Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2020

Αμπέλι & τρυγητός Του Κωστή Λαγουδιανάκη

 

Τρυγοπατήματα χαράς και κρασοπανεγύρι

Στου χρόνου τη μ-προπατηξά Σετέμπρης άμα πιάσει
του τρυγητού ο “πόλεμος” είναι στη μάλε-βράση.
“Θέρος και Τρύγος πόλεμος” που δε γ-κεντά καψούλι,
οι κόποι ολόκληρης χρονιάς έχουν’ εδά μαξούλι.
Στου τρυγητού το μ-“πόλεμο” βουβαίνουνται οι σφαίρες
και πανεγύρι αρχινά που δα βαστάξει μέρες.
Μαλιχουλές τση ταχινής, μαλιχουλές στ’αμπέλια
ξεταλαγιούν οι τρυγητές και τα μικιά κοπέλια.
Με το μεράστρι αρχινά του τρύγου πανεγύρι
χαρές τ’ αμπέλι πληθερές έχει σ’ ετσά σεΐρι.
Στο πανεγύρι τουτονέ μελιτακιές αθρώποι
σιμώνουνε πασίχαροι κι αλαργωπά ’ν’ οι κόποι.
Αθιβολές του αμπελιού τάξε παλιού ονείρου
καλαναθιβολεύγου τζι αράδες του Ομήρου.
Το μ-ποιητή τω μ-ποιητώ στην Ιλιάδα σμίγω
κι εκειά το μ-πλια παλαϊνό δε μ-ποχορταίνω τρύγο.
Του Αχιλλέα (ο) ΄Ηφαιστος ασπίδα που του σάζει
εκειά το ν-τρύγο τ’ ΄Ομηρου η μπένα ντου ξομπλιάζει:
«Χρυσό μεγάλο κι όμορφο αμπέλι φυτεμένο
τζαμπιά-τζαμπιά τα μαύρα ντου σταφύλια φορτωμένο.
Στ’ αμπέλι γυροτρίγυρα σιμώνει μονοπάτι,
εκειά του τρύγου προπατού τα ζάλα του αργάτη.
Πλεχτά κοφίνια τρυγητές που σκώνουνε στον ώμο,
με τον ολόγλυκο καρπό γλυκαίνουνε το δρόμο.
Εκειά στ’ αμπέλι κι η χαρά παντήχνει με τα νιάτα,
ντεληκανήδες, κοπελιές στου τρύγου τα μαντάτα.
Γλυκόφωνο γροικάτ’ εκειά του Λίνου το τραγούδι
απού το λέει ντεληκανής που ’ναι στο πρώτο χνούδι.
Οι γι-αποδέλοιποι στη γης τα πόδια ντως χτυπούνε
φωνιάζουν, αγκαλιάζουνται, γελού κι ατζοπηδούνε».
Από τσι χρόνους του χαλκού λένε παλιά βαΐζα
στο χώμα το ελληνικό του αμπελιού ’ν’ η ρίζα.
Τσ’ αρχαίας τση παράδοσης το μολογά σκουτέλι
στην  Ολυμπία τ’ Αλφειού πως βρέθηκε αμπέλι.
Του Διονύσου ο υγιός τον άθρωπο αρμηνεύγει
πρώτος ο Οινοπίωνας τ’ αμπέλι να φυτεύγει.
Για τ’ αμπελιού το φύτεμα, για τ’ αμπελιού το σκάμμα
τα γράφει ο Θεόφραστος και για το ν-τρύγο αντάμα.
Σάικα ο Θεόφραστος του αμπελιού  ’χει μάθος
και αρμηνεύγ’ η μπένα ντου να μη γενεί το λάθος.
Γράφει και για το φύτεμα και για το κλάδος γράφει
και πώς και πότε να γενεί μη μ-πάει ο κόπος στράφι.
Κι η μπένα του Ησίοδου στ’ αρμηνολόι πράσσει
το κλάδος να’ χει ξέτελα άνοιξη πρίχου πιάσει.
Φαίνετ’ αμπέλι χαμωτό στσ’ αρχαίους χρόνους λείπει
στ’ αγγεία και στσι ζγουραφιές δε ντο θωρούμε ντίπι.
Ρωτούμενε τσι ζγουραφιές γιατί μιλού γ-κι εκείνες
και για τσ’ αρχαίους λένε μας πως είχαν κρεβατίνες.
Οι κρεβατίνες φέρνανε μπελάδες και μεγάλους
να πα να βρούνε “χάρακες”, εδά λέμε πασσάλους.
Σταφύλια στη γ-κορφή ψηλά η κρεβατίνα κάνει
η αλεπού κι ο μποντικός ρέγεται μα δε φτάνει.
Και του Αισώπου η αλεπού σα τζι ’χασε τσ’ ολπίδες
εδά δε τζι γυαλίζουνε γιατί  ’ναι αγγουρίδες.
Του αμπελιού αθιβολή και ο Χριστός τη φέρνει
και αξαμάρι καθαείς ο μαθητής Του παίρνει.
“Εγώ ειμί η άμπελος” λέει στον απατό  νΤου
και “είσαστε τα κλήματα” λέει τω μαθητώ νΤου.
Τούτα τα λόγια του Χριστού πομένουν στον αιώνα
και ο ζγουράφος ζγουραφιά τα κάνει στην εικόνα.
Εικόνες με την “άμπελο” πιάνει και ζγουραφίζει
κι ο κόσμος ο χρισιανικός θωρεί και σαϊντίζει.
Πλήσοι αιώνες ψεσινοί κι αρίφνητοι οι χρόνοι
στα κρητικά τα χώματα τ’ αμπέλι που ριζώνει.
Τ’ αμπέλι τηνέ ρέχτηκε τη γ-Κρήτη για πατρίδα,
αθρώποι το ποδέχουνται κι η αμπελοσκαλίδα.
Πολλώ χρονώ τα σκάμματα τ’ αμπέλια καλλουργούνε
κι αυτά ριζοσκελώνουνε και σταφυλογεννούνε.
Νοικοκυργιού πλήσες χαρές γεννοβολά τ’ αμπέλι
με τα τρυγοπατήματα και το κρασοβαρέλι.
Απείς ο άθρωπος θωρεί το χρόνο-προπατάρη
στη γ-Κρήτη το βενετικό βρουχάται το λιοντάρι.
Στη γ-Κρήτη μος και πάτησε τω Βενετώ το ζάλο
για το κρασί τ’ αμέντε ντως είναι πολλά μεγάλο.
Με τσι σκαλίδες τότεσάς οι κρητικοί οι τόποι
φιλεύγου γ-και φυτεύγουνε αμπέλια οι γι-αθρώποι.
Χέρισα καλλιτεύγουνται, γεμώνουνε αμπέλια
έρχουντ’ εμπόροι του κρασού και τω μ-παράδω γέλια.
Κρασάμπελα εδά κι ομπρός η Κρήτη ’ναι γεμάτη
μα η Βενεθιά, τ’ αφεντικό,  το στένει εκειά τ’ αμάτι.
Τα σταφυλογεννήματα πλήσες χαρές γεννούνε
με του κρασού την εσμιγά πρικιά γλυκά κλουθούνε.
Σκαψίματα, κλαδέματα εδά  ’χουνε μπιτίσει
με τα κουτσοκορφίσματα τ’αμπέλι ’χει γεννήσει.                         Λιάτικο και ρωμέικο, βιλάνα, θραψαθύρι,
την ώρα ανημένουνε να μπου στο πατητήρι.
Το μαντηλάρι κι ο ταχτάς, μοσκάτο, κοτσυφάλι
κι εκείνα του πατητηριού ρέγουνται την αγκάλη.
Ώρα καλή του τρυγητού οντέ κοντοσιμώνει
όλα τα χρειασίδια ντου τ’ αμπέλι ’νεμαζώνει.
Στσ’ έξε τ’ Αγούστου, του Χριστού, σταφύλια με πανιέρι
στην εκκλησά, για την ευκή, ο αμπελάς δα φέρει.
Όλα τα χρειαζόμενα τα ’αμπέλι πρι τρυγήσει
α θένε πράμα σάσιμο δα τα μεραμετίσει.
Πρίχου ν’ αρχίξει τρυγητός, οντέ κοντοσιμώνει,
είχανε τον αμπελικό οι περασμένοι χρόνοι.
Τ’ αμέντε ντου αμπελικός είχενε εκειά πέρα
για ν’ αλαργάγει τ’αμπελιού κιαμιάς κλεψάς τη χέρα.
Κόφτρες και κόφες και τσακί,τση ταχινής τα γέλια
σταφυλομαξουλίδικα του τρυγητού τ’ αμπέλια.
Μικιοί, μεγάλοι, νέικοι τρυγούνε και συντρέμου
κιανείς δε γ-κάθετ’ άπραγος την ώρα του “πολέμου”.
Συντρέμει κι η  δικολογιά, συντρέμουν κι οι γειτόνοι
κι απλοχωρεί ο τρυγητός γιαμιάς και αποσώνει.
Εδά-εδά, στσι μέρες μας με τσ’ αλλαγές τσι τόσες
στου τρυγητού τα χάχαρα γροικούνται κι άλλες γλώσσες.
Αρά και πού παλαιϊνές θωρείς εδά τρυγήτρες,
τ’ αμπέλια σογεμώσανε με τσι ξενομερίτες.
Τσι κόφες ο κουβαλητής πάει στο πατητήρι
φκαιρένει και το πάτημα εδά ’χει πανεγύρι.
Το πατητήρι παστρικό μούστου χορό δα πιάσει
γεμώνει κρασοστάφυλα εδά το χοροστάσι.
Για τσι αρχαίους ο “ληνός”, για μας το πατητήρι
τέθοια τσαλοπατήματα ρέγεται να παρτίρει.
Ο μούστος στσι χαρές καλεί για να ’ρθει και το χρώμα
και αποκάτω ανοιχτό εί’ ντου δοχειού το στόμα.
Το κρασοβάρελο γροικά του μούστου τα χαμπέρια
στα εδικά ντου οπουγιάς δα πράσσει τα λημέρια.
Δε γ-κλαίει το κρασοβάρελο πως είν’ εδά στο μ-πάτο
ογλήγορα γεμώνει το το μέτρος τω μιστάτω.
Μούστος του κρασοβάρελου πάει σ’ άλλα λημέρια
στα χέρια τση νοικοκεράς να σάσει τα κιοφτέρια.
Τ’ αϊ-Γιωγιού του Μεθυστή καμπάνα οντέ θα παίξει
το νέικο στου τραπεζού κρασί δα βγει στη φέξη.
Τ’ ανοίματα τω βαρελιώ κρασοχαράς το πέι
και αναθιβολεύγουνε Πυθοίγια οι αρχαίοι.
Και τσ’ ώρες απού κλαίμενε και τσ’ ώρες που γλεντούμε
κρασί ένα ζαρίφικο βάνομε για να πιούμε.
Στη μ-πρίκα μας γ-ή στη χαρά με το κρασί αντάμα
κρασί και στη μεταλαβιά ,εί’ ντου Χριστού το νάμα.
“Χαιράμενοι κι απίκρατοι στση ζήσης το σεΐρι
να σκουτελοβαρίσκομε με το κρασοποτήρι”.
 

ΓΛΩΣΣΑΡΙ
α=αν   (η)αγγουρίδα=τα άγουρα σταφύλια,τα ξινά    (η)αθιβολή= κουβέντα, συζήτηση για πρόσωπα ή γεγονότα περασμένης εποχής   αλαργοπά= μακριά(απόσταση)    (έχω)τ’αμέντε=προσέχω,επιτηρώ   (ο)αμπελικός=ο φύλακας του αμπελιού   (η)αμπελοσκαλίδα=σκαλίδα κατάλληλη για σκάψιμο του αμπελιού   αναθιβολεύγω=ξαναφέρνω τη συζήτηση   (το)αξαμάρι=το μέτρημα για κατασκευή παπουτσιών,μτφ.το υπόδειγμα,το πρότυπο   απής=αφού,μετά  απλοχωρώ=προοδεύω,προκόβω    αποδέλοιποι=υπόλοιποι   αποσώνει=τελειώνει, ολοκληρώνεται    απού=όπου,που    αρά και πού=αραιά και που,σπάνια   (ο)αργάτης=ο εργάτης    αρίφνητος=αμέτρητος,αναρίθμητος   (το)αρμηνολόι=η συμβουλή    αρχινώ=αρχίζω (το)βαΐζι-α=η αφήγηση,η εξιστόρηση   βουβαίνομαι=χάνω τη φωνή μου,Δε μιλώ  βρουχάται=μουγκρίζει   γεμώνω=γεμίζω   γιαμιάς=μονομιάς,αμέσως,σύντομα   (δε)γυαλίζουνε= δεν αρέσουν   (η)δικολογιά=οι συγγενείς    (το)δοχειό=το δοχείο κάτω από το πατητήρι στο οποίο τρέχει ο μούστος   εδά-εδά=πρόσφατα    εκειά=εκεί   (η)εσμιγά=η συνάντηση,το αντάμωμα,το σμίξιμο   (το)ζάλο=το βήμα   (το)ζαρίφικο=το ποτήρι με κρασί   (η)ζγουραφιά =η ζωγραφιά   (ο)ζγουράφος=ο ζωγράφος  θένε=θέλουν   καλλουργώ=καλλιεργώ  κεντώ(προφέρεται κεdώ)πιάνω φωτιά   (το)κιοφτέρι=αποξηραμένη μουσταλευριά που προσφέρεται σαν γλύκισμα   (το)κλάδος=το κλάδεμα   (η)κόφα=το πλεχτό κοφίνι με λεπτά κλωνάρια (για μεταφορά σταφυλιών)   (η)κόφτρα=η γυναίκα που κόβει σταφύλια  (το)κουτσοκόρφισμα=η εργασία του κοφίματος των κορφών των βλαστών του αμπελιού   Λίνος=μυθικός φημισμένος μουσικός   (το)μάθος=η μάθηση,η γνώση  (η)μάλε-βράση=το αποκορύφωμα   (ο)μαλιχουλές=η αναστάτωση,η φασαρία   (το)μαξούλι=η σοδειά  (η)μελιτακιά=η μυρμηγκιά,μτφ.ο συνωστισμός   μεραμετίζω=επιδιορθώνω μικροζημιές   (το)μεράστρι=το άστρο της ημέρας,ο αυγερινός    (η)μεταλαβιά=η Θεία Κοινωνία   (το)μίστατο=μέτρο χωρητικότητας του κρασιού 10-12 οκάδες  μολογώ= ομολογώ, μαρτυρώ,αποκαλύπτω    μπιτίζω=τελειώνω   (το)νάμα=το κρασί της Θείας Κοινωνίας  νέικος=ο νεαρός  (ο)ντεληκανής=ο νέος,έφηβος   ντίπι=καθόλου     (ο)ξενομερίτης=ο καταγόμενος από άλλη περιοχή  (τα)ξέτελα=η αποπεράτωση,η ολοκλήρωση     ξεταλαγιώ=ξεσηκώνομαι,αναστατώνομαι   ξομπλιάζω=στολίζω,διακοσμώ   ογλήγορα= γρήγορα   οντέ=όταν  οπουγιάς=όπου να’ναι,σύντομα   (το)πανεγύρι=το πανηγύρι   παντήχνω=συναντώ   παρτίρω=υποφέρω  πασίχαρος=ολόχαρος    παστρικός=καθαρός   (το)πέι=η προκαταβολή     πλήσα=άφθονα,αρκετά     πράσσω=συχνάζω  πρι=πριν    
πρικύ=το πικρό    πρίχου=πριν   (η)προπατηξά=το περπάτημα,το βάδισμα   ρέγομαι=αρέσκομαι,ευχαριστιέμαι   ριζοσκελώνω=αποκτώ βαθιές ρίζες και αναπτύσσομαι   σα=σαν,όταν   σάζω=φτιάχνω,κατασκευάζω  σάικα=βάβαια,αληθινά  σαϊντίζω=εκτιμώ,υπολήπτομαι  σιμώνω=πλησιάζω    (το)σκάμμα=το σκάψιμο  (το)σκουτέλι=πήλινο πιάτο    στράφι=άδικα   συντρέμω=βοηθώ   (η)ταχινή=το πρωί,η αυγή   τάξε=σαν να   τότεσάς=τότε   (το)τσακί=μικρός σουγιάς που κλείνει,σφαλιχτάρι    (η)φέξη=η φανέρωση   φκαιρένω=αδειάζω   (τα)χάχαρα=τα θορυβώδη γέλια   χέρισο=χέρσο,ακαλλιέργητο   (το)χνούδι=τα πρώτα εφηβικά γένια   (τα)χρειαζόμενα=τα αναγκαία,τα απαραίτητα για μια εργασία   (τα)χρειασίδια=τα απαραίτητα σκεύη    ψεσινός=χθεσινός,περασμένος





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου