Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2016

"Ιβίσκος" Ένα σενάριο για μια ταινία μικρού μήκους



Κ. Γ. Καζανάκης




Ιβίσκος
Ένα σενάριο

για μια ταινία μικρού μήκους






   




Μικρές Εκδόσεις

Δια χειρός

Ηράκλειο Κρήτης

Μάρτιος 2016




ΕΙΔΟΣ          :  ΤΑΙΝΙΑ ΜΙΚΡΟΥ ΜΗΚΟΥΣ
ΤΙΤΛΟΣ         :  ΙΒΙΣΚΟΣ
ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ  :  Κ. Γ. ΚΑΖΑΝΑΚΗΣ
ΣΤΑΔΙΟ         :  ΤΕΛΙΚΟ ΣΕΝΑΡΙΟ
ΣΚΗΝΕΣ         :  1|2|3|3Α|3Β|4|5|6|7|8|9| 
ΔΙΑΡΚΕΙΑ       :  ΚΑΤ΄ ΕΚΤΙΜΗΣΗ 1O’-15’
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ     :  ΜΑΡΤΗΣ 2016
 ΘΕΜΑ          :  Η «αυτοκτονία» ενός ιβίσκου,
                  και η «συνομιλία» ενός ποιητή μαζί του.
“ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ“ Α :  Ένας κόκκινος ιβίσκος.
 ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ  Β :  Ένας μοναχικός ποδηλάτης-ποιητής
                  γύρω στα σαράντα που του αρέσει
                  να διαβάζει και να γράφει ποίηση.
                  Μένει μόνος σ’ ένα παλιό σπίτι με αυλή,
                  παρέα μ’ ένα ζευγάρι καναρίνια.
“ΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ“ Γ :  Ένα ζευγάρι καναρίνια.
 ΕΠΟΧΗ         :  Άνοιξη ή ανοιξιάτικος καιρός.
 ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑ    :  Ήσυχη, ήρεμη, χωρίς θορύβους.
                  Οι κινήσεις του ήρωα χαλαρές,
                  η φωνή του χαμηλή, υποβλητική.
 ΣΚΗΝΙΚΑ       :  Εξωτερικά: Μικρός κήπος της πόλης,
                             δρόμος, αυλή.
                  Εσωτερικά: Παλιά οικία,
                             γραφείο, κουζίνα.
                  Όλα, απλά, λιτά, δωρικά, με χαρακτήρα.
 ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ
 & ΑΛΛΑ        :  Ενδεικτικά «παίζουν» :
                  Ένα κλουβί, ένα ποδήλατο, ένα γραφείο,
                  ένα βιβλίο, ένα πικάπ, μια γραφομηχανή,
                  δίσκοι βινυλίου, φύλλα χαρτί Α4,
                  ένα φύλλο καρμπόν, μία πένα, ένα δαχτυ-
                  λίδι με μονόγραμμα, βουλοκέρι,
                  ένα κηροπήγιο, ένα κουτί με σπίρτα,
                  φλιτζάνι τσαγιού και καφέ.
 ΜΟΥΣΙΚΗ       :  Στο ίδιο ύφος με την ατμόσφαιρα.
 ΕΝΔΥΜΑΤΑ      :  Στο στιλ του πρωταγωνιστή.
 ΦΩΤΙΣΜΟΙ      :  Πλαϊνοί φωτισμοί με «μαλακά» κοντράστ. 
 ΛΗΨΕΙΣ        :  Έγχρωμες˙ χρώματα πολύ απαλά.

ΣΚΗΝΗ 1
Σκηνικό: ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ
Χρόνος : Ηλιόλουστο πρωινό.

Τίτλοι αρχής.

Fade in.
  Κήπος με κόκκινους ιβίσκους σε μικρή πλατεία μιας πόλης. Ο δρόμος δίπλα του άδειος.
  Ένας ΠΟΔΗΛΑΤΗΣ έρχεται αργά από το βάθος του δρόμου˙ είναι μόνος. Πλησιάζει στον κήπο. Οι ιβίσκοι τραβούν τη ματιά του, σταματάει, κατεβαίνει από το ποδήλατό του, αγκαλιάζει με το βλέμμα του το φυτό με τα κατακόκκινα άνθη, και, χωρίς να βιάζεται, κόβει ένα ιβίσκο. Παρατηρούμε ότι φοράει ένα δαχτυλίδι με μονόγραμμα.
  Βάζει το άνθος στο καλάθι του ποδηλάτου και φεύγει. Ο ποδηλάτης χάνεται στη στροφή στο βάθος του δρόμου, καθώς ακούγεται ένα ΚΟΥΔΟΥΝΙΣΜΑ από το κουδούνι του ποδηλάτου του.
Fade out.

ΣΚΗΝΗ 2
Σκηνικό: ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ
Χρόνος : Το ίδιο πρωινό.

Fade in.
  Ο δρόμος μπροστά από το σπίτι του ποδηλάτη. Καγκελόπορτα στην είσοδο της αυλής του σπιτιού του ήρωά μας. Ο ποδηλάτης μας έρχεται από το βάθος του δρόμου, φτάνει στο σπίτι του, κατεβαίνει από το ποδήλατο, ανοίγει την καγκελόπορτα και μπαίνει στην αυλή. Κλείνει την καγκελόπορτα πίσω του.
  Αυλή σπιτιού του ποδηλάτη. Η καγκελόπορτα προς την αυλή. Ακούγεται ΚΕΛΑΪΔΙΣΜΑ ΚΑΝΑΡΙΝΙΩΝ. Ο ήρωάς μας  μπαίνει στην αυλή, ακουμπά το ποδήλατο στον τοίχο, δίπλα σε ένα κλουβί που ζουν ένα ζευγάρι καναρίνια, και τους ΠΑΙΖΕΙ ΤΟ ΚΟΥΔΟΥΝΙ δυο φορές.
  Παίρνει μαζί του τον ιβίσκο, πλησιάζει με ελαφρό μειδίαμα το κλουβί με τα καναρίνια, τους τον δείχνει, τους σφυρίζει, ελέγχει ότι έχουν νερό και κανναβούρι,  προχωρά προς την είσοδο του σπιτιού, ανοίγει και μπαίνει μέσα στο σπίτι.
Fade out.

ΣΚΗΝΗ 3
Σκηνικό: ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ
Χρόνος : Το ίδιο πρωινό.

Fade in.
   Εσωτερικό σπιτιού του ποδηλάτη. Η πόρτα της εισόδου του σπιτιού ανοίγει προς τα μέσα. Ο ποδηλάτης μπαίνει στο σπίτι, πηγαίνει προς την κουζίνα, αφήνει τον ιβίσκο σ’ ένα πάγκο δίπλα στον νεροχύτη, παίρνει ένα ποτήρι από ένα ντουλάπι, το γεμίζει με νερό από τη βρύση του νεροχύτη και βάζει μέσα τον ιβίσκο. Μεταφέρει το «ανθοδοχείο» και το ακουμπά επάνω στο γραφείο του, δίπλα σ’ ένα βιβλίο που φαίνεται να είναι μια ποιητική συλλογή. Ένας σελιδοδείκτης εξέχει από τα φύλλα του βιβλίου. Δίπλα βρίσκεται ένα κηροπήγιο μ’ ένα κουτί σπίρτα και πιο πέρα μια γραφομηχανή και μερικά βιβλία αρκετά ακατάστατα.
  Παίρνει από τη δισκοθήκη του ένα δίσκο, τον βγάζει από τη θήκη του, τον τοποθετεί στο πλατό του πικ απ, πιάνει τον βραχίονα και τον ακουμπά στο πρώτο αυλάκι της μαύρης επιφάνειας. Ακούγεται ΜΠΑΡΟΚ ΜΟΥΣΙΚΗ. Μετά κάθεται στο κάθισμα του γραφείου του, κοιτάζει μια φορά τον ιβίσκο, παίρνει χαρτί και με την πένα του αρχίζει να γράφει για ώρες.
Fade out.
 
ΣΚΗΝΗ 3Α
Σκηνικό: ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ
Χρόνος : Προς το μεσημέρι.

Fade in.
 Καθώς η ώρα πάει προς μεσημέρι, σηκώνεται, πηγαίνει στην κουζίνα, και αρχίζει να μαγειρεύει. Ενώ το φαγητό ψήνεται ασχολείται με διάφορες δουλειές του σπιτιού. Τακτοποιεί το γραφείο του, απ’ όπου παίρνει κάποια βιβλία και τα τοποθετεί στη βιβλιοθήκη του, ξεσκονίζει, σκουπίζει κλπ. Όταν τελειώσει έχει πάει πια μεσημέρι.
Fade out.

ΣΚΗΝΗ 3Β
Σκηνικό: ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ
Χρόνος : Ώρα μεσημεριανού φαγητού.

Fade in.
  Σερβίρει, κάθεται στο τραπέζι και αρχίζει το φαγητό του. Τελειώνει. Μαζεύει το τραπέζι, φτιάχνει ένα καφέ, και τηλεφωνεί σε φίλους του. Κάθεται στο γραφείο του και αρχίζει, και πάλι, να γράφει. Σιγά-σιγά σουρουπώνει.  Σηκώνεται, πιάνει τη βελόνα του πικ απ,  τη βάζει στη βάση της, βγάζει τον δίσκο, τον βάζει στη θήκη του και τον τοποθετεί στη δισκοθήκη. Προχωρά προς την έξοδο, την ανοίγει και φεύγει.
Fade out.

ΣΚΗΝΗ 4
Σκηνικό: ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ
Χρόνος : Βράδυ της ίδιας μέρας.

Fade in.
  Ίδιος κήπος όπως στην αρχή. ΗΧΟΣ ΑΠΟ ΤΡΙΖΟΝΙ. Ο ήρωάς μας περνάει (όπως στην πρώτη σκηνή αλλά χωρίς να σταματήσει) από τον ίδιο κήπο και προσέχει ότι όλοι οι ιβίσκοι έχουν τυλιχτεί στα πέταλά τους. Καθώς προσπερνά τον κήπο, ακούγεται, από μακριά, ΗΧΟΣ ΚΑΜΠΑΝΑΣ που σημαίνει τις ώρες. Ο ΗΧΟΣ ΤΗΣ ΚΑΜΠΑΝΑΣ σβήνει μαζί με τον ποδηλάτη στο βάθος του δρόμου.
Fade out.
 
ΣΚΗΝΗ 5
Σκηνικό: ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ
Χρόνος : Βράδυ της ίδιας μέρας.
 
Fade in.
 Σκοτάδι. Η πόρτα του σπιτιού ανοίγει προς τα μέσα. Από το άνοιγμά της μπαίνει φως της εισόδου. Μια σιλουέτα διαγράφεται. Είναι ο ποδηλάτης μας που επιστρέφει.
 Μπαίνει στο σπίτι κρατώντας το κλουβί με τα καναρίνια. Ανάβει το φως του σπιτιού, σβήνει το φως της εισόδου και κλείνει την πόρτα πίσω του. Αφήνει το κλουβί στον πάγκο της κουζίνας, πηγαίνει στο γραφείο του και προσέχει ότι ο ιβίσκος έχει τυλιχτεί στα πέταλά του και έχει κλείσει, όπως και τα ελεύθερα αδέλφια του στην αλτάνα.
 Βάζει ένα δίσκο βινυλίου στο πικ απ. Ακούγεται ΜΟΥΣΙΚΗ ΤΖΑΖ. Μετά κάθεται στην καρέκλα του γραφείου του, παίρνει το κουτί με τα σπίρτα και, ανάβοντας ένα σπίρτο, ανάβει το κερί˙ αφήνει το καμένο σπίρτο στο κηροπήγιο.
 Έπειτα κοιτάζει μια φορά τον ιβίσκο, παίρνει το βιβλίο που είναι επάνω στο γραφείο, το ανοίγει, βγάζει τον σελιδοδείκτη και αρχίζει να διαβάζει απαγγέλλοντας μερικά  χαϊκού. Στη συνέχεια βάζει τον σελιδοδείκτη στο βιβλίο, το κλείνει και το αφήνει επάνω στο γραφείο, εκεί που ήταν.
  Κοιτάζει για λίγο και πάλι προς τον ιβίσκο, σηκώνεται, πηγαίνει στο πικάπ, σηκώνει τον βραχίονα, τον αφήνει στο στήριγμά του και σβήνει το κερί μ’ ένα φύσημα.
  Ο ποδηλάτης ρίχνει μια ματιά στον ιβίσκο, παίρνει το «ανθοδοχείο», πηγαίνει στην κουζίνα, χύνει το παλιό νερό, βάζει φρέσκο από τη βρύση του νεροχύτη, και επιστρέφει το «ανθοδοχείο» στο γραφείο του. Μετά παίρνει μαζί του το βιβλίο που διάβαζε, και κατευθύνεται προς την πόρτα της κρεβατοκάμαράς του. Την ανοίγει, ανάβει το φως της κρεβατοκάμαρας, και σβήνει το φως του σπιτιού. Κλείνει την πόρτα του δωματίου πίσω του. Μαύρο της πόρτας που κλείνει. Ακούγεται ο ΗΧΟΣ ΕΚΚΡΕΜΟΥΣ που σημαίνει τις ώρες.
Fade out.
 
ΣΚΗΝΗ 6
Σκηνικό: ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ
Χρόνος : Επόμενο πρωί.

Fade in.
  Εσωτερικό σπιτιού του ποδηλάτη. Πρωινό φως, φιλτραρισμένο από ανοιχτόχρωμες ζαχαρί ημιδιάφανες κουρτίνες, μπαίνει από τα παράθυρα και τη μπαλκονόπορτα και γεμίζει τον χώρο. Ακούγεται ΚΕΛΑΪΔΙΣΜΑ ΚΑΝΑΡΙΝΙΩΝ.
  Ο ήρωάς μας (που  έχει, μόλις, ξυπνήσει), ανοίγει την πόρτα της κρεβατοκάμαράς του, και πηγαίνει, ντυμένος με τις πιτζάμες του, στο γραφείο του, κρατώντας το ίδιο, πάντα, βιβλίο, και βλέπει ότι ο κόκκινος ιβίσκος έχει κοπεί από τον μίσχο του και έχει πέσει επάνω στην ξύλινη επιφάνεια τυλιγμένος στα πέταλά του. Ο ποδηλάτης μας για μια-δυο στιγμές «παγώνει». Αφήνει το βιβλίο του επάνω στο γραφείο, πηγαίνει στην κουζίνα, φτιάχνει καφέ, γεμίζει ένα ποτήρι με νερό, τα παίρνει και τα μεταφέρει στο γραφείο.
  Κάθεται στο γραφείο του, παίρνει χαρτί και πένα, κοιτάζει προς τον πεσμένο ιβίσκο χωρίς να τον βλέπει, και αρχίζει να γράφει κάτι χαρακτηριστικά αργά και με δυσκολία επειδή σκέφτεται συγχρόνως, ενώ, παράλληλα, διαβάζει μεγαλόφωνα ό,τι γράφει, την ώρα που το γράφει, σαν να υπαγορεύει στον εαυτό του. Συγχρόνως πίνει τον καφέ του. Είναι το πρώτο σχεδίασμα ενός ποιήματος.

Περιβαλλόσουν,
την αυγή,
την καλή σου πορφύρα,
για να γιορτάσεις τον ήλιο
ως το βράδυ
που προσεκτικά τη δίπλωνες
να μην τη δουν
το φεγγάρι και τ’ αστέρια [...]

  Το τελειώνει.
  Κάτι δεν του αρέσει, παίρνει ένα άλλο φύλλο χαρτί και αρχίζει να αντιγράφει το πρώτο σχεδίασμα κάνοντας αλλαγές.

Περιβαλλόσουν,
κάθε αυγή,
την καλή σου πορφύρα,
για να γιορτάσεις το φως
ως το βράδυ
που προσεκτικά τη δίπλωνες
το φεγγάρι και τ’ αστέρια
μην τη δουν. [...]

 Συγχρόνως διαβάζει μεγαλόφωνα τις αλλαγές μόνο (με έντονη γραμματοσειρά)˙ είναι το δεύτερο σχεδίασμα. Σκίζει το πρώτο σχεδίασμα και το πετάει στο καλάθι των αχρήστων.
Και πάλι κάτι δεν του αρέσει. Επαναλαμβάνει τη διαδικασία για άλλη μία, τελευταία, φορά˙ καταλήγει.
  Γράφει τον τίτλο που είναι: Υπερβατικός αυτόχειρας και τον διαβάζει. Σκίζει και πετάει στο καλάθι των αχρήστων το δεύτερο σχεδίασμα.
  Συνεχίζει απαγγέλλοντας όλο το ποίημα:
           
     Υπερβατικός αυτόχειρας
   
Περιβαλλόσουν,
κάθε αυγή,
την καλή σου πορφύρα,
για να γιορτάσεις το φως,
ως το βράδυ
που προσεκτικά τη δίπλωνες
το φεγγάρι και τ’ αστέρια
μην τη δουν.

Σε έκοψα
με το χέρι μιας ανάλγητης υπεροψίας,
από το παρτέρι των άλικων ιβίσκων,
για να προσθέσω,
στο ανθογυάλι της υπερφίαλης ματαιοδοξίας μου,
ένα κόκκινο
ελάχιστο.

Σε βρήκα το πρωί,
από το ύψος μιας ανθοστήλης απελπισίας
πεσμένο,
τυλιγμένο στα σπάργανά σου πέταλα˙
δεν ήθελες να συγκρατηθείς από μια τεχνητή ζωή    
(ακόμη κι αν, ίσως, ήταν καλύτερη),
από την αλτάνα του ήλιου σου μακριά.

Σε σήκωσα προσεκτικά,
και με τις δυο μου παλάμες
σε έφερα στη γη σου πίσω
να αναπαυθείς

όπως κάθε υπερβατικός
του μάταιου
αυτόχειρας.
Fade out.

ΣΚΗΝΗ 7
Σκηνικό: ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ
Χρόνος : Το ίδιο πρωί.

Fade in.
  Ο ποδηλάτης-ποιητής πηγαίνει στην κρεβατοκάμαρά του.
  Παρατηρούμε τον χώρο του σπιτιού: το φως που μπαίνει μέσα από τις κουρτίνες, τα καναρίνια που ΚΕΛΑΗΔΟΥΝ, τον πεσμένο ιβίσκο. Ο ήρωάς μας  επιστρέφει σε λίγο ντυμένος για έξοδο. Πηγαίνει στο γραφείο του, κάθεται και φέρνει τη γραφομηχανή μπροστά του. Παίρνει δύο φύλλα χαρτί, βάζει ανάμεσά τους ένα φύλλο καρμπόν, και τα τοποθετεί στη γραφομηχανή. Αρχίζει να «κτυπά» το ποίημα στη μηχανή, αντιγράφοντάς το από το χειρόγραφο. Τελειώνει, βγάζει τα δύο χαρτιά με το καρμπόν, αφαιρεί το καρμπόν, και αφήνει τα δύο φύλλα χαρτί, πρωτότυπο και αντίγραφο, επάνω στο γραφείο του.
  Με το αντίγραφο φτιάχνει ένα μικρό αυτοσχέδιο φάκελο, λίγο μεγαλύτερο από τον ιβίσκο, προσέχοντας να είναι τα γράμματα από μέσα. Παίρνει τρυφερά στην παλάμη του το νεκρό άνθος και το τοποθετεί μέσα στον φάκελο. Τον κλείνει. Μετά ανοίγει ένα συρτάρι και βγάζει ένα βουλοκέρι. Πιάνει το κουτί με τα σπίρτα, ανάβει ένα σπίρτο, ανάβει το κερί, αφήνει το καμένο σπίρτο στο κηροπήγιο και βγάζει το κερί από το κηροπήγιο.
  Με το αναμμένο κερί καίει το βουλοκέρι, το στάζει στο κλείσιμο του φακέλου και πιέζει επάνω στο υγρό, ακόμη, βουλοκέρι το δαχτυλίδι του, σφραγίζοντας τον.   
  Σβήνει το κερί με ένα φύσημα και το βάζει στο κηροπήγιο.  Κρατώντας τον φάκελο πηγαίνει προς τον πάγκο της κουζίνας, όπου είχε αφήσει το κλουβί με τα καναρίνια. Αφήνει τον φάκελο στον πάγκο, παίρνει την ποτίστρα των πουλιών από το κλουβί, χύνει το νερό της στον νεροχύτη και την επανατοποθετεί στη θέση της στο κλουβί.  Μετά παίρνει τον φάκελο και το κλουβί με τα καναρίνια και πηγαίνει προς την είσοδο του σπιτιού. Βγαίνει κλείνοντας  την πόρτα πίσω του.
Fade out.
 
ΣΚΗΝΗ 8
Σκηνικό: ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ
Χρόνος : Το ίδιο πρωί.

Fade in.
  Αυλή του σπιτιού του ποδηλάτη-ποιητή. Ο ήρωάς μας βγαίνει από το σπίτι στην αυλή κρατώντας τον φάκελο και το κλουβί. ΚΕΛΑΪΔΙΣΜΑ ΚΑΝΑΡΙΝΙΩΝ. Κρεμάει το κλουβί, ρίχνει μια ματιά στα καναρίνια και ελέγχει για τροφή. Αφήνει τον φάκελο ανάμεσα στα σύρματα του κλουβιού, παίρνει την ποτίστρα, τη γεμίζει με φρέσκο νερό από τη βρύση της αυλής, και την επανατοποθετεί πίσω στη θέση της στο κλουβί.
  Παίρνει μαζί του τον φάκελο και συνεχίζει πηγαίνοντας προς το ποδήλατο. Βάζει τον φάκελο στο καλάθι του ποδηλάτου, προχωρά πεζός κυλώντας το ποδήλατο ως την καγκελόπορτα, την ανοίγει, βγαίνει στον δρόμο και την κλείνει πίσω του. Ανεβαίνει στο ποδήλατο και φεύγει. Χάνεται στο βάθος δρόμου.
Fade out.

ΣΚΗΝΗ 9
Σκηνικό: ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ
Χρόνος : Το ίδιο πρωί.

Fade in.
  Ο ποδηλάτης-ποιητής φτάνει -όπως στην πρώτη σκηνή- στον κήπο. Κατεβαίνει από το ποδήλατο, παίρνει τον αυτοσχέδιο και σφραγισμένο φάκελο από το καλάθι, πλησιάζει το παρτέρι με τους κόκκινους ιβίσκους, χαϊδεύει με το ελεύθερο χέρι του ένα από αυτούς, και, με πολύ αργές              -σχεδόν τελετουργικές- κινήσεις, ήρεμα, γονατίζει και αφήνει τον φάκελο επάνω στο αφράτο χώμα.
  Σκάβει με τα χέρια του δίπλα στη ρίζα του μητρικού φυτού ανοίγοντας ένα λάκκο λίγο μεγαλύτερο από τον φάκελο, όπου και τον εναποθέτει προσεκτικά. Τον σκεπάζει με το χώμα που έσκαψε, κάνοντας ένα μικρό σωρό. Ακούγεται από μακριά ΗΧΟΣ ΚΑΜΠΑΝΑΣ που σημαίνει τις ώρες.
  Σηκώνεται, σταυρώνει τις παλάμες του σαν να είναι σε εκκλησία, σκύβει το κεφάλι και στέκει για λίγο κοιτάζοντας προς το φρέσκο χώμα. Γυρίζει και με αργά βήματα απομακρύνεται.
  Ανεβαίνει στο ποδήλατο, στρέφει το κεφάλι του αργά ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στους ιβίσκους, μετά γυρίζει το κεφάλι και κοιτάζει πίσω (προς την κάμερα), έπειτα το γυρίζει  μπροστά και πατάει πετάλι. 
  Ο ήρωάς μας φεύγει μόνος προς το βάθος του έρημου δρόμου. Ακριβώς πριν χαθεί στη στροφή(και ενώ καταλαμβάνει ένα όγκο στο σκηνικό ώστε να «γράφει»), η εικόνα παγώνει.
Τίτλοι τέλους.
Fade out.
Τέλος.
Cut.

https://drive.google.com/file/d/1L77RzqbkzDxc58-8uJhCsSUt-zoVjg_w/view

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου