοντα διωματάρης=εμφανίσιμος,με
ωραίο παράστημα (το)καερέτι=η υπομονή καληνωρίζω=εύχομαι καλή
ώρα καλόσειρος=ο καταγόμενος από καλή γενιά
Κιουκιουρίζω=σιγοψιθυρίζω κλουθώ=ακολουθώ (τα)κουρταλάκια=τα
χειροκροτήματα λαχταρίζω=επιθυμώ διακαώς (η)λιγοψυχιά=η
ανυπομονησία (το)μεράστρι=το άστρο της μέρας,ο αυγερινός
μονοπαντίζω=συγκεντρώνω στο ίδιο μέρος μπάρεμου=πράγματι
μπισμπιτού=εξ’ ολοκλήρου μπραγός=ήρεμος,πράος (το)νάμι=η
φήμη,το ξακουστό όνομα νοματίζω=δίδω όνομα (το)ξέβγορο=μέρος με
πολύ καλή θέα ξεσκολίζω=ολοκληρώνω τις σπουδές
ξεσταίνομαι=εκπλήσσομαι ξετρέχω=επιδιώκω όπουγιάς=εντώς ολίγου
ορτάκης=συνεργάτης παντήχνω=συναντώ πασίχαρος=ολόχαρος
(το)πέι=η προκαταβολή (η)πρεπειά=η τιμή (ο)σάντολος=ο νονός
σόγεμος=υπερπλήρης σπολλατίζω=εύχομαι πολλά τα έτη συγκούρμουλα=με
αθρώα συμμετοχή συμπαίνω=υποβοηθώ,συνδράμω συναλλήλως=μεταξύ
φουντάνα=ορμητικά φουνταλλαμένος= καλοντυμένος
(τα)φρόνια=η σωφροσύνη χρυσομαργελώνω=διακοσμώ με χρυσάφι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου