Μια κόρη ανθούς εμάζωνε.
Μια κόρη ρόδα μάζωνε κι αθούς εκορφολόγα.
Να φάνει πέτσες με τσ’ ανθούς νε πέψει τ' αδερφιώ τζη
να υφάνει κι ολομέταξη του αρραβωνιαστικού τζη.
Να φάνει πέτσες με τσ’ ανθούς νε πέψει τ' αδερφιώ τζη
να υφάνει κι ολομέταξη του αρραβωνιαστικού τζη.
Κι ο Γιαννακής επέρασε δίνει ντου ‘να ζευγάρι
Κι η μάνα τζη τη θώριεναι π’ ανάδιο παραθύρι.
- Μωρή σκυλιά, μωρή οβριά, μωρή μαγαρισμένη.!
- Σαν έρθουνε τ’ αδέρφια σου και θα σε μαντατέψω.
Κι η μάνα τζη τη θώριεναι π’ ανάδιο παραθύρι.
- Μωρή σκυλιά, μωρή οβριά, μωρή μαγαρισμένη.!
- Σαν έρθουνε τ’ αδέρφια σου και θα σε μαντατέψω.
Κι αργά ’ρθανε κι οι δώδεκα, και τη ναι μαντατεύγει.
Και πιάνου ντη κι οι δώδεκα με δώδεκα κουρκούδες.
Και πιάνου ντη κι οι δώδεκα με δώδεκα κουρκούδες.
Και πιάνει ντη κι η μάνα τζη ’πο τσοι δεξές πλεξούδες.
Τη νύχτα τα μεσάνυχτα, η κόρη ψυχομάχε.
Κι η μάννα τζη στο πλάϊ τζη και τη μοιρολογάται.
- Για πες μου θυγατέρα μου, ποια ρούχα δα σου βάλω
άν θες λιγνά άν θες λινά κι άν θες τα βελουδένια
κι άν θες και χρυσοπράσινα που σού χουνε φερμένα.
- Μηδε λιγνά μηδέ χρυσά μηδέ και βελουδένια
Μόνο τα ρουχαλάκια μου τα ματοβουρωμένα,
που μου τα ματοβούρωσαν τα δώδεκα μου αδέρφια.
- Αν ρθεί μανά ο Κωσταντής μη το καταμουρίσεις
δώστου πανιέρι να γευτεί πανιέρι να δειπνήσει.
Τη νύχτα τα μεσάνυχτα, η κόρη ψυχομάχε.
Κι η μάννα τζη στο πλάϊ τζη και τη μοιρολογάται.
- Για πες μου θυγατέρα μου, ποια ρούχα δα σου βάλω
άν θες λιγνά άν θες λινά κι άν θες τα βελουδένια
κι άν θες και χρυσοπράσινα που σού χουνε φερμένα.
- Μηδε λιγνά μηδέ χρυσά μηδέ και βελουδένια
Μόνο τα ρουχαλάκια μου τα ματοβουρωμένα,
που μου τα ματοβούρωσαν τα δώδεκα μου αδέρφια.
- Αν ρθεί μανά ο Κωσταντής μη το καταμουρίσεις
δώστου πανιέρι να γευτεί πανιέρι να δειπνήσει.
Μα δά ρχεται ο Κωσταντής με λύρα με λαγούτο…
-Πάψε τε και το ταμπουρά.! Πάψτε και το λαγούτο.!
Στου πεθερού μου την αυλή θωρώ σταυρό κι στέκει
για πεθερός μου διάβηκε, για πεθερά μου διάβει,
για από τα κουνιαδάκια μου κανένα εσκοτώθει.
Δίνει του μαύρου του βιτσά στον Αη Γιώργη φτάνει,
ρωτά το πρωτομάστορα ποιανού νε το μεζάρι;
- Να ζήσεις πρωτομάστορα και πες μου τίνος είναι;
- Να ζήσω γώ κι ο Κωσταντιός και τσ Αρετούσας σούναι.
- Πλατύ το κάμε για χορό.! μακρύ για το σεΐρι.!
και στο δεξό του μάγουλο κτίσε ένα παραθύρι.!
-Να μπαίνει ο ήλιος το ταχύ κι ήλιος το μεσημέρι
για να κατέχει η γι Αρετή πότε ναι καλοκαίρι.
-Πάψε τε και το ταμπουρά.! Πάψτε και το λαγούτο.!
Στου πεθερού μου την αυλή θωρώ σταυρό κι στέκει
για πεθερός μου διάβηκε, για πεθερά μου διάβει,
για από τα κουνιαδάκια μου κανένα εσκοτώθει.
Δίνει του μαύρου του βιτσά στον Αη Γιώργη φτάνει,
ρωτά το πρωτομάστορα ποιανού νε το μεζάρι;
- Να ζήσεις πρωτομάστορα και πες μου τίνος είναι;
- Να ζήσω γώ κι ο Κωσταντιός και τσ Αρετούσας σούναι.
- Πλατύ το κάμε για χορό.! μακρύ για το σεΐρι.!
και στο δεξό του μάγουλο κτίσε ένα παραθύρι.!
-Να μπαίνει ο ήλιος το ταχύ κι ήλιος το μεσημέρι
για να κατέχει η γι Αρετή πότε ναι καλοκαίρι.
Βγάζει το μαχαιράκι του απ’ αργυρό φουκάρι
στο ουρανό το πέταξε και στη καρδιά τ’ εβάρει.
Εκειά που θάψανε τη νιά εφύτρωσε καλάμι.
Κι εκιά που θάψανε το νιό φύτρωσε κυπαρίσσι.
Κάθε γιορτή κάθε Λαμπρή και κάθε Μπαϊράμι
ήσκιφτε το κυπάρισσο κι εφίλιε το καλάμι.
στο ουρανό το πέταξε και στη καρδιά τ’ εβάρει.
Εκειά που θάψανε τη νιά εφύτρωσε καλάμι.
Κι εκιά που θάψανε το νιό φύτρωσε κυπαρίσσι.
Κάθε γιορτή κάθε Λαμπρή και κάθε Μπαϊράμι
ήσκιφτε το κυπάρισσο κι εφίλιε το καλάμι.
(Παραλλαγή απο τη μάνα μου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου