Κύριε, μη μου δίνεις την οδύνη που περιέχω
Η ποιητική προσευχή της Ζωής Καρέλλη
Σεβασμιώτατε, σεβαστοί πατέρες, εντιμότατοι
άρχοντες
κυρίες
& κύριοι, φίλες και φίλοι˙
Κύριε, μη μου δίνεις
την οδύνη που περιέχω […]
Με
τον υπέροχο, αυτό, στίχο, εν είδει θεμελίου λίθου,
η
Ζωή Καρέλλη αρχίζει το πρώτο ποίημα,
υπό
τον τίτλο 10
Απριλίου 1938.
της
πρώτης της ποιητικής συλλογής Πορεία,
η
οποία εκδίδεται ένα σημαδιακό έτος: το 1940.
Έχουμε,
λοιπόν, αμέσως,
ένα
στίγμα, από τα πολλά και εξόχως σημαντικά,
της
υπέροχης ποίησης
μιας
σπουδαίας και σύγχρονης ποιήτριάς μας.
Ένα
στίγμα βασισμένο
σε
μία από τις τελευταίες στιγμές της Σταυρώσεως,
και
λίγο πριν ο Κύριός μας παραδώσει το πνεύμα Του.
Από Θεού άρξασθαι,
λοιπόν!
Αλλ’
ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά τους.
Τύχη
αγαθή, πριν κάποια χρόνια,
ο
εκλεκτός θεολόγος, σπουδαίος φιλόλογος,
καλλικέλαδος
ψαλμωδός
της
ουράνιας μουσικής των αγγέλων,
διακεκριμένος
συγγραφέας σπουδαίων βιβλίων
και
καλός μου φίλος Γιάννης Τσερεβελάκης,
μου
μίλησε με τα θερμότερα λόγια για μια ποιήτριά μας,
εν
πολλοίς, δυστυχώς, άγνωστη σήμερα, τη Ζωή Καρέλλη.
Ομολογώ πως δεν είχα μελετήσει το ποιητικό της
έργο,
πέραν
κάποιων ποιημάτων της,
τα
οποία είχα συναντήσει σε ποιητικές ανθολογίες,
Είχε, μάλιστα, την καλοσύνη, να με εφοδιάσει
με
τις πρώτες συλλογές ποιημάτων της,
τις
οποίες και εμελέτησα εμβριθώς.
Αμέσως κατάλαβα ότι ο αγαπητός μου φίλος
είχε
απόλυτο δίκιο:
είχα
να κάνω με μια πολύ σπουδαία ποιήτρια,
με
πολλές και ποικίλες αναφορές στο έργο της
στην
Ορθόδοξη Πίστη μας.
Ήταν τόσες οι αναφορές, και τέτοιου υψηλοτάτου
επιπέδου,
που
μου φάνηκαν ως μια συνεχής και αδιάλειπτη
και
εξωτερικευμένη ποιητική προσευχή!
Από τότε πέρασαν κάποια χρόνια,
ώσπου,
πριν λίγους μήνες,
ο
Γιάννης μου πρότεινε να κάμω μια εισήγηση
με
αυτό ακριβώς το θέμα:
την
Ποίηση της Ζωής Καρέλλη, και τη σχέση της,
ειδικότερα,
με τον Χριστό μας και την αιώνια διδασκαλία του.
Επόμενο ήταν να αποδεχθώ
ασμένως
και ευχαρίστως
την
τιμητική αυτή πρόσκληση και πρόκληση
μια
και το εγχείρημα για εμένα
-ένα
απλούν αναγνώστη-
δεν
προμηνυόταν και τόσο εύκολο.
Τον ευχαριστώ θερμά και από τη θέση αυτή,
για
την τιμητική πρόσκλησή του,
αλλά
και για τον λόγο ότι μου απεκάλυψε
μιαν
εξαίσια ποίηση.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
[…] Σχολείο δεν πήγα·
ήμουν παιδί
ασθενικό,
πού να μ’ αφήσουν
να βγω απ’ το σπίτι;
όμως οι δάσκαλοι
μπαινόβγαιναν στο
σπίτι μας.
Ένας τους,
θαυμάσιος ελληνιστής,
μ’ έμαθε να λατρεύω
τους αρχαίους.
Σε τέτοιο σημείο
μάλιστα πού,
νεαρό κορίτσι,
αντί τα ρομαντικά
μυθιστορήματα
να επιλέγω το
συντακτικό και τη γραμματική
ως ανάγνωσμα.
Αν πήγαινα σχολείο,
ωστόσο,
ίσως να μη μάθαινα
τόσο καλά
τα γαλλικά, τ’
αγγλικά, τα ιταλικά.
Κάποτε,
ένας υπάλληλος του Δήμου Θεσσαλονίκης
ήρθε μ’
ένα ερωτηματολόγιο και με ρώτησε
τι πτυχία
κατέχω.
Του είπα,
δεν πήρα
ούτε απολυτήριο του δημοτικού σχολείου,
και δε με
πίστευε
(Μα πώς
είναι δυνατόν;).
Αργότερα,
παντρεμένη και μητέρα,
πήγαινα
μαζί με τον Πεντζίκη (σ.σ. τον αδελφό της),
(ακροάτρια)
στη Φιλοσοφική
ν’ ακούσω
τον Κακριδή (τον Γιάννη)
και τον
Αποστολάκη.
Είχαμε
θαυμάσιους φιλόλογους, τότε.
Κι οι δύο,
εξάλλου,
ήταν
έξοχοι ρήτορες. […],
μας εξομολογείται η ίδια η ποιήτρια
εκπλήσσοντάς μας,
για να μας δώσει μέσα σε λίγες, μόνο, γραμμές
πληροφορίες για τη δίψα η οποία τη διακατείχε
για την κατάκτηση της γνώσης,
καθώς και για το ανήσυχον του πνεύματός της.
Ανεξάντλητη πνευματική δεξαμενή η Θεσσαλονίκη
έχει τροφοδοτήσει την ίδια την πόλη
-αλλά και ευρύτερα την Ελλάδα-
με πολύ αξιόλογους και σημαντικούς ποιητές και λογοτέχνες,
οι οποίοι έχουν αφήσει τεράστιο έργο
με την προσωπική τους σφραγίδα
και το ιδιαίτερο στίγμα τους ο καθένας,
στην ιστορία της Λογοτεχνίας μας.
Ανάμεσα σε αυτόν τον ευρύ κύκλο
των πνευματικών δημιουργών
της ιστορικής νύμφης του Θερμαϊκού
ξεχωρίζει η Ζωή Καρέλλη,
κατά
κόσμον Χρυσούλα Αργυριάδου, το γένος Πεντζίκη.
Η
Καρέλλη έζησε ένα, σχεδόν, αιώνα,
βιώνοντας
ένα από τους πλέον πολυτάραχους αιώνες,
τον
20ον αιώνα:
γεννήθηκε
στην αρχή του, το 1901,
και
έφυγε για τους ουρανούς
πλήρης
ημερών, περί το τέλος του, το έτος 1998.
Αδελφός
της, καθόλου τυχαία,
ο
Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης,
ένας
άλλος σπουδαίος
των
γραμμάτων και της ζωγραφικής τέχνης.
Η ποιήτρια ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική
γενιά,
και
είναι η μόνη γυναίκα ποιήτρια
που
περιλαμβάνεται σε αυτή τη γενιά ποιητών.
Μαζί
με τον Γιώργο Βαφόπουλο και τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη,
αποτελούν
τους θεμελιωτές της νεωτερικής ποίησης στην Θεσσαλονίκη.
Στον χώρο της λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε το
1935,
όταν
δημοσιεύτηκε το πεζογράφημά της Διαθέσεις
στο
περιοδικό Το 3o
μάτι,
ενώ
το 1937 πρωτοδημοσίευσε το ποίημα της Φετεπουρσικρί
στο
περιοδικό Μακεδονικές
ημέρες.
Ήταν παραγωγικότατη:
εξέδωσε
δώδεκα ποιητικές συλλογές,
πέντε
θεατρικά έργα και πολλά δοκίμια,
ενώ
πολλά κείμενά της βρίσκονται δημοσιευμένα
σε
λογοτεχνικά περιοδικά,
και υπήρξε μέλος του κύκλου
του
περιοδικού Κοχλίας της Θεσσαλονίκης.
Ποιήματά
της μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες.
Πέραν
του προσωπικού της έργου
ασχολήθηκε
και με τη λογοτεχνική μετάφραση,
κυρίως
έργων του Τόμας Έλιοτ.
Τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης
για
τη ποιητική συλλογή Κασσάνδρα και άλλα ποιήματα,
και
το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης
για
τα Ποιήματα 1940-1973.
Υπήρξε μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών
Θεσσαλονίκης
και
της Καλλιτεχνικής Επιτροπής
του
Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος.
Είχε,
τέλος, την τύχη και την τιμή
να
είναι η πρώτη γυναίκα
που
αναγορεύτηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών το 1982.
Το
έτος 1985,
ο
Πρόεδρος της Δημοκρατίας
της
απένειμε το μετάλλιο
του
Ταξιάρχη του Φοίνικα της Ελληνικής Δημοκρατίας,
ενώ
το 1988 αναγορεύτηκε
επίτιμη
διδάκτωρ από την Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ.
ΘΕΜΑΤΟΛΟΓΙΑ - ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ
Η θεματολογία της Καρέλλη είναι πλούσια και πολυσχιδής.
Η
ποιήτρια μας μεταφέρει βαθιές σκέψεις,
πλούσια
διανοήματα και έντονους προβληματισμούς
για
πολλά, ποικίλα και πολύ ενδιαφέροντα θέματα,
με
κυρίαρχα τα αιώνια ερωτηματικά,
αυτά
που ανέκαθεν βασάνιζαν την ανθρώπινη σκέψη,
και
θα εξακολουθούν να την απασχολούν δια παντός:
το
σύνολον της δημιουργίας,
ο
άνθρωπος, η θέση του στον κόσμο
και
το εσωτερικό του, ψυχικό σύμπαν,
από
πού έρχεται και που πηγαίνει,
τι
είναι η ζωή και τι αυτό που μας περιβάλλει
ορατό τε και
αόρατον,
ποιος
ο σκοπός της ύπαρξης και της ζωής μας
καθώς
και του σύμπαντος κόσμου
(του
οποίου εκλεκτό μέλος και παρατηρητής του είμαστε),
η
αγάπη,
ο
έρωτας,
η
μοναξιά,
οι
τύψεις,
οι
επιθυμίες,
ο
χώρος,
ο
χρόνος,
τα
σχήματα
το
μυστήριο του θανάτου,
ο
φόβος
(και
οι φόβοι γενικώς),
για
τον θάνατο,
για
την απώλεια αγαπημένων προσώπων,
για
το μέλλει γενέσθαι,
η
οδύνη σε αντίθεση με την ηδονή,
και
τόσα άλλα,
που
αν και είναι, φαινομενικά, άσχετα μεταξύ τους,
ενώνονται
κάτω από τη μπαγκέτα της αντίστιξης της Καρέλλη
σε
μια υπέροχη ουράνια μελωδία.
Για
τον Θεό, πάντως, οι απόψεις της
είναι
αποκρυσταλλωμένες και ξεκάθαρες:
η
Καρέλλη είναι, πέραν πάσης αμφιβολίας,
μια πιστότατη και ένθερμη Χριστιανή,
η
οποία διαφυλάσσει, ως κόρην οφθαλμού,
τα
Δόγματα και την Ιερά Παράδοση της Αγίας Εκκλησίας μας.
Είναι, ακόμη, και μια φλογερή πατριώτισσα,
γεγονός
αναμενόμενον˙
ένας
πιστός Χριστιανός
δεν
μπορεί παρά να είναι και καλός πατριώτης.
Το
ποιητικό υποκείμενο μας ανοίγει διάπλατα
τη
θύρα του ψυχικού και πνευματικού του κόσμου
και
μας προσκαλεί για να μας δεξιωθεί
στα
ενδότερα των νοητικών του θαλάμων,
για
να μας φιλοξενήσει με τη θαλπωρή των ιδεών του,
να
μας δροσίσει με το νεαρόν ύδωρ των λόγων του
και
να μας κάνει κοινωνούς των σκέψεων και των προβληματισμών του˙
θέλει,
ακόμη, να μοιραστεί μαζί μας τις αγωνίες και τα άγχη του,
να
πληρώσει τα ποτήρια της συγκίνησής μας
με
τον οίνον των υψηλών διανοημάτων του,
να
μας φωτίσει με το μέσα του ψυχικό φως
και
να μας επιδαψιλεύσει με τις εκφάνσεις
μια
υψηλής φιλοσοφίας, της φιλοσοσφίας του.
Εκφραστικό του μέσο ο ποιητικός λόγος
του
οποίου τις εξελίξεις παρακολουθεί και ακολουθεί πιστά.
Μέσω
του υπέροχου, αυτού, έντεχνου,
ου
μην αλλά και δημοτικού είδους,
ο
σύγχρονος ποιητής,
βρίσκοντας
μπροστά του πολλαπλώς εξαντλημένα
όλα
τα πρόσφορα θέματα,
έχει
δύο, κυρίως, επιλογές:
α.
Να προσέξει τη λεπτομέρεια και να προστρέξει σ’ αυτήν, και,
β.
Να αντιμετωπίσει τα ίδια, αιώνια, θέματα με μια άλλη
(διαφορετική
σίγουρα,
αφού
έχει να κάνει με την προσωπικότητά του),
ματιά,
και
να δώσει τη δική του γνώμη,
να
καταθέσει την άποψή του
και
να προσκομίσει τη δική του θέση˙
την
προσωπική του ποιητική, ούτως ειπείν,
«ετυμηγορία»
γι’ αυτά,
χωρίς
να αποκλείεται, φυσικά,
και
ο συνδυασμός των δύο, αυτών, δυνατοτήτων.
Και
είναι αυτό, ακριβώς, που κάνει η ποιήτριά μας,
με
έμφαση στον γνωμικό χαρακτήρα
που
όλο και περισσότερο ισχυροποιείται και επικρατεί
στη
συγχρονική ποίηση.
Και
όπως εύκολα μπορεί να διαπιστώσει κανείς,
στην
ποίηση της Καρέλλη ευδοκιμούν όχι λίγοι στίχοι
που
θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι
σπουδαία
γνωμικά, υπέροχα αποφθέγματα,
εμβριθείς
στοχασμοί,
βαθύτατοι
αφορισμοί και αληθέστατες εκφάνεις,
που
προϋποθέτουν βαθιές σκέψεις,
μεγάλους
προβληματισμούς και τεράστια πείρα ζωής.
ΜΟΡΦΗ
Μορφικά η μεγάλη μας ποιήτρια
ακολουθεί
τις επιταγές της συγχρονικής ποίησης,
με
τον ελεύθερο μη ομοιοκαταληκτούντα στίχο.
Η
«απελευθέρωση» από τα δεσμά της ομοιοκαταληξίας
και
του αριθμού των συλλαβών και των στίχων
δεν
έκανε ευκολότερη την ποιητική δημιουργία˙
κάθε
άλλο!
εν
συνδυασμώ, μάλιστα,
με
την προηγηθείσα ανά τους αιώνες ποιητική δημιουργία,
τα
πράγματα έγιναν κατά πολύ δυσκολότερα.
Ο
ποιητής, σήμερα,
«οφείλει»
να είναι εξαιρετικά παρατηρητικός,
και
η γραφή του θα πρέπει να αποκρυσταλλώνει
μια
φιλοσοφική θέση και άποψη επί παντός,
με
τρόπο λακωνικό, περιεκτικό,
ενδεχομένως,
δε, (και) υπαινικτικό,
τρόπο
ο οποίος θα παράσχει στον νου του αναγνώστη
τον
εύκαμπτο βατήρα,
ώστε
εκείνος να στηριχθεί επάνω του,
να
αιωρηθεί, και παίρνοντας φορά,
να
εκτοξευθεί μαζί με τους συνειρμούς,
τα
διανοήματα και τις σκέψεις του
στα
ουράνια πελάγη
της
δικής του φαντασίας.
Η
γραφή της Καρέλλη είναι απλή,
χωρίς
ιδιαίτερα τεχνάσματα του λόγου,
και
ελλειπτική, άνευ, συνήθως, υπαινιγμών˙
όλα
είναι σε πρώτο πλάνο,
ενώπιον
του αναγνώστη.
Παρόλ’
αυτά,
η
προσέγγιση του ποιητικού έργου της Καρέλλη δεν είναι εύκολη.
Στο
απλό, εξ άλλου, κρύβεται το δύσκολο,
όχι
μόνον για τον αναγνώστη,
αλλά
και για τον δημιουργό.
Οι
έννοιες στην ποίηση της Καρέλλη
είναι
υψηλές, έντονες, βαθιές, πλούσιες, ποικίλες και πολλές,
ενώ
τα αντίστοιχα ισχύουν και για τα πυκνά νοήματα
τα
οποία προσκομίζει και εναποθέτει
προ
των οφθαλμών του εραστού της ποιήσεώς της.
Απαιτείται,
επομένως, η ιδιαίτερη προσοχή του αναγνώστη-μελετητή,
ο
οποίος έχει αρκετή νοητική εργασία να διεκπεραιώσει,
πολλές
σκέψεις να συνδυάσει,
και
ποικιλία λογικών συνειρμών να επιχειρήσει.
Ποια
είναι, όμως, η οπτική γωνία,
από την
οποία παρατηρεί την προσωπικότητα του ποιητή,
ούσα η
ίδια ποιήτρια;
ποιο
είναι αυτό το έλλογο ον που γράφει ποίηση,
και
γιατί δημιουργεί κάτι το φαινομενικά άχρηστο;
Θα σταθώ όρθιος στο
φως να μιλήσω.
Αφού βρίσκομαι πρέπει να μιλήσω.
Αφού άκουσα πρέπει να μιλήσω.
Αφού βρίσκομαι πρέπει να μιλήσω.
Αφού άκουσα πρέπει να μιλήσω.
Μέσα στο φως που με
περιέχει
ο αέρας, τα χρώματα, όλα τα σχήματα,
μου δίνουν το σχήμα μου.
ο αέρας, τα χρώματα, όλα τα σχήματα,
μου δίνουν το σχήμα μου.
Θ’ ανοίξω το στόμα
μου να μιλήσω,
η ομιλία μου είναι ό,τι μ’ έπραξε
και ό,τι μέλλω να πράξω
γιατί ευρίσκομαι.
η ομιλία μου είναι ό,τι μ’ έπραξε
και ό,τι μέλλω να πράξω
γιατί ευρίσκομαι.
Είναι πράξη μου ο
ορισμός της ζωής
που ορίζω και με ορίζει.
Καθορίζω τη στάση που με βαστά.
που ορίζω και με ορίζει.
Καθορίζω τη στάση που με βαστά.
Ας με βοηθήσει ο
Θεός μου να τον αναδείξω,
ν’ αποδείξω την εντός μου κατάθεσή του,
τη θέση μου του σώματος να κρατήσω.
ν’ αποδείξω την εντός μου κατάθεσή του,
τη θέση μου του σώματος να κρατήσω.
Σώμα πολύτιμο, ύλη,
δοχείο, κατάσταση της ψυχής,
η υλική μου γλώσσα μιλεί
την άυλη ομιλία μου.
η υλική μου γλώσσα μιλεί
την άυλη ομιλία μου.
Ποιο είναι το χρώμα
απ’ τις λέξεις που ακούω;
Συγχρωτισμός του παντός στην ομαλή συγχορδία,
το σύμπαν εντός μου σε μια φωνή.
Συγχρωτισμός του παντός στην ομαλή συγχορδία,
το σύμπαν εντός μου σε μια φωνή.
Ωσαννά εις τον
Κύριον τον μεγαλοπρεπή,
δίνει τα όνειρα που υπερβάλλει
η αδάμαστη πραγματικότητα.
δίνει τα όνειρα που υπερβάλλει
η αδάμαστη πραγματικότητα.
Η ζωή στην αγκάλη
απ’ το θάνατο
περιφέρει το βλέμμα τής αναγέννησης
και ο κατέχων το δώρο τής ομιλίας,
ομιλεί τα υπάρχοντα οράματα. […]
περιφέρει το βλέμμα τής αναγέννησης
και ο κατέχων το δώρο τής ομιλίας,
ομιλεί τα υπάρχοντα οράματα. […]
*
Άνοιξα το στόμα κι
άκουσα τη φωνή μου
και τότε κοίταξα τον πλησίον εαυτό μου […]
και τότε κοίταξα τον πλησίον εαυτό μου […]
(Ο ποιητής)
Και πώς αντικρίζει η ίδια το εκφραστικό της
όργανο,
την
ελληνική γλώσσα;
[…] Τα επίθετά της, ο
τρόπος της εκφοράς των
μέσα στην όλη
ποιητική της οικονομία,
δίνουν την αίσθηση
κτερισμάτων σε τάφο,
ενέχουν δηλαδή θέση
ουσιαστικού,
όπως τα συνοδεύοντα
τον νεκρό
στη μετά θάνατο ζωή
του,
όπλα, σκεύη και
κοσμήματα.[…]
Σε
αυτό το παράθεμα, αλλά και στο επόμενο,
η
ποιήτρια αναφέρεται στο επίθετο,
τη
λειτουργία του οποίου
αποπειράται
να αποκαταστήσει στο έργο της,
-με
επιτυχία ομολογουμένως-,
μια
και αυτό το συγκεκριμένο μέρος του λόγου
είχε,
για καιρό, τότε, εξοβελιστεί από την ελληνική ποίηση,
μετά
από μεγάλη περίοδο υπερβολικής χρήσεώς
και
«γλυκερής» καταχρήσεώς του.
Η
αναφορά της είναι ιδιαιτέρως καίρια,
πρωτότυπη
και ευρηματική:
τα
επίθετα ως κτερίσματα
σε τάφο!
[…] Είναι στιγμές που
με πιάνει ένα είδος λωλάδα», μου έλεγε,
μαρτυρεί
ο Αλέξανδρος Κοσματόπουλος.
Θυμάσαι τους στίχους
του Αχιλλέα,
όταν σκοτώθηκε ο
Πάτροκλος
και κλαίει πάνω στο
σώμα του.
Τι επίθετα, τι
πολύτιμες λέξεις!
Λυπάμαι που θα πεθάνω
και δεν μπορώ να
γράψω αυτό
για την ελληνική
γλώσσα.
Η σύνθεσή της, ορίζει
να την προσέξεις.
Σε κάθε σχεδόν
ελληνική λέξη
είναι δεμένος ο ένας
λόγος με τον άλλον.
Είναι ο παλμός του
ανθρώπου με τα πράγματα,
ο δεσμός του.
Η σύνθεση του λόγου
στα ελληνικά,
στα αρχαία ιδίως
φαίνεται αυτό,
(σ.σ.
αυτό αφιερώνεται σε όλους όσοι θέλουν
να
εξοστρακιστεί η αρχαία μας γλώσσα από την Εκπαίδευση),
[Η σύνθεση, λοιπόν, του λόγου στα ελληνικά]
έχει όλο το βάρος,
το πάθος του ανθρώπου
να εκφραστεί
σωστά και αληθινά.
Δεν υπάρχει στην
ελληνική γραμματική λέξη
που να μην έχει ένα
βαθύτατο αίσθημα της ζωής,
της συμβίωσης των
ανθρώπων,
και της προσπάθειας
των ανθρώπων για συμβίωση.
Με πιάνει δέος.
Γιατί υπάρχει συνάμα
και μια ψυχραιμία,
θα την έλεγες
ώρες-ώρες ψυχρότητα.
Έχει εμπειρίες
αφάνταστες.
Δεν ζαλίζεται,
φτάνει σε έναν
κολοφώνα για να εκφραστεί,
να μπορέσει να
διαμορφώσει τη λέξη» […].
Ιδού
και μια ποιητική της αναφορά
στον
λόγο εν γένει,
στις
έννοιες που αυτός εκφράζει,
στην
ευθύνη εκείνου που τον εκφέρει,
και
τη σχέση του με τους άλλους:
«[…] Είμαι βαρύς από την έννοια
των λόγων που φέρω,
υποφέρω την έγνοια
της ευθύνης των λόγων,
πρόσωπα αποφέρουν κάθε λογής
τα λόγια που προφέρω,
ποια συγκατάθεση ζητούν
στης ύπαρξης την εκζήτηση; […]»
(Απορία)
ΣΤΙΛ
Στην υπέροχη ποιητική δημιουργία της Ζωής
Καρέλη
θα
εντοπίσει, κανείς, ονειρικά τοπία,
και
μία περιδιάβαση
στο
πολύμορφο, πολυποίκιλο και τόσο ενδιαφέρον εσωτερικό τοπίο
της
ανθρώπινης ύπαρξης,
με
μέσον ένα στοχαστικό, πλούσιο και μεστό ποιητικό
λόγο,
βαθύ,
πολύσημο και πολυσήμαντο,
που
επικεντρώνεται σε συναισθηματικές καταστάσεις κυρίως,
σε
ό,τι βασανίζει, θα λέγαμε, τον νου,
την
καρδιά και την ψυχή του ανθρώπου,
τις
αγωνίες του, υπαρξιακές και άλλες,
και
τα διαχρονικά άγχη του.
Αξιοσημείωτη
είναι η γενική διαπίστωση
ότι
έχουμε να κάνουμε με μια χαμηλόφωνη ποίηση,
η
οποία «προδίδει» δημιουργό με βαθύ και πλούσιο προβληματισμό,
πλήρη
ταπεινότητος και ειλικρινούς μετριοφροσύνης,
ο
οποίος, όμως, καταθέτει πράγματα
σπουδαία
και σημαντικά.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
Καιρός, όμως, να δώσουμε τον λόγο στην ίδια
την ποιήτρια,
και να
εισχωρήσουμε στη σκέψη, τις ιδέες, τις αγωνίες, τα αδιέξοδα
και
τους προβληματισμούς της,
μέσω μιας
ανθολογίας αποσπασμάτων, ενός μικρού
-για
ευνόητους λόγους οικονομίας του χρόνου-
μέρους
του έργου της,
και όσο
αυτό είναι κατορθωτό στα περιορισμένα πλαίσια
αυτής
εδώ εισήγησης.
΄Οταν το πληρωμένο θα είναι κενό,
άδειο το πλαίσιο,
γεμάτο άχρηστα χρώματα σχημάτων,
πώς θα υποδεχτώ τον ονομαζόμενο θάνατο;
Τι θ’ αποδώσω στον ήλιο της ζωής;
Πώς θα εκλέξω την κραυγή που δημιουργεί,
θριάμβου και πόνου αρμονική;
Να μ’ επισκεφτεί ο Ερχόμενος
για να υπάρξω εντός μου.
Να κρατήσω την έννοια της ζωής
στην αναγέννηση που επικρατεί,
αύριο υπήρχα, όπως θα υπάρξω χτες,
στην ατομική προσφορά της αλήθειας.
(Απορία)
άδειο το πλαίσιο,
γεμάτο άχρηστα χρώματα σχημάτων,
πώς θα υποδεχτώ τον ονομαζόμενο θάνατο;
Τι θ’ αποδώσω στον ήλιο της ζωής;
Πώς θα εκλέξω την κραυγή που δημιουργεί,
θριάμβου και πόνου αρμονική;
Να μ’ επισκεφτεί ο Ερχόμενος
για να υπάρξω εντός μου.
Να κρατήσω την έννοια της ζωής
στην αναγέννηση που επικρατεί,
αύριο υπήρχα, όπως θα υπάρξω χτες,
στην ατομική προσφορά της αλήθειας.
(Απορία)
[Τι θ’ αποδώσω στον ήλιο της
ζωής;]
Αγωνιά
το ποιητικό υποκείμενο, όταν…
μετά […] χρόνον πολύν […]
θα
έπιστρέψει […]
ο κύριος των δούλων εκείνων
και συναίρει μετ' αυτών
λόγον […],
κατά
την παραβολή των ταλάντων.
Και
[Να μ’ επισκεφτεί ο Ερχόμενος
για να υπάρξω εντός μου.]
για να υπάρξω εντός μου.]
Προσεύχεται η ποιήτριά μας,
διαφορετικά δεν θα μπορέσει, καν, να
υπάρξει!
μακριά από τον Χριστό και την Αγία
Εκκλησία μας,
ζωή δεν υπάρχει!
Πόσες σκέψεις, και τι ποιότητος και
βαρύτητος διανοήματα,
τι αντιθέσεις, μέσα σε λίγες, μόνο,
γραμμές!
το
πληρωμένο, το κενό, τα χρώματα των
σχημάτων,
ο
θάνατος, ο ήλιος της ζωής και η απόδοση σ’ αυτόν,
ο
θρίαμβος και ο πόνος, η ζωή, η αναγέννηση,
η
ατομική προσφορά, η αλήθεια…
Και
βέβαια ο
Ερχόμενος που θα επισκεφτεί το ποιητικό υποκείμενο
για να υπάρξει, αυτό το ίδιο, εντός του.
για να υπάρξει, αυτό το ίδιο, εντός του.
Κι
ακόμη:
το
ποιητικό υποκείμενο που αύριο υπήρχε,
όπως θα υπάρξει χτες,
σε μια
έκφραση που αν και ελέγχεται ορθολογικά,
εν
τούτοις τονίζει, ποιητική αδεία,
το
σχετικόν του χρόνου ή/και την ανυπαρξία του,
που, όμως,
συντελούν -άλλο «περίεργο» αυτό-,
στη
διαχρονικότητα
ΠΟΡΕΙΑ | 1940
Για το
ταξίδι της στη μεγάλη
και ευρύχωρον
θάλασσα
της Ποίησης
η
Καρέλλη σηκώνει τα πανιά της το σημαδιακό έτος 1940,
με
την πρώτη της ποιητική συλλογή Πορεία,
στην
οποία αναφερθήκαμε στην αρχή, κιόλας,
της
παρούσης εισηγήσεως;
Κύριε, μη μου δίνεις την οδύνη
που περιέχω.
Είμαι το διεσταλμένο ρόδο δίχως σεμνότητα,
είμαι ο καρπός που αποστάζει ασύστολα χυμό,
είμαι η θερμότατη καλοκαιρινή μέρα
που αντηχεί το φως, την πυράδα του ήλιου.
Είμαι βαρύς από τον ίδιο εαυτό μου
σε βάρος αισθήσεων υπέρμετρο.
Πολύχρωμο έντομο με έντονο χνούδι χρωμάτων
να πετάξω δεν δύναμαι πια.
Πού ν’ αποθέσω τον εαυτό μου; […]»
Είμαι το διεσταλμένο ρόδο δίχως σεμνότητα,
είμαι ο καρπός που αποστάζει ασύστολα χυμό,
είμαι η θερμότατη καλοκαιρινή μέρα
που αντηχεί το φως, την πυράδα του ήλιου.
Είμαι βαρύς από τον ίδιο εαυτό μου
σε βάρος αισθήσεων υπέρμετρο.
Πολύχρωμο έντομο με έντονο χνούδι χρωμάτων
να πετάξω δεν δύναμαι πια.
Πού ν’ αποθέσω τον εαυτό μου; […]»
(10 Απριλίου 1938)
Ιδού,
λοιπόν, ο πρώτος στίχος του πρώτου ποιήματος,
υπό
τον τίτλο Πορεία:
[Κύριε, μη μου δίνεις
την οδύνη που περιέχω.]
Η
σπαρακτική και ικετευτική αυτή κραυγή τι άλλο μας θυμίζει
αν
όχι την εναγώνια επίκληση του Πατέρα
από
το ψυχορραγούντα Υιό-Άνθρωπο επί του Σταυρού;
[…] Παρελθέτω απ' εμού το ποτήριον τούτο […]
Ο
αναγνώστης παρατηρεί αμέσως και κάτι που ξενίζει:
Η
Καρέλλη ομιλεί, μεν, σε πρώτο πρόσωπο,
αλλά
φευ, κάνοντας χρήση αρσενικού γένους και όχι θηλυκού.
(βαρύς, και όχι βαριά).
Είναι
προφανές ότι, με τον τρόπο αυτό,
θέλει
να υποστηρίξει την παγιωμένη άποψή της,
ότι,
δηλαδή, δεν υπάρχει διαφορά της γυναίκας από τον άνδρα,
και
είναι, απλώς, τα δύο γένη, οι δύο διαφορετικές όψεις
μιας
και μόνο υπάρξεως: της ανθρώπινης!
Πολλοί
μίλησαν για φεμινισμό,
ο
Απόστολος, όμως, των Εθνών, ο Πρώτος μετά τον Ένα,
τους
έχει προλάβει, από πολλών αιώνων ήδη,
με την Προς
Γαλάτας Επιστολή του:
[…] πάντες γὰρ υἱοὶ Θεοῦ ἐστε διὰ τῆς πίστεως ἐν
Χριστῷ ᾿Ιησοῦ·
ὅσοι γὰρ εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν
ἐνεδύσασθε.
οὐκ ἔνι ᾿Ιουδαῖος οὐδὲ ῞Ελλην,
οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος,
οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ·
πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ. […]
Κάτι
άλλο που παρατηρεί κανείς,
είναι η
αντίθεση της χαράς της ζωής (χυμοί, χρώματα),
και του
βάρους των αισθήσεων και της αδυναμίας πτήσεως.
Το
δίπολο του φωτός, της ζωής, δηλαδή, από τη μια.
και της
αδυναμίας του ανθρώπου να τα ζήσει όλα όσο θα ήθελε,
από την
άλλη,
το
βάρος των απωλειών και, βέβαια, κάπου στο βάθος,
οι
σκέψεις του τέλους…
Υπάρχει
όμως η ελπίδα, η οποία απαιτεί αναζήτηση:
Πού θα βρω το θείον όραμα;
(Κυριακή συζήτηση)
Φοβούμαι που θα ξυπνήσω
στον κακόβουλο εφιάλτη
των χαιρέκακων επιθυμιών
που εξετέλεσα […]
(Τύψη)
Ο
εφιάλτης των τύψεων, που ποτέ δεν λείπει
από ένα
ευσυνείδητο άνθρωπο
Ο φόβος
γενικώς:
[…] Ποθητή αγωνία, ανάγκη
του σώματος απορρέει
ο φόβος που περιβάλλει, ιδρώς
που τον φόρεσα […]
(Τύψη)
Η
μοναξιά, και η ανάγκη της αγάπης του πλησίον:
Μετάλαβα τη μοναξιά
και
με παιδεύει η αγάπη για τους ανθρώπους […]
Όταν
δεν βλέπω το είδωλό μου
στα μάτια σου, τι θα κάνω, αδελφέ
μου; […]
να υπάρξω σε σένα
(Απορία)
[…] Είδα τον άγγελο.
Ανέβλυσεν η εντός μου ζωής πηγή,
καμιά απορία δεν μπορεί να σταθεί
για την άσπιλή μου σύλληψη.
Είμαι η παρθένος η απείραχτη,
εκράτησα ακέραιο τον εαυτό μου,
είδα το φως που περιέχω να με
περιβάλλει
τ’ αναγνώρισα δίχως να τ’ αρνηθώ.
Δίχως ορμήν ανυπομονησίας
σχηματίστηκε
του κρίνου ο κώνος στο
υπομονετικό μου χέρι.
Μακάριοι που πιστεύουν,
καλότυχοι που περιβάλλουν με
πίστη τη ζωή,
αρμονική φωνή αγγέλου, σε ώρα
καλή
μιλεί σ’ αυτούς για τη χαρά που
υπάρχει»
(Λιποψυχία)
[…] Ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου.[…]
Και για
τον λόγο:
Κύριε συγχώρεσέ με που τόλμησα
να πάρω στα χέρια τον λόγο Σου.
Αφού δεν είμαι έτοιμος να
παραδώσω
το αγαπητό σώμα, δεν μπορώ
να κρατήσω στα χέρια το πνεύμα
του σώματος, τα υπερούσια λόγια.
Λόγε ολόκληρη ζωή
πληρώνει την αλλαγή
της ουσίας σε λόγον,
τη στιγμή της μεταμόρφωσης.
Κύριε ελέησόν μου τη χαρά
να εγγίσω μόνο, μιλώντας τον
λόγο.
(Κοινωνία)
Εν αρχή ήν ο λόγος […]
Φυσικά
δεν θα
μπορούσε να μην είχε γράψει ένα ποίημα
για την
Πλατυτέρα των ουρανών, τη Χώρα
του Αχωρήτου
την Παναγία
μας:
Ήμερη ή γλυκύτατη,
η μη γνωρίσασα την αγανάκτησιν
η ουδέν ζητήσασα και τα πάντα
λαβούσα
η μεταλαβούσα της θείας αγάπης
η κοινωνήσασα του θείου
η κοινοποιήσασα το θείον
η ως άνθος εύοσμον υψωθείσα […]
(Αίνος)
Ο
άνθρωπος και η αγωνία του,
ως Βάτος φλεγόμενη και μη κατακαιόμενη:
Τελειώνω εκεί που αρχίζω,
υψώνομαι για να φτάσω την
ταπείνωση.
Είμαι γεμάτος από τον εαυτό μου
φλεγόμενη βάτος με καίει η φωτιά
μου [...]
(Εγωκεντρισμός)
Η
μεταφυσική αγωνία και η λύση της:
Άγγελοι της ψυχής μου
σηκώστε με. Σηκώστε μου
το κουρασμένο σώμα
που αφανίζει την ψυχή
και την κρατά μακρυά από σας.
Σηκώστε με άγγελοι,
ελάτε. Η συνοδειά σας
να με πάρει, να με χωρίσει,
να μ’ αποχωρίσει απ’ το σώμα. […]
Άγγελοι
πότε θα μ’ αναγγείλετε
στον Κύριον; […]
οι αγωνίες γύρω μου στέκουν,
με περιμένουν ακόμα,
από μένα θέλουν
να ζήσουν. […]
(Παράκληση)
Για τη
Γέννηση του Θεανθρώπου:
[…] Εκείνος που δεν γεννά δεν
γεννάται,
Δεν αναγεννάται ποτέ, Κύριε,
Της Γέννησης «σκήνωσον εν εμοί»
[…]
(Παραμονή της Γέννησης)
Βασιλεύ ουράνιε, Παράκλητε […]
ελθέ και σκήνωσον εν ημίν […]
Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ | 1948
Στην ποίηση της Καρέλλη
θα βρούμε πολλές αναφορές στον θάνατο,
στον οποίο έχει αφιερώσει τη δεύτερη συλλογή της
Η εποχή του θανάτου, του 1948.
Αναμενόμενο, αν αναλογιστούμε
τα δύστηνα έτη
και τους χαλεπούς καιρούς που
αρχίζει να δημοσιεύει.
[…] Να νικηθεί
η νίκη του θανάτου στη ζωή.
(Επίγραμμα)
Έκκληση
για Ανάσταση.
[…] δεν εννοώ
Τον θάνατο, αρνιέμαι να τον
καταλάβω.
Όμως, ούτε και τη ζωή, έτσι,
Μπορώ ν’ αγγίζω όπως θέλω
Να την κρατήσω […]
(Αρρώστια)
[…] Γύρω του οι
άλλοι,
νέοι σαν κι αυτόν,
λυπούνται,
μα τον θάνατο δεν
εννοούν […]
(Της νεότητος)
Θρηνώ και οδύρομαι,
όταν εννοήσω τον θάνατον […]
ακούμε στην εξόδιο ακολουθία.
[…] Σώμα ελαφρότατο, μόνο φόρεμα
έμεινες
κι έγινες ακέρια ψυχή,
σώμα ανύπαρχτο,
απόχτησες την υποταγή με
τον θάνατο. […]
(Μοιρολόγι)
Το σώμα ως κατοικία της ψυχής,
που εξαφανίζεται για να μείνει μόνο η ψυχή…
[…] Πρέπει να μείνει εκεί,
ανάμεσα στους άλλους
πέτρινους σταυρούς,
ανάμεσα στους ξένους
νεκρούς,
τους ζωντανούς ν’ αφήσει
που βιάζονται να ζήσουν.
(Χωρισμός)
Το ίνδαλμα του νεκρού που μένει στο κοιμητήριο,
και οι ζωντανοί που βιάζονται να ζήσουν…
[…] οι πεθαμένοι ανάσταση
ζητούν σωματική […]
(Φαντάσματα)
Η ανάσταση των νεκρών και η Δευτέρα Παρουσία.
[…] Για την ορμή εκείνη που αγγίζει
τόσο βαθειά το σώμα, ώσπου
συναντά την ψυχή […]
(Αδώνειο)
Η ύπαρξη της ψυχής, που κατοικεί βαθειά στο σώμα μας…
Η ίδια, όμως, αναφέρεται και στην παρηγοριά του θανάτου,
που δεν μπορεί να είναι μακριά από τον Νικητή του:
[…] Δεν υπάρχει παρηγοριά
του θανάτου
δίχως τον Λόγο της ζωής.
(Του έρωτα μπροστά στον
θάνατο)
Μείναμε να φανταζόμαστε
μονάχοι
το θάνατο. Έφυγες απ’ την
καρδιά μας,
που βαρέθηκε να μετράει την
οδύνη,
βαρύς ο πόνος μας φάνηκε,
είμαστε δίχως παρηγοριά,
παλεύουμε με τον άχαρο
χάρο.
Δεν βλέπουμε την παρουσία
Σου,
φοβούμαστε το στεγνό
πρόσωπό μας
με τα μάτια ανοιχτά […]
(Χριστιανικό)
Η γνωστή από την Ιστορία
εικόνα της πολιορκίας μια χριστιανικής πόλης,
από κάθε είδους αλλόπιστους
και οι ικεσίες προς τον προστάτη άγιο…
[…] Μαζευτείτε χριστιανοί,
Όλοι μαζύ, σε βοήν ικεσίας,
σε παράκληση απελπισίας,
χωρέστε όλοι μαζύ στης
εκκλησίας
την πλούσια περιοχή, τη
σπουδαία,
στου αγίου την προσευχή,
την προσφυγή,
τρέξτε να προφτάσετε πριν
έρθουν οι χείριστοι .
Παρακαλέστε της πόλης μας
τον προστάτη,
φωνάξτε τον φόβο σας και
την ελπίδα
που σ’ αυτόν έχετε και
πάντα κρατάτε.
Μαζευτείτε κάτοικοι της
πόλης Θεσσαλονίκης,
ζητείστε και πάλι το θαύμα,
καταφύγιο,
έλεος να φανεί ο αρχηγός να
σας δείξει
τον δρόμο στρατηγός ο
ανίκητος,
άγγελος του καλού, άγιος
[…]
Πιστεύουμε, πιστεύουμε! […]
(Θεσσαλονίκη 904 μ.Χ.)
[…] Λιγόστεψε η ψυχή μέσα
μας. […]
Χαίρε Μαρία
βοήθησέ μας να πεθάνουμε.
Γλύτωσέ μας απ’ του θανάτου
τον φόβο.
δυνάμωσε τη ζωή μας,
να δυνηθούμε τον θάνατο.
Μην αποστρέψεις το βλέμμα
σου
απ’ τα’ αδύνατο σώμα μας,
δοκιμάζεται σκληρά,
πριν απ’ το θάνατο φόβος
μας θανατώνει σκληρά.
Δώσε μας δύναμη να
υπομένουμε,
τη θέλησή σου να
περιμένουμε
Να ψάλλουμε το Χαίρε Μαρία.
(Η προσφυγή των αδυνάτων)
Η προσευχή των ξεγραμμένων
προς τη μόνη Ελπίδα των απελπισμένων
την Υπεραγία Θεοτόκο, την Παναγία μας!
η προσευχή των απελπισμένων,
που, όμως,
δεν έχουν απολέσει την Πίστη τους,
ακόμη και λίγο πριν τον επερχόμενο
βέβαιο και μαρτυρικό θάνατο!
Θα πρέπει να έμοιαζε πολύ,
με την προσευχή των έγκλειστων
των σπηλαίων της Μιλάτου και του Μελιδονίου,
των σφαγιασθέντων της Ελαφονήσου,
αυτών που άφησαν την τελευταία τους πνοή
μαρτυρικώ τω τρόπω
στην Πόλη, στα Ψαρρά, στη Χίο, στο Αρκάδι, στη Σμύρνη,
και,
για να έλθουμε στα νεότερα χρόνια,
στη Βιάννο, στο Δίστομο, στο Κοντομαρί,
στον Χορτιάτη, στο Κομμένο
και στους τόσους πολλούς τόπους μαρτυρίου του Έθνους μας!
Είναι,
ετούτο το εξαίσιο ποίημα της Καρέλλη,
η προσευχή όλων όσοι έδωσαν
και την τελευταία ρανίδα του αίματός τους
[…] για του Χριστού την πίστη την αγία
και της πατρίδος την
ελευθερία […]
[…] Κι όμως έπρεπε να φύγουμε, να
χαθούμε
για νάρθουν εκείνοι που θα ζούσαν
απ’ τον δικό μας θάνατο […]
(Μεταθανάτιο)
Ο
σαρκικός θάνατος ως αδήριτη αναγκαιότητα και προϋπόθεση
για τη
συνέχιση του ανθρωπίνου είδους…
[…] Ως πότε θα χτυπούμε
ως πότε θα μας χτυπούν; […]
να μιλήσουν οι άνθρωποι, να
συγχωρέσουν.
(Μάιος του 1941)
[…] Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς·
οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι […]
Ο
τίτλος του ποιήματος απ’ όπου το απόσπασμα
είναι
σημαδιακός!
Μάιος του 1941
Αν και
ερεύνησα, δεν κατόρθωσα να βρω
αν ο
χρόνος ο οποίος υποδηλώνεται στον τίτλο
έχει κάποια
σχέση με τη Μάχη της Κρήτης.
Φάλαγγα του εχθρού
(αυτοκίνητα 12)
Πήγε να σταματήσει με τη λεβεντιά
του
Τον χτύπησαν.
- Ας χαιρετίσουμε τη δόξα και την
ορμή,
που πιστεύει στα θαύματα […]
(Της νεότητος)
Η
αναφορά θυμίζει τη θυσία
του
δεκαεπτάχρουνου Μαθιού Πόταγα,
του υπέροχου,
αυτού, έφηβου ήρωα,
και πρώτου
θύματος των Ναζί στην Αρκαδία.
Προσπάθησε,
μόνος του, στις 2 Μαΐου 1941,
να
σταματήσει μια ολόκληρη φάλαγγα
αυτοκινήτων
των Ναζί εισβολέων
και να
τους εμποδίσει να καταλάβουν
την ιδιαίτερη
πατρίδα του, τη Βυτίνα!
Οι Ναζί
εγκληματίες όχι μόνον τον εκτέλεσαν
αλλά του
συνέθλιψαν την κεφαλή!
Θα
μείνουν ιστορικά τα τελευταία του λόγια,
που
ακούγονται σημερινά:
Θα μας πεινάσετε, θα μας κάψετε,
θα μας σκοτώσετε,
αλλά δεν θα μας νικήσετε.
Είμαι εδώ μόνος.
Είμαι εδώ μόνος.
Αλλά η Ελλάδα ολόκληρη
ακολουθεί.
[…] Δεν φεύγει ο πόνος
για τους αιωνίους απόντας. […]
(Των Εβραίων)
Η
απώλεια και η επώδυνος μνήμη.
[…] Στη βαθύτερη απελπισία μου
Εσένα αποζητώ. Ξεσκίζω τα μάτια
μου
και ξαναβρίσκω το βλέμμα μου […]
πέρ’ απ’ το θάνατο απομένει η
ψυχή […]
(Δέηση)
[…] Δεύτε προς με,
πάντες οι κοπιώντες
και πεφορτισμένοι
καγώ αναπαύσω υμάς. […]
[…] Η ζωή μου είν’ αγάπη του
αιώνιου […]
(Γενναιότητα)
Ένας
άλλος ορισμός για την αγάπη…
ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ | 1949
[…] Κανένας δεν μένει ίδιος
κι όμως ούτε αλλάζει […]
(Αλληγορία)
Μια
άλλη άποψη για τα πάντα ρει του Ηράκλειτου.
[…] Δεν ξέρω πού
κείται το φάσμα
-εγώ μήπως είμαι; Πού
Υπάρχω λοιπόν πότε;
Θε μου, Θε μου, γιατί μ’ εγκατέλειψες! […]
(Σκιές στο χρόνο)
Η
κραυγή του Χριστού επάνω στον Σταυρό
Ηλί Ηλί, λαμά σαβαχθανί, ακριβώς!
[…] Δίχως Εσέ Κύριε, πώς
ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών,
τολμώ εαυτόν να νομίσω τον χρόνο
μου,
κύριον τον εαυτόν μου του χρόνου
μου;
Του χρόνου οικοδομή
μόνο Συ εν εμοί γίνεσαι,
φευγαλέα δεν είναι του χρόνου η
ροή,
του χρόνου τη λύτρωση έδειξες,
ανέδειξες την αιωνιότητα. […]
(Ευρυδίκη)
Δύο από
τις ιδιότητες του Θεού,
και η
θέση του ποιητικού υποκειμένου απέναντι σ’ αυτές.
Αν θα
ήθελε, κανείς, τελικώς, να δώσει,
ένα
χαρακτηρισμό για την ποίηση της Ζωής Καρέλλη,
και
ειδικότερα για τη «συνομιλία» της
με τον
τεράστιο πλούτο της Ορθόδοξης Πίστης
και της
Ιεράς Παράδοσής μας,
τι άλλο
θα μπορούσε να πει από του ότι αυτή είναι η,
κατά τον
τίτλον της παρούσης εισηγήσεως,
προσευχή
μιας ευλαβούς, ευσεβούς, ταπεινής
και πολύ
πιστής Χριστιανής;
Ολοκληρώνοντας
εδώ τη μικρή, αυτή, παρουσίαση,
της
ζωής και του ποιητικού έργου της Ζωής Καρέλλη,
επιθυμώ
να δηλώσω πως θα ήμουν ευτυχής
αν τα
κατάφερα να σας μεταφέρω ακροθιγώς
κάτι
από την ατμόσφαιρα,
-μια
μικρή γεύση έστω-
από το
πολυσχιδές, σημαντικό και πολυσήμαντο έργο
της
διακεκριμένης, αυτής, ποιήτριάς μας,
της
Ζωής Καρέλλη.
Σας
ευχαριστώ θερμώς για την υπομονή και την
προσοχή σας.
Πριν
την ανάσταση, προηγείται ο ψυχικός θάνατος
ο
οποίος επέρχεται όταν κανείς χαθεί
στις
ατραπούς της αμαρτίας˙
άλλωστε:
ὅτι οὐκ ἔστιν ἄνθρωπος, ὃς
ζήσεται καὶ οὐχ ἁμαρτήσει·
Πού πήγα και δεν βρίσκομαι
πουθενά;
Είμαι ο Λάζαρος που δεν πέθανε
για να τον αναστήσει ο Σωτήρ. […]
(Ατομικό)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου