Να φάνει πέτσες με τσ’ ανθούς νε πέψει τ' αδερφιώ τζη
να υφάνει κι ολομέταξη του αρραβωνιαστικού τζη.
Κι η μάνα τζη τη θώριεναι π’ ανάδιο παραθύρι.
- Μωρή σκυλιά, μωρή οβριά, μωρή μαγαρισμένη.!
- Σαν έρθουνε τ’ αδέρφια σου και θα σε μαντατέψω.
Και πιάνου ντη κι οι δώδεκα με δώδεκα κουρκούδες.
Τη νύχτα τα μεσάνυχτα, η κόρη ψυχομάχε.
Κι η μάννα τζη στο πλάϊ τζη και τη μοιρολογάται.
- Για πες μου θυγατέρα μου, ποια ρούχα δα σου βάλω
άν θες λιγνά άν θες λινά κι άν θες τα βελουδένια
κι άν θες και χρυσοπράσινα που σού χουνε φερμένα.
- Μηδε λιγνά μηδέ χρυσά μηδέ και βελουδένια
Μόνο τα ρουχαλάκια μου τα ματοβουρωμένα,
που μου τα ματοβούρωσαν τα δώδεκα μου αδέρφια.
- Αν ρθεί μανά ο Κωσταντής μη το καταμουρίσεις
δώστου πανιέρι να γευτεί πανιέρι να δειπνήσει.
-Πάψε τε και το ταμπουρά.! Πάψτε και το λαγούτο.!
Στου πεθερού μου την αυλή θωρώ σταυρό κι στέκει
για πεθερός μου διάβηκε, για πεθερά μου διάβει,
για από τα κουνιαδάκια μου κανένα εσκοτώθει.
Δίνει του μαύρου του βιτσά στον Αη Γιώργη φτάνει,
ρωτά το πρωτομάστορα ποιανού νε το μεζάρι;
- Να ζήσεις πρωτομάστορα και πες μου τίνος είναι;
- Να ζήσω γώ κι ο Κωσταντιός και τσ Αρετούσας σούναι.
- Πλατύ το κάμε για χορό.! μακρύ για το σεΐρι.!
και στο δεξό του μάγουλο κτίσε ένα παραθύρι.!
-Να μπαίνει ο ήλιος το ταχύ κι ήλιος το μεσημέρι
για να κατέχει η γι Αρετή πότε ναι καλοκαίρι.
στο ουρανό το πέταξε και στη καρδιά τ’ εβάρει.
Εκειά που θάψανε τη νιά εφύτρωσε καλάμι.
Κι εκιά που θάψανε το νιό φύτρωσε κυπαρίσσι.
Κάθε γιορτή κάθε Λαμπρή και κάθε Μπαϊράμι
ήσκιφτε το κυπάρισσο κι εφίλιε το καλάμι.