«ΛΕΑΝΔΡΟΣ» δίδει τ’ όνομα στη νια κακοκαιρία
Του Λέανδρου του μυθικού ερωντοϊστορία
είναι που δίδει τ’ όνομα στη νια κακοκαιρία.
Ντελικανής ο Λέανδρος στην Άβυδο ξωμένει
και η Ηρώ-ιέρεια μες στην καρδιά ντου μπαίνει.
Ηρώ τον πύργο στη Σηστό τον έχει για κονάκι,
στου Ελλησπόντου την ακτή που ’ναι τσ’ Ευρώπης χάκι.
Κορασοπούλα η Ηρώ βαστά τση νιότης λήτη,
ιέρεια για τη θεά είναι την Αφροδίτη.
Το Λέανδρο τρυπού ντονε του έρωντα τα βέλη,
με την Ηρώ μελώνουνται με του σεβντά το μέλι.
Ο πόθος του ’ναι ξέκορφος και ποιος θα τονε στέσει
απού τσ’ αγκάλης του σεβντά ρέγεται για να πέσει.
Απέναντι ’ναι η Ηρώ, πώς να τη συναντήσει,
ομπρός του τον Ελλήσποντο έχει να κολυμπήσει.
Νύχτας σκοτίδι σα θα ’ρθεί ανάδια ντου ξανοίγει
και δίχως φόβο κολυμπά και την Ηρώ ντου σμίγει.
Λάμπα στου πύργου την κορφή ανάβει κάθα βράδυ,
θωρεί το φως, λογιάζει το Ηρώς-σεβντά σημάδι.
Γάμος για την ιέρεια είν’ απαγορεμένος
και ο σεβντά τση μυστικός, καλά βαθιά χωσμένος.
Με του χειμώνα τη φανειά στερνή θωρούν’ αγκάλη
και τάσσουνε την άνοιξη πως θα βρεθούνε πάλι.
Την άλλη μέρα πρόσαργο άφτει ξανά λυχνάρι
κι ο Λέανδρος ερωντικό κάλεσμα θα το πάρει.
Στη μανισμένη θάλασσα πέφτει να κολυμπήσει,
την ύστερή ντου την πνοή εκειά θα την αφήσει.
Με τ’ αποδιαφωτίσματα Σηστού το γυρογιάλι
ξεβράζει τ’ άψυχο κορμί, στον άμμο θα το βγάλει.
Βαρύς θανατερός καημός για την Ηρώ στο μπέτη,
δεν το βαστά και χύνεται στη θάλασσα και πέφτει.
Στο γυρογιάλι εδά κι οι δυο κείτουντ’ αγκαλιασμένοι,
χωρίς πνοή μα ο μύθος τους αθάνατος πομένει.
Ο ίδιος τάφος και τσι δυο μαζί θα τσ’ αγκαλιάσει,
μύθος τ’ αρχαίου του καιρού που ’ναι στη μάλε-βράση.
Ο μύθος και ο Λέανδρος σε νέικη πορεία
σαντόλοι ξετελεύγουνε στη νια κακοκαιρία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου