Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2016

Οι ποιητές για την κρίση (Ανθολόγηση από τον Κ. Γ. Καζανάκη).

Οι ποιητές για την κρίση

 Από e-mail που έστειλα το 2014 σε φίλους από τη Λέσχη Ποίησης Ηρακλείου:
…………………………………………………………………………………………..
   Μετά είπε : « Φίλοι και συνοδοιπόροι μου, να λυπάστε το έθνος που είναι μεστό σε δοξασίες και κενό από θρησκεία.
   » Να λυπάστε το έθνος που ενδύεται ρούχα που δεν έχει υφάνει μόνο του, που τρώει ψωμί από σιτάρι που δε θέρισε το ίδιο και πίνει κρασί που δεν έστυψε το ίδιο σε δικά του πατητήρια.
   » Να λυπάστε το έθνος που αποκαλεί ήρωα το βίαιο άνθρωπο και θεωρεί γενναιόδωρο τον κατακτητή του.
   » Να λυπάστε το έθνος που περιφρονεί το πάθος των ονείρων του, αλλά δέχεται να υποδουλωθεί όταν είναι ξυπνητό.
   » Να λυπάστε το έθνος που δεν υψώνει τη φωνή του, παρά μόνο όταν ακολουθεί κηδεία, και δεν υπερηφανεύεται, παρά μόνο μέσα στα δικά του ερείπια, και δεν εξεγείρεται, παρά μόνο όταν βρεθεί μεταξύ ξίφους και λίθου ο λαιμός του.
   » Να λυπάστε το έθνος που έχει μια αλεπού για κυβερνήτη, έναν ταχυδακτυλουργό για φιλόσοφο και έχει μπαλωματήδες και μίμους για καλλιτέχνες. 
   » Να λυπάστε το έθνος που καλοσωρίζει με σάλπιγγες το νέο του δεσπότη και τον αποχαιρετά με κραυγές αποδοκιμασίας και σφυρίγματα, για να υποδεχθεί, απλώς, με σάλπιγγες  τον επόμενο.
   » Να λυπάστε το έθνος οι σοφοί του οποίου έχουν σιωπήσει από τα χρόνια και οι γενναίοι άνδρες του δεν απογαλάκτισαν ακόμη.
   » Και να λυπάστε το έθνος που διασπάται σε θραύσματα και κάθε θραύσμα του αυτοαποκαλεί έθνος τον εαυτό του».
………………………………………………………………………………………….. 
                                                                 
                                                                                             Χαλίλ  Γκιμπράν: 
                                                                                                      Ο  κήπος  του  προφήτη

Σημείωση  αποστολέα:
   Τέχνη προλέγουσα και προβλέπουσα.
   Το παραπάνω κείμενο φαίνεται να έχει γραφτεί σήμερα για εμάς.
   Όμως  ο (Λιβανέζος την καταγωγή) συγγραφέας του, ο παγκοσμίως γνωστός
   -ιδίως στους εφήβους- ποιητής Χαλίλ Γκιμπράν, έχει πεθάνει πριν πολλά χρόνια,
   συγκεκριμένα στις 22 Αυγούστου του 1931, στη Νέα Υόρκη.
   Διαβάστηκε (δυο φορές μάλιστα) στην εκδήλωση της Λέσχης Ποίησης Ηρακλείου.
   Τα επόμενα ποιητικά και στιχουργικά κείμενα είναι γνωστά, 
   (κάποια από αυτά τα έχουμε τραγουδήσει κιόλας), 
   οπότε δεν χρειάζεται να αναφερθώ στους δημιουργούς τους.
      Καιρός, όμως, να τα θυμηθούμε για άλλη μια φορά 
   μέσα σε μια πρωτοφανή, καινοφανή και ιδιότυπη κατοχή και -γιατί όχι- 
   να τα ξανατραγουδήσουμε στους δρόμους και στις πλατείες…
  Τα εντόπισα με μια πρόχειρη έρευνα στο διαδίκτυο, 
  όπου, όμως, χρειάζεται προσοχή γιατί υπάρχουν πρόχειρες και με λάθη αντιγραφές.
  Προσέξτε, παρακαλώ, ιδιαιτέρως το ποίημα του Κ. Π. Καβάφη 
  Εν μεγάλη Eλληνική αποικία, 200 π.X.
  Αν έχετε κάτι υπόψη σας  μπορείτε να συμπληρώσετε, 
  ώστε η μικρή αυτή συλλογή να γίνει η μαγιά για ένα ανθολόγιο 
  που θα αναφέρεται στο θέμα 
  και θα κυκλοφορεί από τον ένα φίλο στον άλλο στο διαδίκτυο.
   Τα κείμενα -πλην του πρώτου για το «ραέτι»- 
  παρατίθενται κατά αλφαβητική σειρά 
  του επωνύμου (ή ψευδωνύμου) του δημιουργού τους.  
  (σ.σ. τα τελευταία του Μπέρτολντ Μπρεχτ, του Μιχάλη Κατσαρού, του Ανδρέα Κάλβου  
    και του Γεωργίου Σουρή προστέθηκαν στην παρούσα έκδοση.)

Κ.  Π.  Καβάφης

Εν μεγάλη Eλληνική αποικία, 200 π.X.
Αναγνωρισμένα

Περιγραφή: Εκτύπωση

Ότι τα πράγματα δεν βαίνουν κατ’ ευχήν στην Aποικία
δεν μέν’ η ελαχίστη αμφιβολία,
και μ’ όλο που οπωσούν τραβούμ’ εμπρός,
ίσως, καθώς νομίζουν ουκ ολίγοι, να έφθασε ο καιρός
να φέρουμε Πολιτικό Aναμορφωτή.

Όμως το πρόσκομμα κ’ η δυσκολία
είναι που κάμνουνε μια ιστορία
μεγάλη κάθε πράγμα οι Aναμορφωταί
αυτοί. (Ευτύχημα θα ήταν αν ποτέ
δεν τους χρειάζονταν κανείς.) Για κάθε τι,
για το παραμικρό ρωτούνε κ’ εξετάζουν,
κ’ ευθύς στον νου τους ριζικές μεταρρυθμίσεις βάζουν,
με την απαίτησι να εκτελεσθούν άνευ αναβολής.

Έχουνε και μια κλίσι στες θυσίες.
Παραιτηθείτε από την κτήσιν σας εκείνη·
η κατοχή σας είν’ επισφαλής:
η τέτοιες κτήσεις ακριβώς βλάπτουν τες Aποικίες.
Παραιτηθείτε από την πρόσοδον αυτή,
κι από την άλληνα την συναφή,
κι από την τρίτη τούτην: ως συνέπεια φυσική·
είναι μεν ουσιώδεις, αλλά τί να γίνει;
σας δημιουργούν μια επιβλαβή ευθύνη.

Κι όσο στον έλεγχό τους προχωρούνε,
βρίσκουν και βρίσκουν περιττά, και να παυθούν ζητούνε·
πράγματα που όμως δύσκολα τα καταργεί κανείς.

Κι όταν, με το καλό, τελειώσουνε την εργασία,
κι ορίσαντες και περικόψαντες το παν λεπτομερώς,
απέλθουν, παίρνοντας και την δικαία μισθοδοσία,
να δούμε τι απομένει πια, μετά
τόση δεινότητα χειρουργική.—

Ίσως δεν έφθασεν ακόμη ο καιρός.
Να μη βιαζόμεθα· είν’ επικίνδυνον πράγμα η βία.
Τα πρόωρα μέτρα φέρνουν μεταμέλεια.
Έχει άτοπα πολλά, βεβαίως και δυστυχώς, η Aποικία.
Όμως υπάρχει τι το ανθρώπινον χωρίς ατέλεια;
Και τέλος πάντων, να, τραβούμ’ εμπρός. 



Τείχη
Αναγνωρισμένα

Περιγραφή: Εκτύπωση

Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.

Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·

διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
A όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.

Aλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Aνεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω. 



Πρέσβεις απ’ την Aλεξάνδρεια
Αναγνωρισμένα

Περιγραφή: Εκτύπωση

Δεν είδαν, επί αιώνας, τέτοια ωραία δώρα στους Δελφούς
σαν τούτα που εστάλθηκαν από τους δυο τους αδελφούς,
τους αντιζήλους Πτολεμαίους βασιλείς. Aφού τα πήραν
όμως, ανησυχήσαν οι ιερείς για τον χρησμό. Την πείραν
όλην των θα χρειασθούν το πώς με οξύνοιαν να συνταχθεί,
ποιος απ’ τους δυό, ποιος από τέτοιους δυο να δυσαρεστηθεί.
Και συνεδριάζουνε την νύχτα μυστικά
και συζητούν των Λαγιδών τα οικογενειακά.

Aλλά ιδού οι πρέσβεις επανήλθαν. Χαιρετούν.
Στην Aλεξάνδρεια επιστρέφουν, λεν. Και δεν ζητούν
χρησμό κανένα. Κ’ οι ιερείς τ’ ακούνε με χαρά
(εννοείται, που κρατούν τα δώρα τα λαμπρά),
αλλ’ είναι και στο έπακρον απορημένοι,
μη νοιώθοντας τι η εξαφνική αδιαφορία αυτή σημαίνει.
Γιατί αγνοούν που χθες στους πρέσβεις ήλθαν νέα βαρυά.
Στην Pώμη δόθηκε ο χρησμός· έγιν’ εκεί η μοιρασιά. 



Σοφοί  δε  Προσιόντων
Αναγνωρισμένα

Περιγραφή: Εκτύπωση

Θεοί μεν γαρ μελλόντων, άνθρωποι δε γιγνομένων,
        σοφοί δε προσιόντων αισθάνονται.
             Φιλόστρατος, Τα ες τον Τυανέα Aπολλώνιον, VΙΙΙ, 7

Οι άνθρωποι γνωρίζουν τα γινόμενα.
Τα μέλλοντα γνωρίζουν οι θεοί,
πλήρεις και μόνοι κάτοχοι πάντων των φώτων.
Εκ των μελλόντων οι σοφοί τα προσερχόμενα
αντιλαμβάνονται. Η ακοή

αυτών κάποτε εν ώραις σοβαρών σπουδών
ταράττεται. Η μυστική βοή
τούς έρχεται των πλησιαζόντων γεγονότων.
Και την προσέχουν ευλαβείς. Ενώ εις την οδόν
έξω, ουδέν ακούουν οι λαοί. 

  
Το  31  π.X.  στην  Aλεξάνδρεια
Αναγνωρισμένα

Περιγραφή: Εκτύπωση

Aπ’ την μικρή του, στα περίχωρα πλησίον, κώμη,
και σκονισμένος από το ταξείδι ακόμη

έφθασεν ο πραγματευτής. Και «Λίβανον!» και «Κόμμι!»
«Άριστον Έλαιον!» «Άρωμα για την κόμη!»

στους δρόμους διαλαλεί. Aλλ’ η μεγάλη οχλοβοή,
κ’ η μουσικές, κ’ η παρελάσεις πού αφίνουν ν’ ακουσθεί.

Το πλήθος τον σκουντά, τον σέρνει, τον βροντά.
Κι όταν πια τέλεια σαστισμένος, «Τι είναι η τρέλλα αυτή;» ρωτά,

ένας του ρίχνει κι αυτουνού την γιγαντιαία ψευτιά
του παλατιού — που στην Ελλάδα ο Aντώνιος νικά. 
  

Τρώες
Αναγνωρισμένα

Περιγραφή: Εκτύπωση

Είν’ η προσπάθειές μας, των συφοριασμένων·
είν’ η προσπάθειές μας σαν των Τρώων.
Κομμάτι κατορθώνουμε· κομμάτι
παίρνουμ’ επάνω μας· κι αρχίζουμε
νάχουμε θάρρος και καλές ελπίδες.

Μα πάντα κάτι βγαίνει και μας σταματά.
Ο Aχιλλεύς στην τάφρον εμπροστά μας
βγαίνει και με φωνές μεγάλες μάς τρομάζει.—


Είν’ η προσπάθειές μας σαν των Τρώων.
Θαρρούμε πως με απόφασι και τόλμη
θ’ αλλάξουμε της τύχης την καταφορά,
κ’ έξω στεκόμεθα ν’ αγωνισθούμε.

Aλλ’ όταν η μεγάλη κρίσις έλθει,
η τόλμη κι η απόφασίς μας χάνονται·
ταράττεται η ψυχή μας, παραλύει·
κι ολόγυρα απ’ τα τείχη τρέχουμε
ζητώντας να γλυτώσουμε με την φυγή.

Όμως η πτώσις μας είναι βεβαία. Επάνω,
στα τείχη, άρχισεν ήδη ο θρήνος.
Των ημερών μας αναμνήσεις κλαιν κ’ αισθήματα.
Πικρά για μας ο Πρίαμος κ’ η Εκάβη κλαίνε. 
  

Che fece .... il gran rifiuto
Αναγνωρισμένα

Περιγραφή: Εκτύπωση

Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα
που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι
να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος τόχει
έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα

πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του.
Ο αρνηθείς δεν μετανοιώνει. Aν ρωτιούνταν πάλι,
όχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει
εκείνο τ’ όχι — το σωστό —  εις όλην την ζωή του. 



Θερμοπύλες
Αναγνωρισμένα

Περιγραφή: Εκτύπωση

Τιμή σ’ εκείνους όπου στην ζωή των
ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες.
Ποτέ από το χρέος μη κινούντες·
δίκαιοι κ’ ίσιοι σ’ όλες των τες πράξεις,
αλλά με λύπη κιόλας κ’ ευσπλαχνία·
γενναίοι οσάκις είναι πλούσιοι, κι όταν
είναι πτωχοί, πάλ’ εις μικρόν γενναίοι,
πάλι συντρέχοντες όσο μπορούνε·
πάντοτε την αλήθεια ομιλούντες,
πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους.

Και περισσότερη τιμή τούς πρέπει
όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν)
πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος,
κ’ οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε. 
  

Περιμένοντας  τους  Bαρβάρους
Αναγνωρισμένα

Περιγραφή: Εκτύπωση

— Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;

        Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.

— Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μια τέτοια απραξία;
  Τι κάθοντ’ οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;

        Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
        Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;
        Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.
—Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη,
 και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη
 στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα;

        Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
        Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί
        τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε
        για να τον δώσει μια περγαμηνή. Εκεί
        τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα.


— Γιατί οι δυο μας ύπατοι κ’ οι πραίτορες εβγήκαν
 σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες·
 γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους,
 και δαχτυλίδια με λαμπρά, γυαλιστερά σμαράγδια·
 γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια
 μ’ ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλιγμένα;

        Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
        και τέτοια πράγματα θαμπώνουν τους βαρβάρους.


—Γιατί κ’ οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα
 να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους;

        Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
        κι αυτοί βαρυούντ’ ευφράδειες και δημηγορίες.

— Γιατί ν’ αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία
 κ’ η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που εγίναν).
 Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ’ η πλατέες,
 κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;

        Γιατί ενύχτωσε κ’ οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
        Και μερικοί έφθασαν απ’ τα σύνορα,
        και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.


 Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
 Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις. 



Μανώλης  Αναγνωστάκης

Μιλώ

 

Μιλώ για τα τελευταία σαλπίσματα των νικημένων στρατιωτών
Για τα τελευταία κουρέλια από τα γιορτινά μας φορέματα
Για τα παιδιά μας που πουλάν τσιγάρα στους διαβάτες
Μιλώ για τα λουλούδια που μαραθήκανε στους τάφους και τα σαπίζει η βροχή
Για τα σπίτια που χάσκουνε δίχως παράθυρα σαν κρανία ξεδοντιασμένα
Για τα κορίτσια που ζητιανεύουνε δείχνοντας στα στήθια τις πληγές τους
Μιλώ για τις ξυπόλητες μάνες που σέρνονται στα χαλάσματα
Για τις φλεγόμενες πόλεις τα σωριασμένα κουφάρια στους δρόμους
Τους μαστροπούς ποιητές που τρέμουνε τις νύχτες στα κατώφλια
Μιλώ για τις ατέλειωτες νύχτες όταν το φως λιγοστεύει τα ξημερώματα
Για τα φορτωμένα καμιόνια και τους βηματισμούς στις υγρές πλάκες
Για τα προαύλια των φυλακών και για το δάκρυ των μελλοθανάτων.

Μα πιο πολύ μιλώ για τους ψαράδες
Π' αφήσανε τα δίχτυα τους και πήρανε τα βήματά Του
Κι όταν Αυτός κουράστηκε αυτοί δεν ξαποστάσαν
Κι όταν Αυτός τους πρόδωσε αυτοί δεν αρνηθήκαν
Κι όταν Αυτός δοξάστηκε αυτοί στρέψαν τα μάτια
Κι οι σύντροφοί τούς φτύνανε και τους σταυρώναν
Κι αυτοί, γαλήνιοι, το δρόμο παίρνουνε π' άκρη δεν έχει
Χωρίς το βλέμμα τους να σκοτεινιάσει ή να λυγίσει
Όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημία του πλήθους.


  


Πλεονάκις επολέμησαν με εκ νεότητος μου
και γαρ ούκ ηδυνήθησαν μοι.
ΨΑΛΜΟΣ  ΡΚΗ΄
( Προμετωπίδα στο  Άξιον Εστί )

Οδυσσέας   Ελύτης
Αποσπάσματα από το συνθετικό ποιητικό έργο Άξιον Εστί
       Ηρθαν
ντυμένοι "φίλοι"
        αμέτρητες φορές οι εχθροί μου
το παμπάλαιο χώμα πατώντας.
         Και το χώμα δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους.
 Έφεραν
        τον Σοφό, τον Οικιστή και τον Γεωμέτρη
Βίβλους γραμμάτων και αριθμών
        την πάσα Υποταγή και Δύναμη
το παμπάλαιο φως εξουσιάζοντας.
        Και το φως δεν έδεσε ποτέ με τη σκέπη τους.
Ούτε μέλισσα καν δε γελάστηκε το χρυσό ν' αρχινίσει παιχνίδι ∙
        ούτε ζέφυρος καν, τις λευκές να φουσκώσει ποδιές.
Έστησαν και θεμέλιωσαν
        στις κορφές, στις κοιλάδες, στα πόρτα
πύργους κραταιούς κι επαύλεις
         ξύλα κι άλλα πλεούμενα
τους Νόμους, τους θεσπίζοντας τα καλά και συμφέροντα
        στο παμπάλαιο μέτρο εφαρμόζοντας.
Και το μέτρο δεν έδεσε ποτέ με τη σκέψη τους.
         Ούτε καν ένα χνάρι θεού στην ψυχή τους σημάδι δεν άφησε
ούτε καν ένα βλέμμα ξωθιάς τη μιλιά τους δεν είπε να πάρει.
        Έφτασαν
ντυμένοι "φίλοι"
        αμέτρητες φορές οι εχθροί μου
τα παμπάλαια δώρα προσφέροντας.
        Και τα δώρα τους άλλα δεν ήτανε
παρά μόνο σίδερο και φωτιά.
        Στ' ανοιχτά που καρτέραγαν δάχτυλα
μόνον όπλα και σίδερο και φωτιά.
       Μόνον όπλα και σίδερο και φωτιά.
  
            Μόνος κυβέρνησα   *   τη θλίψη μου
                                   Μόνος αποίκησα   *   τον εγκαταλειμμένο Μάιο
          Μόνος εκόλπωσα   *   τις ευωδιές
                     Επάνω στον αγρό   *   με τις αλκυονίδες
               Τάισα τα λουλούδια κίτρινο    *   βουκόλισα τους λόφους  
                                     Επυροβόλησα την ερημιά   *   με κόκκινο!
                                    Είπα: δε θα 'ναι η μαχαιριά  *   βαθύτερη από την κραυγή
                                Και είπα: δε θα' ναι το Άδικο   *   τιμιότερο απ' το αίμα!
                                       Το χέρι των σεισμών    *   το χέρι των λιμών
                                           Το χέρι των εχτρών  *   το χέρι των δικών
                             Μου, εφρένιασαν εχάλασαν   *    ερήμαξαν αφάνησαν 
                                                      Μία και δύο   *   και τρεις φορές
                                   Προδόθηκα κι απόμεινα   *   στον κάμπο μόνος
                                    Πάρθηκα και πατήθηκα   *   σαν κάστρο μόνος
                                    Το μήνυμα που σήκωνα   *   τ' άντεξα μόνος!

Εζυγίσανε τη χαρά μου και τη βρήκανε, λέει, μικρή
        και την πατησανε χαμου σαν εντομο.
Τη χαρά μου χάμου πατήσανε και στην πέτρα μέσα την κλείσανε
        και στερνά την πέτρα μου αφήσανε
τρομερή ζωγραφιά μου.
         Με πέλεκι βαρύ τη χτυπούν, με σκαρπέλο σκληρό την τρυπούν
με καλέμι πικρό την χαράζουν, την πέτρα μου.
       Κι όσο τρώει την ύλη ο καιρός τόσο βγαίνει πιο καθαρός
ο χρησμός απ' την όψη μου :

       ΤΗΝ  ΟΡΓΗ  ΤΩΝ  ΝΕΚΡΩΝ  ΝΑ  ΦΟΒΑΣΤΕ
             ΚΑΙ  ΤΩΝ  ΒΡΑΧΩΝ  Τ' ΑΓΑΛΜΑΤΑ ! 
       
                      Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ   *   και μυρσίνη εσύ δοξαστική
                                 μη παρακαλώ σας μη   *   λησμονάτε τη χώρα μου !
 
                Αετόμορφα  έχει τα ψηλά βουνά  *  στα ηφαίστεια κλήματα σειρά
                              και τα σπίτια πιο λευκά   *  στου γλαυκού το γειτόνεμα !
 
          Τα πικρά μου χέρια με τον Κεραυνό  *  τα γυρίζω πίσω απ' τον καιρό
                 τους παλιούς μου φίλους καλώ    *  με φοβέρες και μ' αίματα !
 
 
  ΓΥΡΙΣΑ τα μάτια  *  δάκρυα γιομάτα
     κατά το παραθύρι
  Και κοιτώντας έξω *  καταχιονισμένα
    τα δέντρα των κοιλάδων
           Αδελφοί μου, είπα *  ως κι αυτά μια μέρα
       κι αυτά θα τ' ατιμάσουν
               Προσωπιδοφόροι * μες στον άλλον αιώνα
      τις θηλιές ετοιμάζουν

           Δάγκωσα τη μέρα * και δεν έσταξε ούτε
        σταγόνα πράσινο αίμα
          Φώναξα στις πύλες * κι η φωνή μου πήρε
         τη θλίψη των φονιάδων
 Μες στης γης το κέντρο * φάνηκε ο πυρήνας
        που όλο σκοτεινιάζει
                                        Κι η αχτίδα του ήλιου * γίνηκεν, ιδέστε
                                                       ο μίτος του Θανάτου!

                                             Ω πικρές γυναίκες * με το μαύρο ρούχο
                                                          παρθένες και μητέρες
 
        Που σιμά στη βρύση * δίνατε να πιούνε
            στ' αηδόνια των αγγέλων
                     Έλαχε να δώσει * και σε σας ο Χάρος
          τη φούχτα του γεμάτη
              Μες απ' τα πηγάδια   * τις κραυγές τραβάτε
          αδικοσκοτωμένων
             Τόσο δεν αγγίζουν  * η φωτιά με το άχτι
         που πένεται ο λαός μου
              Του Θεού το στάρι  * στα ψηλά καμιόνια
      το φόρτωσαν και πάει
Μες στην έρμη κι άδεια * πολιτεία μένει
       το χέρι που μονάχα
                   Με μπογιά θα γράψει * στους μεγάλους τοίχους
         ΨΩMΙ ΚΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

                  Φύσηξεν η νύχτα * σβήσανε τα σπίτια
                  κι είναι αργά στην ψυχή μου
                Δεν ακούει κανένας * όπου κι αν χτυπήσω
                η μνήμη με σκοτώνει
                      Αδελφοί μου, λέει * μαύρες ώρες φτάνουν
               ο καιρός θα δείξει
      Των ανθρώπων έχουν * οι χαρές μιάνει
               τα σπλάχνα των τεράτων

                Γύρισα τα μάτια * δάκρυα γιομάτα
                κατά το παραθύρι
                  Φώναξα στις πύλες * κι η φωνή μου πήρε
                τη θλίψη των φονιάδων
       Μες στης γης το κέντρο * φάνηκε ο πυρήνας
              που όλο σκοτεινιάζει
     Κι η αχτίδα του ήλιου * γίνηκεν, ιδέστε
               ο μίτος του Θανάτου!


                



Μιχάλης    Κατσαρός

Κατά Σαδδουκαίων  (αποσπάσματα)

Οι πάροδοι που οδηγούσαν προς τις εξέδρες
στις πόρτες των ναών και των φυλάκων
στους διαδρόμους των εξοχών
στα δημόσια πάρκα
στα κρατικά εκπαιδευτήρια
στη δουλειά με το κομμάτι
στην ποινή του θανάτου
παντού παντού παντού
ως και σε μένα τον αδιάφορο
είχανε εισχωρήσει σα μυστικοί χωροφύλακες
οι Βησιγότθοι.
Μη σκεφτείς άσχημα για τους Βησιγότθους
είναι κάτι ακίνητα μαζεμένα υποκείμενα
που παριστάνουν τους επιδρομείς.
Θα σας περιμένω μέχρι τα φοβερά μεσάνυχτα αδιάφορος-
Δεν έχω πια τι άλλο να πιστοποιήσω.
Οι φύλακες κακεντρεχείς παραμονεύουν το τέλος μου
ανάμεσα σε θρυμματισμένα πουκάμισα και λεγεώνες.
Θα περιμένω τη νύχτα σας αδιάφορος
χαμογελώντας με ψυχρότητα για τις ένδοξες μέρες.
Πίσω από το χάρτινο κήπο σας
πίσω από το χάρτινο πρόσωπό σας
εγώ θα ξαφνιάζω τα πλήθη
ο άνεμος ο δικός μου
μάταιοι θόρυβοι και τυμπανοκρουσίες επίσημες
μάταιοι λόγοι.
Και τώρα – απ’ έξω απ τα στρατεύματα
κοιτάζω την ένδοξη πόλη
όπου ξαπλώνει ράθυμα πόρνη και δυναμίτης -
κοιτάζω τούτη την πόλη που την περικύκλωσαν τα φρούρια
αυτή που με γέννησε και δεν έχει πια όνομα
δεν έχει αναμμένη φωτιά -
κοιτάζω κ’ υψώνω θεριό τη φωνή μου
μήπως μ’ ακούσουν.
Δεν έχομε τίποτα να σας πούμε
έτσι που όλα προδοθήκανε
έτσι που όλα λύσαν τους αρμούς
από πίστη σε πίστη
από υπόγειο σε υπόγειο
από πρόσωπο σε πρόσωπο
δεν έχομε τίποτα να σας πούμε.
Βαθιά στις ρίζες του δέντρου σας
μαζί  με τους τυφλοπόντικες
μαζί με τους καταποντισμένους πίθηκους
σε σκοτεινούς υποχθόνιους κρότους
ασθμαίνοντας μετατοπίζομαι
-ανακατωμένοι οι βρόγχοι-
βαθιά στα ξερά λιβάδια σας πέφτει καινούργια
αθόρυβη βροχή όπου συντρίβει
όπου ανθίζει τα χέρια μας απ' τις δικές σας πληγές
όπου γεμίζουν τ' άδεια μας σταμνιά κερί και μέλι.
Κάποτε θ' ανεβούμε καθώς προζύμι
ο σιδερένιος κλοιός θα ραγιστεί
τα όρη σας όπως πυκνά σύννεφα θα χωριστούν
οι κόσμοι θα τρίξουν
στις έντρομες αίθουσες οι ρήτορες θα σωπάσουν
και θ' ακουστεί η φωνή μου:
«Οι νέοι πρίγκιπες με σάλπιγγες και νέες στολές
οι νέοι συμβουλάτορες οι νέοι παπάδες
οι πρόεδροι και τα συμβούλια και οι επιτροπές
όλοι οι μάγοι προφεσόροι...»
Περιμένετε αυτή τη φωνή.
Ετσι θ' αρχίζει.
Θα σας αφήσω όλους σας να ωρύεσθε
ή ν’ ακουμπάτε ήρεμοι το κεφάλι σας στο παράθυρο -
θα σας αφήσω να πιέζεστε στα σκαλιά
κι άξαφνα κεί να μαρμαρώνετε
ανίδεοι για τις πράξεις σας
θα σας αφήσω να τρέχετε.
Εγώ ανάμεσα σε ξερά δέντρα και τάφους
με τη σημαία μου ένα κουρέλι
με άνεμο και χωρίς άνεμο
ανάμεσα στο αβέβαιο πλήθος σας
θα περιφέρομαι μόνος -
ένας φλογερός πρίγκιπας – μάγος.
Η ώρα πλησίασε. Θα γκρεμιστούν οι ναοί.
Δεν υπάρχει φωτιά στην καρδιά σας.
Τώρα κ΄εγώ υποψιάζομαι
όλο το πλήθος των αυλοκολάκων
όλους τους ταπεινούς γραμματικούς
τους βραβευμένους με χρυσά παράσημα
λεγεωνάριους και στρατηλάτες
υποψιάζομαι τις αυλητρίδες τη γιορτή
όλους τους λόγους και προπόσεις
αυτούς που παριστάνουνε τους εθνικούς
τον πορφυρούν χιτώνα του πρίγκηπος
τους συμβουλάτορες και τους αιρετικούς
υποψιάζομαι συνωμοσία
νύχτα θα ρεύσει πολύ αίμα
νύχτα θα εγκαταστήσουν την βασιλεία τους
νέοι πρίγκηπες με νέους στεφάνους
οι πονηροί ρωμαίοι υπάλληλοι του αυτοκράτορος
ετοιμάζουνε κρυφά να παραδόσουν
να παραδόσουν τα κλειδιά και την
υπόκλισή τους.
Εγώ πάλι μέσα στο πλήθος διακλαδίζομαι
η θέλησή μου διακλαδίζεται μέσα στο πλήθος
μαζεύω τους σκόρπιους σπόρους μου
για την καινούργια μακρινή μου ανάσταση
μαζεύω.
Κάτω
στο βάθος
τόσα πέλματα βαριά
τόση βουή με καταρράχτες
ακούγονται να σπάζουν επιφάνειες
κατρακυλάν στις φλέβες μας ποτάμια –
εγώ
με φωτεινό μέτωπο να χάνομαι
να μην μπορώ να καταλάβω
πώς γίνηκε να αναζητάμε όνειρα
τώρα που όλα στερεώθηκαν επίσημα
τώρα που ο ένας πρίγκηπας επέθανε
τώρα που οι δείχτες ύψωσαν τα φέρετρα
κει που βουλιάζουν οι αετοί τις ώρες.
Δείξε μας δείξε μας το μπόι σου
μέρα με τις πληγές ορθές στο βάδισμά σου
θα σε στεγάσουμε
να μην φοβάσαι
οι άλλοι πέτρωσαν δίπλα στους χωροφύλακες
έντρομοι θα σαλπίσουν
θα κλείσουν οι πύλες
θα κλείσουν τα τείχη
θα παρατάξουν τα στρατεύματα
εσύ θα τους διαπερνάς αθόρυβα
θα προβαδίζεις
και πίσω θα σε ακολουθούν
οι Ασσύριοι οι Βαβυλώνιοι οι Ιουδαίοι
οι Ισπανοί πριν προδωθούν τα όνειρα
οι Γάλλοι μεταλλωρύχοι
ο σύντροφός μου Γκαρώ πριν γίνει διευθυντήριο
οι πρόεδροι θα αλλάξουν έντρομοι τα διατάγματα
οι άλλοι θα υποκρίνονται τους έμπιστους
εγώ μαζί με την ακολουθία μου
θ’ ανακηρύσσομαι ήρωας
το αργυρό σπαθί των ιπποτών θα λάμπει
ο πρίγκηπας ένα χλωμό παιδί με πορφυρούν χιτώνα
πάλι θα στερεώνονται οι αυλοκόλακες
κι εγώ θα φεύγω
θ’ αναζητώ έντρομος την όψη σου.
Κάτω
στο βάθος
τόσα πέλματα βαριά
Ακούω νάρχεται καινούριο βήμα.



Μιχάλης   Μπουρμπούλης

Ο αγέρας στους δρόμους 

Πάγωνε στους δρόμους ο αγέρας
σαν χαρταετός μοιάζει η ψυχή
κι έχεις τα δυο μάτια βουρκωμένα
σαν προάστια μέσα στην βροχή

Νύχτωσε νωρίς στην οικουμένη
ψάχνω, σε φωνάζω, δεν μ’ ακούς
βλέπω τα ηφαίστεια στους δρόμους
με φωτιές να καίν' τους ζωντανούς

Φεύγω πικραμένη και σ' αφήνω
ακυβέρνητη στη θάλασσα σανίδα
δεν μπορώ το αίμα μου να δίνω
σε μιαν άρρωστη συνέχεια πατρίδα

  

Γιάννης   Ρίτσος

Αποσπάσματα από το συνθετικό ποιητικό έργο Ρωμιοσύνη.

Σώπα όπου να 'ναι θα σημάνουν οι καμπάνες.
Αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας.
Κάτω απ' το χώμα μες στα σταυρωμένα χέρια τους
κρατάνε τις καμπάνας το σχοινί,
προσμένουνε την ώρα, προσμένουν να σημάνουν την ανάσταση
τούτο το χώμα είναι δικό τους και δικό μας
δεν μπορεί κανείς να μας το πάρει

Aυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ' τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο


Και ένα λιανοτράγουδο από τα 18 Λιανοτράγουδα της Πικρής Πατρίδας:

Τη ρωμιοσύνη μην την κλαις
εκεί που πάει να σκύψει
με το σουγιά στο κόκκαλο
με το λουρί στο σβέρκο
Νάτη πετιέται απο ξαρχής
κι αντριεύει και θεριεύει
και καμακώνει το θεριό
με το καμάκι του ήλιου



Γιώργος  Σκούρτης

Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί

Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί
τις πόρτες σπάσαν οι οχτροί
κι εμείς γελούσαμε στις γειτονιές
την πρώτη μέρα

Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί
αδέρφια πήραν οι οχτροί
κι εμείς κοιτούσαμε τις κοπελιές
την άλλη μέρα

Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί
φωτιά μας ρίξαν οι οχτροί
κι εμείς φωνάζαμε στα σκοτεινά
την τρίτη μέρα

Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί
σπαθιά κρατούσαν οι οχτροί
κι εμείς τα πήραμε για φυλαχτά
την άλλη μέρα

Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί
μοιράσαν δώρα οι οχτροί
κι εμείς γελούσαμε σαν τα παιδιά
την πέμπτη μέρα

Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί
κρατούσαν δίκιο οι οχτροί
κι εμείς φωνάζαμε ζήτω και γεια
σαν κάθε μέρα
                                                                                         



Μπέρτολντ Μπρεχτ

  Γερμανικό Εγχειρίδιο Πολέμου
(Ποιήματα του Σβέντμποργκ, 1939)
Αυτοί που βρίσκονται ψηλά
Θεωρούνε ταπεινό
Να μιλάς για το φαΐ
Ο λόγος; Έχουνε κι όλας φάει
Οι ταπεινοί αφήνουνε τον κόσμο
Χωρίς να ’χουνε δοκιμάσει κρέας της προκοπής
Πώς ν’ αναρωτηθούν πού ’θε έρχονται
Και πού πηγαίνουν
Είναι τα όμορφα δειλινά τόσο αποκαμωμένοι
Το βουνό και την πλατειά τη θάλασσα
Δεν τα ’χουν ακόμα δει
Όταν σημαίνει η ώρα τους
Αν δεν νοιαστούν οι ταπεινοί
Γι’ αυτό που είναι ταπεινό
Ποτέ δεν θα υψωθούν
Το ημερολόγιο
Δεν δείχνει ακόμα την ημέρα
Όλοι οι μήνες, όλες οι ημέρες
Είναι ανοιχτές
Κάποια απ’ αυτές θα σφραγιστεί
Μ’ έναν σταυρό
Οι εργάτες φωνάζουν για ψωμί
Οι έμποροι φωνάζουν γι’ αγορές
Οι άνεργοι πεινούσαν
Τώρα πεινάνε κι όσοι εργάζονται
Αυτοί που αρπάνε το φαΐ απ’ το τραπέζι
Κηρύχνουν τη λιτότητα
Αυτοί που παίρνουν όλα τα δοσήματα
Ζητάνε θυσίες
Οι χορτάτοι μιλάνε στους πεινασμένους
Για τις μεγάλες εποχές που θα’ ρθουν
Αυτοί που τη χώρα σέρνουνε στην άβυσσο
Λες πως η τέχνη να κυβερνάς το λαό
Είναι πολύ δύσκολη για τους ανθρώπους του λαού
Αυτοί που βρίσκονται ψηλά λένε
Πόλεμος και ειρήνη
Είναι δυο πράγματα ολότελα διαφορετικά
Όμως η ειρήνη τους και ο πόλεμός τους
Μοιάζουν όπως ο άνεμος κι η θύελλα
Ο πόλεμος γεννιέται απ’ την ειρήνη τους
καθώς ο γιος από την μάνα
έχει τα δικά της απαίσια χαρακτηριστικά
ο πόλεμός τους σκοτώνει
ό,τι άφησε όρθιο η ειρήνη τους
Όταν αυτοί που είναι ψηλά
Μιλάνε για ειρήνη
Ο απλός λαός ξέρει
Πως έρχεται ο πόλεμος
Όταν αυτοί που είναι ψηλά
Καταριούνται τον πόλεμο
Διαταγές για επιστράτευση
Έχουν υπογραφεί
Στον τοίχο με κιμωλία γραμμένο
Θέλουνε πόλεμο
Αυτός που το ’χε γράψει
Έπεσε κι όλας
Αυτοί που βρίσκονται ψηλά λένε
Να ο δρόμος για τη δόξα
Αυτοί που είναι χαμηλά λένε
Να ο δρόμος για το μνήμα
Τούτος ο πόλεμος που έρχεται
Δεν είναι ο πρώτος
Πριν απ’ αυτόν γίνανε κι άλλοι πόλεμοι
Όταν ετέλειωσε ο τελευταίος
Υπήρχαν νικητές και νικημένοι
Στους νικημένους ο φτωχός λαός
Πέθαινε απ’ την πείνα
Στους νικητές ο φτωχός λαός
Πέθαινε το ίδιο
Σαν θα ’ρθει η ώρα της πορείας
Πολλοί δεν ξέρουν
Πως επικεφαλής βαδίζει ο εχθρός τους
Η φωνή που διαταγές τους δίνει
Είναι του εχθρού τους η φωνή
Εκείνος που για τον εχθρό μιλάει
Είναι ο ίδιος τους ο εχθρός
Νύχτα
Τ’ ανδρόγυνα ξαπλώνουν στο κρεβάτι τους
Οι νέες γυναίκες θα γεννήσουν ορφανά
Στρατηγέ το τανκς σου
Είναι δυνατό μηχάνημα
Θερίζει δάση ολόκληρα
Κι εκατοντάδες άνδρες αφανίζει
Μόνο που έχει ένα ελάττωμα
-χρειάζεται οδηγό
Στρατηγέ το βομβαρδιστικό
Είναι πολυδύναμο
Πετάει πιο γρήγορα απ’ τον άνεμο
Κι απ’ τον ελέφαντα σηκώνει βάρος πιο πολύ
Μόνο που έχει ένα ελάττωμα
-χρειάζεται πιλότο
Στρατηγέ ο άνθρωπος είναι χρήσιμος πολύ
Ξέρει να πετάει
Ξέρει και να σκοτώνει
Μόνο που έχει ένα ελάττωμα
-ξέρει να σκέφτεται



Μιχάλης Κατσαρὸς

Ἀντισταθεῖτε

Ἀντισταθεῖτε, σ᾿ αὐτὸν ποὺ χτίζει ἕνα μικρὸ σπιτάκι
καὶ λέει καλὰ εἶμ᾿ ἐδῶ.
Ἀντισταθεῖτε, σ᾿ αὐτὸν ποὺ πάλι γύριζε στὸ σπίτι
καὶ λέει Δόξα σοι ὁ Θεός.
Στὸν περσικὸ τάπητα τῶν πολυκατοικιῶν
τὸν κοντὸ ἄνθρωπο τοῦ γραφείου
στὴν ἑταιρεία εἰσαγωγαὶ-ἐξαγωγαί
στὴν κρατικὴ ἐκπαίδευση καὶ τὸ φόρο
ἀντισταθεῖτε σὲ μένα ἀκόμα ποὺ ἱστορῶ.
Ἀντισταθεῖτε, σ᾿ αὐτὸν ποὺ χαιρετᾶ ἀπ᾿ τὴν ἐξέδρα
ὧρες ἀτέλειωτες τὶς παρελάσεις.
Στὸν Πρόεδρο τοῦ Ἐφετείου ἀντισταθεῖτε,
στὶς μουσικές, τὰ τούμπανα καὶ τὶς παράτες,
σ᾿ ὅλα τὰ ἀνώτερα συνέδρια ποὺ φλυαροῦνε,
πίνουν καφέδες σύνεδροι συμβουλατόροι,
σ᾿ αὐτὴ τὴν ἄγονη κυρία ποὺ μοιράζει ἔντυπα ἁγίων,
λίβανον καὶ σμύρναν.
Ἀντισταθεῖτε, σ᾿ ὅλους αὐτοὺς ποὺ λέγονται μεγάλοι
καὶ γράφουν λόγους πλάι στὴ θερμάστρα.
Στὶς φοβερὲς σημαῖες τῶν κρατῶν καὶ τὴ διπλωματία,
στὰ ἐργοστάσια πολεμικῶν ὑλῶν,
σ᾿ αὐτοὺς ποὺ λένε λυρισμὸ τὰ ὡραῖα λόγια,
στὰ γλυκερὰ τραγούδια μὲ τοὺς θρήνους,
στοὺς θεατές, στὸν ἄνεμο...
Ἀντισταθεῖτε.


Ανδρέας Κάλβος

 

Εἰς Σάμον

Ὅσοι τὸ χάλκεον χέρι
βαρὺ τοῦ φόβου αἰσθάνονται,
ζυγὸν δουλείας, ἂς ἔχωσι·
θέλει ἀρετὴν καὶ τόλμην
ἡ ἐλευθερία. [...]


  
Γεώργιος Σουρής 
Πρωθυπουργός ρεμβάζει και περί πολλά τυρβάζει
Α΄
Ο Κόντες τόστρωσε βαρειά…καθόλου δεν σκοτίζεται,
και μήτε για το δάνειον πολύ δεν σεκλετίζεται.
Εγώ τον Κόντε καρτερώ με πόνο και λαχτάρα
κι αυτός ο αθεόφοβος στην Λόντρα τριγυρίζει,
εμείς εδώ δεν έχομε μια κάλπικη πεντάρα
κι εκείνος με τον Ρόζβερυ τον Λόρδο σαλιαρίζει.
-
Συ αύρα εσπερία μου, κοντά στον Κόντε πέτα
και τα πολλά μας βάσανα καταλεπτώς ειπέτα.
Ειπέ του νάλθη γρήγορα με όλη του την βία,
πες του πως το παράκαμε με την εργολαβία,
κι αν κι είναι Κόντες τσελεπής από τους σεβνταλήδες
αλλόμως για τα μούτρα του δεν είναι κι η Αγγλίδες.
-
Πουλιά μου, μην τον ίδατε τον Κόντε τον λεβέντη;…
Τον είδαμε…ξεφάντωνε μες στου Ροτσίλδ το σπήτι,
πουλλαίδες επαράστεκαν αφράταις εις το γλέντι
κι εκείνος έχανε μ αυταίς Παρασκευή και Τρίτη.
Και μία η μικρότερη
κι απ όλαις ωμορφότερη
τούπε: «τι κοκορεύεσαι;
δεν πας να μου κουρεύεσαι;
δεν κάνεις κόρτε, τσελεπή,
με Λαίδη σαν κι εμένα,
μόνο λεπτά χωρίς ντροπή
ζητάς από καθένα;»
-
Πουλιά μου, μην τον ίδατε τον Κόντε τον ασίκη,
που τον εξενητέψαμε να φέρη χαρτζηλίκι;
Τον ίδαμε…κατάμαυρα ντυμένος σαν κοράκι
στου Μόργκαν το ρημαδιακό εσκότωνε της ώραις,
Εγγλέζαις τον σερβίριζαν, κι εκείνος με μεράκι
μια της πουδίγκαις έβλεπε και μια της σερβιτόραις.
-
Πουλιά μου, μην τον ίδατε τον Κόντε πουθενά;
μήπως δεν τον εδάνεισαν κι επήρε τα βουνά;
Τον είδαμε…ξεφάντωνε με τον γλεντζέ τον Σγούτα
και μια Μυλλαίδη σερπετή του Κόντε παραμπήκε
κι έχασε το γοβάκι της καθώς η Σταχτοπούτα
κι ευθύς εκείνος έψαξε και δίχως φως το βρήκε.
-
Πουλιά μου, μην τον ίδατε τον Κόντε της Κερκύρας;
τον ίδαμε… σεργιάνιζε εις ένα κι άλλο Πάρκο
κι απ όλους εδιακόνευε τον οβολόν της χήρας
και καθ Εγγλέζος μασκαράς του φώναζε «σαμάρκο».
-
Πουλιά μου, μην τον ίδατε τον τσελεπή Γειωργάκη;
τον ίδαμε… σεργιάνιζε με μαύρο αλογάκι…
εμπρός του παραμέριζαν ταμάξια και τα κάρα
κι οπίσω του εφώναζε των δανειστών η φάρα:
«τζάνουμ Γειωργάκη, να λεπτά και λίραις με το ζόρι,»
κι ο Κόντες ο τρικούβερτος, οπού δεν παίζει κότσα,
με περιφρόνησιν πολλήν τον Ρότσιλδ εθεώρει
και με το σκαρπινάκι του τους δανειστάς εκλώτσα.
-
Πουλιά μου, μην τον ίδατε τον Κόντε τον λεβέντη;
τον ίδαμε… χωρίς να πιή δραστήριο ραβέντι
από τα πλούτη τα πολλά δεν έκανε νισάφι
κι από τα βρακοπόδια του κυλούσε το χρυσάφι,
κι όποιος δεν είχε κάλπικο το δόντι του να ξύση
επηλαλούσε πίσω του κι εγύρευε μπαξίσι,
κι αυτός το παραξίλωνε με τα κουβαρνταλήκια
και της στερλίναις σκόρπιζε στους δρόμους σαν χαλίκια.
-
Πουλιά μου, μην τον ίδατε τον Κόντε τον καϋμένο;
τον ίδαμε… το δάνειο το έχει τελειωμένο,
κι εντός ολίγου έρχεται να σας παρηγορήση
και των Εγγλέζων γρήγορα θ αδειάση την γωνιά,
αλλ όμως να προσέξετε ο Κόντες σαν γυρίση
καμμία να μη ρίξετε για τούτον κανονιά.
-
Πουλιά μου, μην τον ίδατε τον Κόντε τον αντάμη…
τον ίδαμε…του Τάμεσι κυττούσε το ποτάμι,
κι ερέμβαζε μονάχος του με θλιβερή καρδιά
και νούμερα εχάραζε κατά την αμμουδιά,
και κάποτ εψιθύριζε με πόνο και με δάκρυ:
«ποτάμι για λιγόστεψε να βγω στην πέραν άκρη
Και ν αγναντέψω δανειστών Μυλλόρδων τα λημέρια,
Πούχουν τασήμια τα πολλά και τα βαρειά κεμέρια».
Β΄
Πώς ακόμη δεν εφάνη;
πού να είναι; τι να κάνη;
Άραγε θα κατορθώση
Την δουλειά μας να τελειώση;
άραγε θαλθή με λίραις
ή θα φέρη μόνο ψείραις;
-
Πώς ακόμη δεν εφάνη;
πού να είναι; τι να κάνη;
άρα θα δεχθούν τους όρους;
άρα κι ο χρυσός θα πέση;
Άρα τους λιμοκοντόρους
Θα τους βγάλω απ τη μέση;
-
Ω βάσανα και πάθη κι ολοφυρμός και θρήνος!...
σε κάθε κτύπο πόρτας θαρρώ πως είν εκείνος.
Μ ολάνυκτα τα μάτια τον βλέπω εμπροστά …
ταγάρια με στερλίναις στην ράχη του βαστά
κι εις καθεμιά του τσέπη βροντούν του Ρότσιλδ γρούποι
και λέγει «να χρυσάφι, Μυλλόρδε μου Τρικούπη».
-
Έρχεται φορτωμένος με μπόλικους παράδες…
εμπρός, παιδιά, κουράγιο για να τον ελαφρώσωμε,
υμνήσετέ τον όλαις η κομ ιλ φο κυράδες
κι ελάτε με δαφνούλαις κρεββάτι να του στρώσωμε.
Ακούσατε τι κτύποι των στερλινών και βρόντοι!...
δος μας παράδες, μπάρμπα, δος μας παράδες Κόντη.
-
Κατέβασε τους σάκκους εκ της ψηλής σου ράχης…
βγάλε και τα σκαρπίνια καλά να τα κυττάξωμε…
μπορεί κι εκεί κρυμμένη καμμιά στερλίνα νάχης…
στάσου και κάθε μέρος απόκρυφο να ψάξωμε.
Δος μου στερλίναις, μπάρμπα, να φύγ η στενοχώρια,
δος μου στερλίναις, Κόντε, να ξέρω του λοιπού
τι μούτρο είχε κι έχει των Άγγλων η Βιτώρια
κι ο Βασιλεύς με κέφι να πάη γι Αλεπού.
Γ΄
Έλα για να γεμίσωμε τον άδειο κορβανά,
έλα για ν αλαλάξωμε πηδώντας «ωσανά,»
το έρδε Λάζαρε περδέ να ψάλωμε με βάγια
και στο ρουθούνι νάμπωμε τους καθενός κανάγια.
-
Έλα, Γειωργάκη, σώσε μας από το πονηρόν,
έλα να δούμε γρήγορα το φως το ιλαρόν,
έλα, Γειωργάκη, τσελεπή, με την καλοκαιριά,
έλα της Αναστάσεως ν ανάψουν τα κεριά,
έλα και γλυκοφίλα μου την κόκα την σοφή,
έλα ταυγά να βάψωμε με κόκκινη βαφή,
από μεγάλαις συλλογαίς για λίγο να συχάσωμε
και στου Κουλούρη την Αυλή τον μόσχο να πασχάσωμε.
-
Ω Λόντρα συ, φαγέδαινα παντός πεινώντος γένους,
οπού γελάς τους Κόντηδες και τους απεσταλμένους
και μας θαρρείς μουφλούζηδες, πτωχούς και ψωμοζήτας,
πώς ήθελα τα τέκνα σου εις εν να συναγάγω
και τότε με τα δόντια μου, που λέγουν Τραπεζίτας,
όλους τους Τραπεζίτας σου αυτοστιγμεί να φάγω!
-
Ουαί κι αλλοίμονον υμίν, ω δανεισταί σκληροί,
που τρέχει απ οπίσω σας ο Κόντες με κερί,
ουαί, που δεν δανείζετε τους πρώτους των ανθρώπων,
τους καταπλήξαντας την γην με κλέος απαράμιλλον,
ουαί, που διυλίζετε τα σπλάγχνα των κωνώπων
κι ευκόλως καταπίνετε ολόκληρον την κάμηλον,
ουαί, που καθαρίζετε απ έξω το ποτήρι
και το εντός αφίνετε ακάθαρτον ως πρώτον,
ουαί, που δεν μας κάνετε και τώρα το χατήρι
και ψήνεται ο Κόντες μας εις κάμινον ερώτων.
-
Ουαί υμίν, που σύρετε για μας τα εξ αμάξης,
ουαί υμίν, που θέλετε τας εις χρυσόν εισπράξεις,
ουαί υμίν, καθάρματα Τραπεζιτών αδίκων,
οπού τους φόρους θέλετε των διαφόρων σύκων,
ουαί υμίν, που θέλετε κι αυτά τα βελανίδια,
καθώς και τα λεγόμενα Ελληνιστί κικίδια,
ουαί, που θέλετε κι αυτόν τον φόρον της σταφίδος
χωρίς να εξελέγχεται το προϊόν κατ είδος,
ουαί υμίν, που θέλετε και τέλη μεταλλείων,
παντοδαπών εταιριών και τόσων ατμοπλοίων,
ουαί υμίν, που θέλετε σκωρίας του Λαυρίου
και καθεμίαν πρόσοδον παντός ουρητηρίου.
-
Ουαί υμίν, που θέλετε και μέρος της σταφίδος
και τρία πέμπτα του λαδιού, που βγαίνει στην Επτάνησο,
ουαί υμίν, γεννήματα ξεβράκωτης Αγγλίδος,
που σαν μωρό ποτίζετε τον Κόντε με γλυκάνισο,
ουαί υμίν, που θέλετε να σας γενούμε σκλάβοι
και τας εισπράξεις Τράπεζα σπουδαία ν αναλάβη,
ουαί, δυνάσται τύραννοι Ελλάδος νηστικής,
που μία εκ των Τραπεζών, η της Ιονικής,
πολύτιμα γραμμάτια κατ έτος θα εκδίδη
και θα τα τρων νηστεύοντες γαϊδάροι για γρασίδι.
-
Ουαί που θα πληρώνωνται τα τέλη των εμπόρων
με πίστεως γραμμάτια μεγάλης κι αοιδίου,
ουαί, που πάσα είσπραξις των υπεγγύων φόρων
θα στέλλεται προς κάλυψιν του τοκομεριδίου.
Ουαί υμίν, υποκριταί, δοχεία μαύρου δόλου,
οπού δεν εμπιστεύεσθε την πίστιν μας καθόλου
και πάσα πιστοποίησις πηγαίνει του κακού
γιατί φοβείσθε την βροντήν του πυροβολικού.
-
Ουαί υμίν, θρασύδειλα βλαστήματα ελάφων,
οπού παρέρχεσθε ψυχροί προ παναρχαίων τάφων
και λέγετε «για λείψανα και τάφους τι μας μέλει;
εμείς για τους παράδες μας γερά ζητούμε τέλη,
κι αν έχη δόξαν ο Ρωμηός κορώνα και τιμή του,
ας βράζη τον αέρα της να πίνη το ζουμί του».
-Ουαί υμίν, κοάζοντες απόγονοι βατράχων,
που δεν σας καίγεται καρφί κι αν εις τον Μαραθώνα
ευρήκαμε τα κόκκαλα των Μαραθωνομάχων
και τούτον εδοξάσαμεν της ύλης τον αιώνα,
και λέγετε «για κόκκαλα πεντάρα δεν μας μέλει,
καθείς για τους παράδες του εισπράξεις φόρων θέλει,
κι όταν παθαίνουν οι Ρωμηοί γουργούραις των στομάχων
ας ροκανίζουν κόκκαλα των Μαραθωνομάχων».
-
Ουαί υμίν, υποκριταί, τσιφούτηδες Εβραίοι,
έντομα, περονόσποροι, ακρίδες, αρουραίοι,
ουαί υμίν, παμμίαρον Τραπεζιτών συνάφι,
που διόλου δεν συγκινούν των Μαραθώνων τάφοι,
μηδέ ρυάκων και πηγών σάς τέρπει το κελέρυσμα,
κι αρνείσθε να δανείσετε και μια στερλίνα χάρισμα.
-
Ουαί που θα τρελλάνετε τον Κόντε με τους όρους,
ουαί, που θέλετε κι αυτούς των κουκουλιών τους φόρους,
και λέτε δείχνοντες σ εμάς γεμάτα τα σακκούλια
πως με της δόξαις μοναχά δεν βάφονται κουκούλια,
ουαί, που δεν πιστεύετε κι εμένα τον Σωτήρα
και τα μυαλά μου, όλοι σας μου λέτε, και μια λύρα,
ουαί υμίν, που θέλετε να μας ιδήτε πτώμα
και σάλιο δεν αφίνετε μες στο στεγνό μας στόμα,
ουαί υμίν, ανίεροι, που μ όχεντρας φαρμάκι
κρυφά κρυφά δαγκώνετε τον Κόντε τον αχμάκη,
ουαί υμίν, ανήμερα θηρία της ερήμου,
που σκιάζομαι αν ευρεθώ και μια στιγμή κοντά σας
εκ φόβου μήπως το δεξί και το ζερβί μερί μου
το κομματιάσουν έξαφνα τα χαυλιόδοντά σας.
-
Ουαί, παμφάγα τέρατα…κακός ψυχρός σας χρόνος,
ταχόρταγά σας στόματα για τον παρά λυσσούν,
ουαί υμίν, Ιάσωνες της γραίας Αλβιόνος,
που της Ελλάδος θέλετε το δέρας το χρυσούν.
Ουαί υμίν, παληανθρωπιά…να πάτε να χαθήτε…
μ εκείνα τα κουπόνια σας μας τρώτε διαρκώς,
και τότε μόνον πιθανόν να ευχαριστηθήτε
όταν λωρίδα κόψετε Ελληνικής σαρκός.
-Ουαί υμίν, που γρήγορα την πλάνην σας θα νοιώσετε, ουαί,
που για το δάνειον πικρά θα μετανοιώσετε,
ουαί, που θάλθη μια στιγμή καθείς να σας λυπήται
και τότε σεις, ω δανεισταί, προς τους Ρωμηούς θα πήτε:
«Ουαί υμίν, απόγονοι των ευκλεών προγόνων,
που χάβετε τα δανεικά με στόματα Γοργόνων,
ουαί, που μας σκοτίσατε με την πολλή σας κλάψα
κι όλους σαν κουτομόηδες μάς βάλατε στην κάψα,
ουαί, που σας δανείσαμε και τούτη τη φορά,
ουαί, που μας κατάφερε ο Κόντες μια χαρά,
ουαί που τον Εγγλέζο μας πιστέψαμε τον Λο μας,
ουαί, που μας καθίζετε σε μουλαριών καπούλια,
ουαί, που θέλει σπάσιμο το ξεροκαύκαλό μας
μ όλα τα βελανίδια σας, τα σύκα, τα κουκούλια,
ουαί, που τους μεγάλους σας δεν νοιώσαμε σκοπούς
και γρήγορα θα μας δεχθή προσκυνητάς η Τήνος,
ουαί, τρις πονηρότεροι κι αυτής της Αλεπούς,
που κυνηγούσε στο Γουδί ο νέος Κωνσταντίνος».
-
(Ο Φασουλής με βάδισμα γοργόν
στον έξαλλον χωρεί Πρωθυπουργόν)
-
Τρ.-Τι βλέπω;… ήλθατε λοιπόν;
Φ.-Μονάχος μου εγύρισα
αφού τους δανειστάς καλά τους εσιγύρισα.
Τρ.- Κι ο Κόντες;
Φ.-Τους Φιλέλληνας από κοντά τους πέρνει
κι ακόμη με τους δανειστάς ο δόλιος παραδέρνει
Τρ.-Μη χωρατεύσεις αδελφέ…
Φ.-Δεν χωρατεύω διόλου,
πίστεψε στα λεγόμενα εμού του Αποστόλου…
με τσέπαις άδειαις, Πρόεδρε, στην αγκαλιά σου γέρνω
κι αν δεν πιστεύης ψάξε με να δης τι μούντζαις φέρνω.
Ο Θεοτόκης μόνος του παρλάρει παραφόρως,
πλανάται δε νυχθημερόν σαν Σούτσου Οδοιπόρος,
κι όπως αυτός παράδερνε για ναύρη την Ραλλού
έτσι κι ο Κόντε –τσελεπής στην Λόντρα βασανίζεται,
και πότ εδώ περίλυπον τον απαντάς κι αλλού
και πότ εκεί καμαρωτός και ντούρος εμφανίζεται.
Με χίλια δυό καμώματα οι δανεισταί τον πνίγουν
κι αυτός βροντά της πόρταις των προς εύκλειαν ημών,
η πόρταις όμως εύκολα, Μυλλόρδε, δεν ανοίγουν
όταν η χρεία τής κτυπά κατά τον Σολωμόν.
Τρ.-Και τώρα;
Φ.-Χασμουρειόμαστε στας όχθας του Ταμέσεως
πολλά συλλογιζόμενοι περί της υποθέσεως,
και σκυθρωποί εβλέπαμε τα φώτα της εσπέρας
κι οικτείραμε το μάταιον αυτής της βρωμοσφαίρας.
Τους δανειστάς πατόκορφα μονάχοι μας ελούσαμε,
γιαλό γιαλό πηγαίναμε κι όλο για σε μιλούσαμε,
κι ενώ με πόνο λέγαμε τα τόσα βάσανά μας
και πότε πότ εξύναμε κι οι δυό τα πισινά μας,
από μπροστά μου έξαφνα ο τσελεπής εχάθη
και δεν ειμπόρεσε κανείς πού βρίσκεται να μάθη.
Όλη την Λόντρα έψαξα, παντού γι αυτόν ερώτησα,
και με τας ερωτήσεις μου Άγγλους κι Αγγλίδες σκότισα,
κι εξέτασα κι ανέκρινα κλητήρας κι αστυνόμους
κι έναν ντελάλη πλήρωσα να διαλαλή στους δρόμους:
«Όποιος ευρή στον δρόμο του νεοφερμένο Κόντη,
κρεμανταλά, ξερακιανό, που δεν του λείπει δόντι,
που δίχως κόρτε δεν περνά ουδ ώρα μια κι ημέρα του
κι ήλθε στην Λόντρα κατ αυτάς ν αλλάξη τον αέρα του,
και των Ρωμηών τους δανειστάς να περιηγηθή
και με τον Λόρδο Ρόζβερυ στενώς να συνδεθή,
όποιος ευρή στον δρόμο του αυτόν τον μπακαλιάρο
με σκαρπινάκι άιντε ντε και γυαλιστό κολλάρο,
που για παράδες δανεικούς ξεσχίζει τα μανίκια του,
να μας τον φέρη γρήγορα να πάρη τα βρεθήκια του.»
Εις μάτην όμως Πρόεδρε…τον Κόντε δεν τον βρήκα,
μάτην ο κήρυξ έσκουζε το κάθε του σημάδι,
κι απελπισθείς πώς θα τον βρω μες στο βαπόρι μπήκα
κι έφθασα σώος κι αβλαβής σε τούτο το ρημάδι.
Τρ.-Μήπως τυχόν στον Τάμεσι ο Κόντες μας επνίγη,
ή μήπως έβαλε καμμιά Μυλλαίδη στο κυνήγι;
Φ.- Ξέρω κι εγώ τι να σου πω… ανησυχώ πολύ,
αλλ όμως πρέπει τάχιστα γι αυτόν τον ντερτιλή
εξάπαντος να μάθωμε με κάθε προθυμία
και να τηλεγραφήσωμε εις την Αστυνομία,
αλλέως, φίλε Πρόεδρε, στιγμή δεν θα συχάσωμε
και θάναι κρίμα κι άδικο τον Κόντε μας να χάσωμε.
Τρ.-Λοιπόν γι αυτό το δάνειον τι διάβολο εμάθετε;
Φ.-Το δάνειον προς το παρόν στην καραντίνα κάθεται,
εν τούτοις την γαϊδάρα μου αφήκα στην Αγγλίαν
με την ρητήν διαταγήν και την παραγγελίαν
όποιος ευρή τον Κόντε μας ευθύς να του τη δώση
κι εκείνος στην γαϊδάρα μου τους γρούπους να φορτώση.
Τρ.-Γενναίως ηγωνίσθητε στην ένδοξον μας πάλην
και σεις εκαταφέρατε τους δανειστάς και πάλιν
με την λεπτήν ανατροφήν και τους καλούς σας τρόπους.
και θ ανταμείψω δαψιλώς τους ευγενείς σας κόπους.
Αλλ όμως πάσχω και θρηνώ και μαίνομαι κι οργίζομαι
όταν την περιπλάνησιν του Κόντε συλλογίζομαι.
Φ.-Ησύχασε και πρόσμενε των δανειστών τον γρούπο,
με το κολάι θα βρεθή κι ο Κόντες οσονούπω,
και τότε μόσχον, Πρόεδρε, θα σφάξης σιτευτόν
κι αμέσως θ ανακράξωμεν στον Κόντε μας αυτόν∙
«ω των φρενών μας έκστασις και της ψυχής μας μέθη!...
ήτο νεκρός κι ανέζησε, απολωλώς κι ευρέθη».
Τρ.-Ως ευ παρέστης, σύντροφε του Κόντε…καλώς ώρισες!...
μα πες μου δα τους δανειστάς από κοντά τούς γνώρισες;
Φ.-Τους είδα και τους γνώρισα…
Τρ.-Και δεν μου λες τι κάνουν;
Φ.-Πολύ καλά…ευχαριστώ…στιγμή δεν σε ξεχάνουν.
Τρ.-Τι άνθρωπ είναι;
Φ.-Άνθρωποι με χέρια και με πόδια,
μα σαν δανείζουν των Ρωμηών τους Λόρδους και Σωτήρας
τότε μεταμορφόνονται, Πρωθυπουργέ, σε βώδια,
με άλλους λόγους γίνονται καθώς τους αροτήρας,
κι εμείς ανάγκην έχομεν κτηνών αροτριώντων
προς νέαν καλλιέργειαν των ξηραθέντων φόντων.
Τρ.-Πώς ήθελα να δω κι εγώ Εγγλέζους παλαβούς
εμπρός μου να μεταβληθούν εις αροτήρας βους…
αλλ όμως να!...προσέρχονται με μυκηθμούς τα τέρατα…
καλώς τα τα βωιδάκια μου με τα μεγάλα κέρατα…
(Από σφοδράν συγκίνησιν ο Πρόεδρος ζαλίζεται
και τον απεσταλμένον του θερμώς εναγκαλίζεται,
κι εκείνος για το δάνειον δακρύων τον συγχαίρει
και του φιλεί το κούτελο και το δεξί του χέρι.)

Για τον Σουρή, βλέπε και εδώ:
http://www.candianews.gr/2015/03/01/oue-dinaste-tiranni-ellados-nistikis-oue-imin-katharmata-trapeziton-adikon-opou-tous-forous-thelete-ton-diaforon-sikon/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου