Η Υψωσις εν Ουρανώ του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού, από του εν τη κορυφή της Ιδης ναϊδίου και το ζήτημα του Κρητός”.....
(Παύλου Γ. Βλαστού, 1894)
Παραμόν’ ήτο του Σταυρού που βγήκα σε κορφάλι,
και νύχτα, χασοφεγγαρία, μ’ αστροφεγγιά μεγάλη.
Να ιδώ τον Τίμιο Σταυρό να τονε προσκυνήσω,
μια χάρη με ευλάβεια θέλω να του ζητήσω.
(Παύλου Γ. Βλαστού, 1894)
Παραμόν’ ήτο του Σταυρού που βγήκα σε κορφάλι,
και νύχτα, χασοφεγγαρία, μ’ αστροφεγγιά μεγάλη.
Να ιδώ τον Τίμιο Σταυρό να τονε προσκυνήσω,
μια χάρη με ευλάβεια θέλω να του ζητήσω.
Από ένα γέροντ’ ασκητή άκουσα να διηγάται,
– Που ιδή Σταυρό στον Ουρανό καλότυχος λογάται.
– Στου Ψηλορείτη την κορφή όπου ν’ η εκκλησία,
από κει μέσα ξεκινά με τόση παρρησία.
Κι η νύχτα, ημέρα γίνεται τον Ουρανό αναδεύγει,
κι εις τσι Μαδάρες τω Σφακιώ πάει και βασιλεύγει.
“Ο,τι ζητήσεις, δίδει σου, κι όλα τα πάθη γειαίνει
και σαν αστέρι χύνεται, σαν αστραπή διαβαίνει”.
Παράκληση και προσευχή βγήκα κι εγώ να κάμω,
πλούτη και δόξες δε ζητώ, χαραίς μηδέ και γάμο.
Γιατί αυτά εις τη σκλαβιά ποτέ δεν ωφελούνε,
ξανάστροφα γυρίζουνε και βάσανα γεννούνε.
Κι απής εβγήκα στο βιγλί σ’ το δροσερό αεράκι,
καθίζω να ξεκουραστώ επάνω στο χαράκι.
Βοσκοί κι αρνάκια στα βουνά ήσαν ησυχασμένα.
τα ξωτικά κι οι πατασμοί στον άδη στροβλισμένα.
Πουλιά, κοτσύφια, πέρδικες στα δάση είχαν κοιτάξει
λαγοί κι αγρίμια του βουνού κι αυτά είχανε λουπάξει.
Σαν να ‘χαν προνοητικό αγρύπνουν μ’ ησυχία,
για να συγκλίνουν στο Σταυρό του κόσμου τα στοιχεία.
Δεξιά, ζερβά σωντήρουνε και χαμηλά κι απάνω,
κι η μοναξιά μ’ ετάραξε και το Σταυρό μου κάνω.
Τα φανταξά δεν σκιάζωμαι, τους ζωντανούς ντηρούμαι,
χωσιά των Τουρκοκρητικών, αυτή μόνο φοβούμαι.
– Μα ξάφνου βλέπω στην κορφή του Γεροψηλορείτη,
Σαν ήλιος ν’ αχτινοβολά και φέγγει ούλ η Κρήτη.
Θωρώ τη στρογγυλή κορφή όπου τ’ αστέρια φτάνει,
στο κκλησιδάκι του Σταυρού, Χρυσός Σταυρός εφάνει.
Ο κόσμος όλος έφεξε με του Σταυρού τη λάμψη,
τρομάσσω σαν αμαρτωλός μην τύχη και με κάψει.
Θαμπόνουνται τα μάθια μου, δηλειό, σταυροκοπιούμαι,
μικρόψυχος ευρέθηκα και σήμερο λυπούμαι!
Διαβαίνει τα ουράνια χαρά Θεού και δόξα,
μα ‘γω που λίγον έλειψε να καταπιώ τη γλώσσα,
Η δύναμή μου εκόπηκε, το θάρρος, λιγοστεύγει,
κι ο νους μ’ από την κεφαλή επέταξε και φεύγει.
– Γκαρδιώνωμαι κι αντρεύγωμαι, μ’ άργησα ο καημένος
μακριά στα όρη τω Σφακιώ ήτον απογερμένος.
– Σταυρέ μου!… μια παράκλησι, μια χάρη να μου δώσεις,
την Κρήτη από την Τουρκιά να την ελευθερώσεις.
Μα ο Σταυρός είχε διαβεί… Ποιος άξιος ως του χρόνου,
πατόκορφα τα μέλη μου ιδρώνουν και ξεδρώνουν.
Κι ετάχθηκα ξυπόλυτος εις την Κορφή ν’ ανέβω,
αν μ’ αξιώση ο Σταυρός κείνο που του γυρεύγω.
– Πενήντα χρόνοι πέρασαν!.. που κάθε χρόνο πάλι,
παραμονεύγω το Σταυρό και βγαίνω στο κορφάλι,
και κάθε χρόνο λέσι μου, πολλοί που τον θωρούνε,
μα κείνοι άλλα των αλλών!… και πρόσκαιρα ζητούνε!
– Για την πατρίδα δε ρωτούν, τα μάταια γυρεύγουν,
κι οι Τούρκοι, δέρνουν, τυραννούν, κρεμνούν και μακελεύγουν.
Πίστις, κι ελπίς, θάρρος κι αντρεία, απόφαση κι ομόνοια,
μ’ αυτά οι σκλάβοι διώχνουνε, τυράννους και δαιμόνια!”.
πηγή: Χανιώτικα Νέα
– Που ιδή Σταυρό στον Ουρανό καλότυχος λογάται.
– Στου Ψηλορείτη την κορφή όπου ν’ η εκκλησία,
από κει μέσα ξεκινά με τόση παρρησία.
Κι η νύχτα, ημέρα γίνεται τον Ουρανό αναδεύγει,
κι εις τσι Μαδάρες τω Σφακιώ πάει και βασιλεύγει.
“Ο,τι ζητήσεις, δίδει σου, κι όλα τα πάθη γειαίνει
και σαν αστέρι χύνεται, σαν αστραπή διαβαίνει”.
Παράκληση και προσευχή βγήκα κι εγώ να κάμω,
πλούτη και δόξες δε ζητώ, χαραίς μηδέ και γάμο.
Γιατί αυτά εις τη σκλαβιά ποτέ δεν ωφελούνε,
ξανάστροφα γυρίζουνε και βάσανα γεννούνε.
Κι απής εβγήκα στο βιγλί σ’ το δροσερό αεράκι,
καθίζω να ξεκουραστώ επάνω στο χαράκι.
Βοσκοί κι αρνάκια στα βουνά ήσαν ησυχασμένα.
τα ξωτικά κι οι πατασμοί στον άδη στροβλισμένα.
Πουλιά, κοτσύφια, πέρδικες στα δάση είχαν κοιτάξει
λαγοί κι αγρίμια του βουνού κι αυτά είχανε λουπάξει.
Σαν να ‘χαν προνοητικό αγρύπνουν μ’ ησυχία,
για να συγκλίνουν στο Σταυρό του κόσμου τα στοιχεία.
Δεξιά, ζερβά σωντήρουνε και χαμηλά κι απάνω,
κι η μοναξιά μ’ ετάραξε και το Σταυρό μου κάνω.
Τα φανταξά δεν σκιάζωμαι, τους ζωντανούς ντηρούμαι,
χωσιά των Τουρκοκρητικών, αυτή μόνο φοβούμαι.
– Μα ξάφνου βλέπω στην κορφή του Γεροψηλορείτη,
Σαν ήλιος ν’ αχτινοβολά και φέγγει ούλ η Κρήτη.
Θωρώ τη στρογγυλή κορφή όπου τ’ αστέρια φτάνει,
στο κκλησιδάκι του Σταυρού, Χρυσός Σταυρός εφάνει.
Ο κόσμος όλος έφεξε με του Σταυρού τη λάμψη,
τρομάσσω σαν αμαρτωλός μην τύχη και με κάψει.
Θαμπόνουνται τα μάθια μου, δηλειό, σταυροκοπιούμαι,
μικρόψυχος ευρέθηκα και σήμερο λυπούμαι!
Διαβαίνει τα ουράνια χαρά Θεού και δόξα,
μα ‘γω που λίγον έλειψε να καταπιώ τη γλώσσα,
Η δύναμή μου εκόπηκε, το θάρρος, λιγοστεύγει,
κι ο νους μ’ από την κεφαλή επέταξε και φεύγει.
– Γκαρδιώνωμαι κι αντρεύγωμαι, μ’ άργησα ο καημένος
μακριά στα όρη τω Σφακιώ ήτον απογερμένος.
– Σταυρέ μου!… μια παράκλησι, μια χάρη να μου δώσεις,
την Κρήτη από την Τουρκιά να την ελευθερώσεις.
Μα ο Σταυρός είχε διαβεί… Ποιος άξιος ως του χρόνου,
πατόκορφα τα μέλη μου ιδρώνουν και ξεδρώνουν.
Κι ετάχθηκα ξυπόλυτος εις την Κορφή ν’ ανέβω,
αν μ’ αξιώση ο Σταυρός κείνο που του γυρεύγω.
– Πενήντα χρόνοι πέρασαν!.. που κάθε χρόνο πάλι,
παραμονεύγω το Σταυρό και βγαίνω στο κορφάλι,
και κάθε χρόνο λέσι μου, πολλοί που τον θωρούνε,
μα κείνοι άλλα των αλλών!… και πρόσκαιρα ζητούνε!
– Για την πατρίδα δε ρωτούν, τα μάταια γυρεύγουν,
κι οι Τούρκοι, δέρνουν, τυραννούν, κρεμνούν και μακελεύγουν.
Πίστις, κι ελπίς, θάρρος κι αντρεία, απόφαση κι ομόνοια,
μ’ αυτά οι σκλάβοι διώχνουνε, τυράννους και δαιμόνια!”.
πηγή: Χανιώτικα Νέα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου