Τετάρτη 9 Νοεμβρίου 2016

Τι είναι φωτογραφία; Του Κ. Γ. Καζανάκη

Πρωινό φως στο γκαράζ







Τι είναι Φωτογραφία;

Π
αρακολούθησα, πριν λίγο καιρό, με πολύ προσοχή και ιδιαίτερο ενδιαφέρον,
ένα ερασιτέχνη φωτογράφο από την Κοζάνη, τον Αλέξανδρο Βρεττάκο,
που μας παρουσίασε την πολύ αξιόλογη δουλειά του
στην αίθουσα της Ελληνικής Φωτογραφικής Εταιρείας (παράρτημα Κρήτης).
Ανάμεσα στις πολλές φωτογραφίες που μας έδειξε υπήρχαν και δυο-τρεις
φανερά κατασκευασμένες  με πρόγραμμα επεξεργασίας εικόνας.
Τον ρώτησα αν αυτές είναι φωτογραφίες,
και τι είναι, τελικά, για εκείνον, Φωτογραφία,
εννοώντας την φωτογραφία ως Τέχνη.[1]
Ο καλός φωτογράφος μου απάντησε με τον γνωστό ορισμό του   Garry Winogrand,
που, όμως, αφορά μόνο το τελικό αποτέλεσμα:
Φωτογραφία είναι η ψευδαίσθηση μιας ακριβούς περιγραφής τόπου και χρόνου.

Προβληματίστηκα, και προσπάθησα να δώσω ένα δικό μου ορισμό
για το τι είναι, για μένα, Φωτογραφία.
Και είναι η πρώτη φορά που το επιχειρώ,
αν και από παιδί κρατώ στα χέρια μου μια φωτογραφική μηχανή!
Κάλλιο αργά, όμως, παρά ποτέ!

Είναι εύκολο να δώσει, κάποιος, ένα τέτοιον ορισμό;
καθόλου, αφού -αντίθετα από τους ορισμούς της Επιστήμης-,
στην Τέχνη ορισμοί δεν δίδονται και κανόνες δεν υπάρχουν!
πώς να ορίσεις, παραδείγματος χάριν, τι εστί Ποίηση;
παρόλ’ αυτά προσπάθησα να δώσω ένα ορισμό,
γιατί κάπως θα πρέπει να εξηγήσω
τι εγώ θεωρώ ως Τέχνη της  Φωτογραφίας˙
ιδού λοιπόν:

Φ
ωτογραφία είναι μια εικαστική τέχνη,
κατά την οποία συντελείται στιγμιαία «σύλ-ληψη» φωτός
(άρα και όσων, αυτό, «περιγράφει» & «μεταφέρει»),
άμεση και χωρίς παρεμβολές
εγγραφή, καταγραφή και αποτύπωση του ίδιου
(καθώς και της «απουσίας» του),
επάνω σε φωτοευαίσθητη επιφάνεια,
η, εν συνεχεία, ανεπεξέργαστη «αναπαραγωγή» του
σε φωτοευαίσθητη ή μη επιφάνεια,
και, τέλος, η δημόσια έκθεσή του.[2]

Και εξηγώ:

Φως:

Π
εριλαμβάνονται όλες οι μορφές και τα είδη φωτός, φυσικού ή τεχνητού,
με το φυσικό φως να θεωρείται το πρωτεύον και σπουδαιότερα από όλα.
Από τα τεχνητά φώτα αποκλείονται εκείνα τα οποία αλλοιώνουν το φυσικό φως
ή/και τη φυσικότητα και την «ατμόσφαιρα»,
όπως π.χ. συμβαίνει με το φως από φλας.
Σήμερα, άλλωστε, με την έκταση της ευαισθησίας των αισθητήρων,
τα  βοηθητικά φώτα είναι, πλέον, περιττά.

Στιμιαία:

Ο
 ρίζεται από το γνωστό «κλικ», το άνοιγμα και το κλείσιμο, δηλαδή,
 του κλείστρου της φωτογραφικής μηχανής,
το οποίο διαρκεί κάποιο κλάσμα του δευτερολέπτου,
επιτρέποντας να εισέλθει εις τα ενδότερα της φωτογραφικής μηχανής
μια «ποσότητα»[3] φωτός (ανάλογα και με τη διάμετρο του διαφράγματος),
η οποία και καταγράφεται σε μια φωτοευαίσθητη επιφάνεια,
που παλιότερα ήταν το φιλμ (ή το φωτογραφικό χαρτί),
και σήμερα είναι, κυρίως, ένας ηλεκτρονικός αισθητήρας.  
Στην έννοια του στιγμιαίου περιλαμβάνεται, ασφαλώς,
και το «πάγωμα» κάθε κίνησης,
και αυτό είναι χαρακτηριστικό της τέχνης της φωτογραφίας και μόνον,
και καμιάς άλλης εικαστικής τέχνης!
Η μεγάλης διάρκειας λήψη
(πέραν του 1/60 του δευτερολέπτου) σε συνθήκες επαρκούς φωτισμού,
-ή οποιοσδήποτε άλλος συνδυασμός που καταγράφει κίνηση-,  
παρόλο που και κατ’ αυτή συμβαίνει «σύλ-ληψη» φωτός,
ΔΕΝ συνιστά -κατά την άποψή μου πάντοτε- φωτογραφία, αλλά απλή απεικόνιση,
εφόσον σ’ αυτή καταγράφεται κίνηση, έστω σε μορφή... ακινησίας!
με δυο λόγια, το στιγμιαίον ορίζει και το ακίνητον.  

Επιπλέον:
Στη φωτογραφία υπάρχει έμμεση υπόμνηση (παρελθόντος) χρόνου[4],
υπό την έννοια της ακινητοποιήσεώς του και όχι της ροής του,
η οποία υπονοείται.
Σχετική, βέβαια, με τον χρόνο, είναι και η κάθε είδους μεταβολή
-ιδίως η κίνηση-,
αλλά και αυτή -όπως και ο χρόνος-
υπαινίσσεται και υπονοείται, αλλά δεν καταγράφεται.  
Μ’ άλλα λόγια:
βλέποντας, κανείς, μια φωτογραφία ενός ανθρώπου που περπατά π.χ.,
γνωρίζει ότι ελήφθη κατά τη διάρκεια της κίνησής του,
γνωρίζει ότι υπήρξε προηγούμενο βήμα από αυτό που βλέπει απεικονιζόμενο
(όπως γνωρίζει ότι υπήρξε και επόμενο),
αν, φυσικά, δεν συνέβη κάτι το απρόοπτο˙
αλλά και σε αυτή την περίπτωση, κάποιο επόμενο γεγονός θα συνέβη,
άρα «έτρεξε» χρόνος και πριν, αλλά και μετά τη λήψη.
Η εικαστική τέχνη, η οποία καταγράφει
εκτός της εικόνας και τη ροή του χρόνου «αυτούσια», ή με υπερβάσεις,
(άρα την κίνηση και τη μεταβολή),
είναι, ως γνωστόν, ο Κινηματογράφος,
ο οποίος, επιπλέον, καταγράφει και ήχο
φυσικό ή/και προστιθέμενο εκ των υστέρων (μουσική, ηχητικά εφέ κλπ).

«Σύλ-ληψη»:

Η
 είσοδος «ποσότητος» φωτός εντός της φωτογραφικής μηχανής,
η οποία ευαισθητοποιεί ένα φωτοευαίσθητο υλικό,
ώστε να υπάρξει η άμεση καταγραφή του εισελθόντος φωτός.
Επιτυγχάνεται με αυτόν τον τρόπο, συγχρόνως, και η καταγραφή
εκείνων τα οποία «περιγράφει» και «μεταφέρει» το φως, και που μπορεί να είναι:
χώρος,  πρόσωπα, «ατμόσφαιρα», αντικείμενα, σχήματα, υφές, χρώματα κλπ.
Η καταγραφή μπορεί να είναι είτε ασπρόμαυρη είτε έγχρωμη.
Η ασπρόμαυρη καταγραφή (και η, κατ’ ακολουθίαν, «αναπαραγωγή»),
υπερέχει της έγχρωμης, επειδή:
1.      Αναδεικνύει το φως!
2.      Κάνει αφαίρεση.
3.      Τονίζει τις σκιές και αναδεικνύει το «παιχνίδι» φωτός-σκιάς,
      άρα τονίζει το ίδιο το φως.


Επιπλέον:
α. Διαθέτει πλούσια Ιστορία, και,
β. Σ’ αυτήν έχουν δημιουργήσει μεγάλοι φωτογράφοι.
Τα εντελώς αντίθετα συμβαίνουν με την έγχρωμη καταγραφή
(και, κατ’ ακολουθίαν, «αναπαραγωγή»).
Κατ’ αυτήν:
1.      Το χρώμα κυριαρχεί έναντι του φωτός,
2.      Δεν υπάρχει αφαίρεση,
3.      Οι σκιές υποβαθμίζονται, άρα το «φωτεινό» κοντράστ σχεδόν απουσιάζει,
οπότε το φως υποβαθμίζεται (και) εξ αυτού του λόγου.  
Επιπλέον:
α. Η Ιστορία της είναι μικρή, και,
β. Δεν έχουν, ακόμη, αναδειχθεί μεγάλοι φωτογράφοι με αξιόλογο έργο.

Αναλυτικότερα:
Στην έγχρωμη φωτογραφία το χρώμα επικρατεί έναντι του φωτός,
και ανατρέπει την «κυριαρχία» του,
η οποία συνιστά το πρωταρχικό στοιχείο της φωτογραφίας
και το κινούν, αυτήν, αίτιον.
Οι σκιές -που τονίζουν το κοντράστ φωτός σκιάς και αναδεικνύουν το φως-
παίζουν εντελώς υποδεέστερο ρόλο˙ χάνονται σχεδόν.
Έτσι, όμως, ατονεί και η «παρουσία» του φωτός!  
Μία άλλη «παγίδα» είναι ότι η έγχρωμη καταγραφή και «αναπαραγωγή»
παραμένει σε στενή επαφή με το θέμα.
Ο δημιουργός, όμως, θα πρέπει
να αποστασιοποιηθεί και να υπερβεί αυτό που βλέπει,
και να μη μένει προσκολλημένος «επάνω» του,
γιατί, τότε, δεν δημιουργεί φωτογραφία,
αλλά μιαν απλή, μηχανιστική, απεικόνιση.
Ο φωτογράφος όμως -αντίθετα από τον ζωγράφο-
πρέπει να λειτουργεί αφαιρετικά, και όχι προσθετικά.
Με την ασπρόμαυρη φωτογραφία αυτό επιτυγχάνεται
μέσω της αφαίρεσης του χρώματος.

Εν τέλει: χωρίς τη «σύλ-ληψη» φωτός, την αποτύπωσή του,
και, εν συνεχεία, την «αναπαραγωγή» του, φωτογραφία δεν υπάρχει!
Το φως ακολουθεί όλη τη διαδικασία της δημιουργίας μιας φωτογραφίας κατά πόδας,
Σε όλη της την πορεία, και είναι παρόν σε κάθε στάδιό της˙
ακόμη και το τελικό αποτέλεσμα δεν είναι ορατό χωρίς φως.
Με δυο λόγια: χωρίς φως, φωτογραφία δεν υφίσταται!
το τελευταίο φαίνεται αυτονόητο, αλλά θα πρέπει να κατατεθεί,
ώστε να εξαιρεθεί η περίπτωση της παρουσίασης ως φωτογραφίας
μιας εξ ολοκλήρου παντελώς μαύρης(!) επιφάνειας.
Εξαιρείται, επίσης -όπως είναι ευνόητο-
και μια εντελώς λευκή(!) επιφάνεια,  
-αν και ενδεχομένως υπάρχει «σύλ-ληψη» φωτός
και στις δύο, αυτές, περιπτώσεις-,
κατά το στιλ (υπαρκτού) βιβλίου με… ολόλευκες, ή ολόμαυρες σελίδες.


άμεση και χωρίς παρεμβολές εγγραφή, καταγραφή και αποτύπωση του ίδιου (καθώς και της «απουσίας» του):

Μ
ε τις λέξεις άμεση και χωρίς παρεμβολές,
εννοείται η μη χρήση διαφόρων εφέ κατά τη «σύλ-ληψη» του φωτός
(π.χ. φίλτρα διαφόρων ειδών, -εξαιρείται ένα «ήπιο» προστατευτικό του φακού),
ώστε το φως να εισέλθει στη φωτογραφική μηχανή «γνήσιο» & «ανόθευτο».
Πολύ μεγάλη σημασία έχει και η καταγραφή, όπως ήδη ελέγχθη,  
-ιδιαιτέρως έντονη στη μαυρόασπρη εκδοχή της φωτογραφίας-,
της «απουσίας» του φωτός, της σκιάς δηλαδή.  

ανεπεξέργαστη «αναπαραγωγή» του:

Η
  «αναπαραγωγή» του «συλληφθέντος» φωτός σε φωτοευαίσθητη επιφάνεια
είναι αυτονόητη και υποχρεωτική,
αφού χωρίς αυτή δεν υφίσταται, και πάλι, φωτογραφία.
Θα σταθώ, όμως, ιδιαιτέρως, στη λέξη ανεπεξέργαστη:
Η επέμβαση που γίνεται στην εικόνα μετά τη λήψη,
δεν μπορεί να υπερβαίνει την ίδια τη λήψη, ούτε να την τροποποιεί,
ή να την «ανατρέπει» ριζικά˙ να την αλλοιώνει με μια λέξη!  
πέραν ενός μικρού τονισμού (που γινόταν και στον σκοτεινό θάλαμο),
καμία άλλη επέμβαση δεν δικαιολογείται!
οι άπειρες ώρες που αφιερώνονται σε προγράμματα επεξεργασίας εικόνας  
ώστε να προκύπτει η «βελτίωση» της καταγραφής του φωτός
και όσα αυτό «περιγράφει» & «μεταφέρει»
που καταστρέφουν, τελικά, την ίδια τη φωτογραφία, ως τέτοια!
και λέω ως τέτοια, γιατί μπορεί, ναι μεν, κανείς, να δημιουργήσει μία εικόνα
σε ένα πρόγραμμα επεξεργασίας εικόνας,
είτε εκ του μηδενός και του μη όντος, είτε συνθέτοντας φωτογραφίες,
είτε  αλλοιώνοντας  μια φωτογραφία,  
μια εικόνα που, όμως, δεν είναι φωτογραφία,
αλλά, ενδεχομένως, μια άλλη, νέα, εικαστική τέχνη,
την οποία θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε, ενδεχομένως, Photo Art

η δημόσια έκθεσή του.:

Θ
α πρέπει, τέλος, να υπάρχει και δημόσια έκθεση της φωτογραφίας,
αφού έργο τέχνης που το γνωρίζει ένας μόνο, δεν έχει καμία αξία ως τέτοιο!
Η δημόσια έκθεση μπορεί να γίνει με όλους τους γνωστούς τρόπους:
α. Σε κάποια αίθουσα Τέχνης.
β. Εκτύπωση σε παντός είδους έντυπο:
    βιβλίο, εφημερίδα, περιοδικό, αφίσα, κάρτα κλπ.
γ. Δημόσια προβολή σε κάθε είδους οθόνη:
    αίθουσας, τηλεοπτική, ηλεκτρονικού υπολογιστή, κινητού τηλεφώνου.
γ. Δημόσια ανάρτηση στο διαδίκτυο, και,
δ. Με συμμετοχή σε κάθε είδους διαγωνισμούς,
    αν και οι διαγωνισμοί δεν θεωρούνται δόκιμος τρόπος δημοσιοποίησης,
    δεδομένου ότι οι φωτογραφίες είναι ενδεχόμενο
    να γίνονται γνωστές σε κάποιες επιτροπές,
    και, αν διακριθούν, τότε γίνονται γνωστές και ευρύτερα.
    Γενικά οι διαγωνισμοί στις εικαστικές Τέχνες δεν έχουν λόγο υπάρξεως.
  
Σημειώνεται, επίσης, ότι οι διάφοροι τίτλοι που απονέμονται
από κάποιους διεθνείς φωτογραφικούς οργανισμούς
και παρατίθενται δίπλα στο όνομα του φωτογράφου,
δεν έχουν θέση στον χώρο της Φωτογραφίας
και γενικότερα στον χώρο των Καλών Τεχνών.
Παγκοσμίως καταξιωμένοι φωτογράφοι,
το έργο των οποίων έχει εξέχουσα θέση
στις δέλτους της Ιστορίας της Φωτογραφίας,
παρέθεταν δίπλα στο όνομά τους μία και μόνο λέξη
για να δηλώσουν την ιδιότητά τους:  Φωτογράφος,
τίποτε άλλο!

Υπενθυμίζεται, ακόμη, ότι πολλοί διάσημοι συγγραφείς και ποιητές
ουδέποτε έλαβαν το βραβείο Νόμπελ, αν και το άξιζαν και με το παραπάνω.
Ένα κορυφαίο παράδειγμα είναι ο παγκόσμιος πατριώτης μας, ο Νίκος Καζαντζάκης.
Αντίθετα πολλοί Νομπελίστες (η συντριπτική πλειοψηφία),
περιέπεσαν στην αφάνεια.      
Ένα έργο Τέχνης τείνει να γίνει κλασικό όταν ικανοποιούνται σωρευτικά
οι δύο παρακάτω παράμετροι:
α. Συγκινεί όσον το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους, και,
β. Το επιτυγχάνει αυτό για όσο, το δυνατόν, περισσότερο χρόνο.

Αυτές είναι, με λίγα λόγια, οι απόψεις μου για τη φωτογραφία,
και η δική μου απάντηση στο κρίσιμο και καθοριστικό ερώτημα
Τι είναι Φωτογραφία,
ερώτημα στο οποίο φρονώ πως οφείλει να απαντήσει καθένας
που ασχολείται με την ωραία, αυτή, και εύκολα προσβάσιμη, εικαστική τέχνη.  
Θα χαιρόμουν πολύ αν, με αφορμή το κείμενο ετούτο,
ξεκινήσει ένας διάλογος για το τόσο ενδιαφέρον, αυτό, ζήτημα...

Υστερόγραφο
«Ωραία», ίσως πει, κάποιος, όλα αυτά, αλλά τι συμβαίνει με το Δια ταύτα;
τι συμβαίνει, δηλαδή, όταν φωτογραφίζουμε,
πότε αποφασίζουμε να σηκώσουμε τη μηχανή και να πατήσουμε το κλείστρο;
τι είναι αυτό που μας κάνει «κλικ», για να «πυροδοτήσουμε»
ώστε το «κλικ» που έχουμε στον νου μας
να μεταβληθεί από οπτικό ερέθισμα σε άκουσμα  
το οποίο σηματοδοτεί τη «σύλ-ληψη», την καταγραφή
και την αποτύπωση του φωτός ως σημείο εκκίνησης
για την, εν συνεχεία, ανεπεξέργαστη «αναπαραγωγή»
σε φωτοευαίσθητη η μη επιφάνεια,
και, τέλος, τη δημόσια έκθεσή του;
Αυτό, όμως, είναι ένα άλλο μεγάλο ερώτημα
(στο οποίο οφείλουμε, επίσης, να απαντήσουμε
οι ασχολούμενοι με την καλή, αυτή, τέχνη).
Ένας φωτογράφος που το έργο του έχει μείνει κλασικό,  ο Henri Cartier-Bresson, έδωσε, ως γνωστόν, τον δικό του ορισμό:
Υπάρχει μια στιγμή όπου το μάτι, το μυαλό και η καρδιά βρίσκονται σε μιαν ευθεία.
Κι αυτή είναι η στιγμή που θα μας δώσει μια φωτογραφία
η οποία θα μετρήσει για την υπόλοιπη ζωή μας.
Αλλά γι’ αυτό στα προσεχώς…

Κείμενο & φωτογραφία

                                                                                Κωνσταντίνος  Γ.  Καζανάκης


[1] Διευκρινίζεται εκ προοιμίου, ότι εδώ δεν μας απασχολεί
   η παντός είδους αναμνηστική, αποτυπωτική, ειδησεογραφική,
   εμπορική, προωθητική κλπ φωτογραφία, αλλά μόνον η καλλιτεχνική.  

[2] Οι εν παρενθέσει λέξεις  δηλώνουν
  ότι χρησιμοποιούνται με μεταφορική έννοια,
  και όχι κυριολεκτικά.
  «σύλ-ληψη»        :   Το φως είναι ασύλληπτο, ακόμη και ως έννοια!
                                  Η λέξη χωρίζεται επίτηδες στα μέρη τα οποία τη συνθέτουν:
                                  «συν-»    :  έχει την έννοια της «κτήσεως» ποσότητος φωτός.
                                  «-λήψη» : Η γνωστή καθημερινή έννοια του «φωτογραφίζειν»,
                                   η οποία, ως γνωστόν, χρησιμοποιείται και στον κινηματογράφο.
  «περιγράφει»       :   Προφανής η μεταφορική έννοια
  «μεταφέρει»         :   Το φως δεν μεταφέρει το παραμικρό.
  «αναπαραγωγή»  :   Το φως δεν αναπαράγεται.
  «απουσία»           :    Μεταφορική, κει εδώ, η έννοια.

[3] Η λέξη ποσότητα μπήκε σε εισαγωγικά, επειδή έχει μεταφορική έννοια.
  Η έννοια Ποσότητα φωτός στην Τέχνη  δεν ορίζεται.
[4] Πολλοί υποστηρίζουν ότι η έννοια του χρόνου δεν υφίσταται.
  Μόνο κινήσεις και μεταβολές παρατηρούνται.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου