Γεννήθηκε -σαν σήμερα-στα Τρίκαλα από γονείς Ηπειρώτες με άλλα 13
παιδιά (επέζησαν τα 4), ο πατέρας του τσαρουχάς με παραγγελίες και από
την ανακτορική φρουρά, τον έχασε όντας
μαθητής του δημοτικού, για να τα φέρουν βόλτα, η μητέρα του πλένει τα
ρούχα των φαντάρων του αντικρινού στρατώνα, στα 13 του θα πιάσει για
πρώτη φορά στα χέρια του το μπουζούκι του πατέρα του. Δικηγορική καριέρα
ήταν το όνειρο της μάνας του, σε ηλικία 22 ετών, το 1937, έρχεται στην
Αθήνα παίζοντας μπουζούκι για τα προς το ζην.
1940, συμπίπτει με τον Χαρίλαο Φλωράκη στο Τάγμα Τηλεγραφητών, αυτός
αφηγείται: «Όταν πήγα εγώ στο Τάγμα, ο Τσιτσάνης ήταν ήδη αγαπητός στους
φαντάρους. Τα βράδια μετά το προσκλητήριο πηδούσε τα συρματοπλέγματα με
κάποιον άλλο και πήγαιναν στις ταβέρνες που ήταν γύρω από το στρατόπεδο
και δούλευαν μέχρι αργά το βράδυ. Με τον ίδιο τρόπο ξαναγύριζαν και
ούτε γάτος ούτε ζημιά. Μια φορά όμως ο επιλοχίας τον έπιασε στα πράσα
που πηδούσε το φράχτη. Την άλλη μέρα το πρωί στην αναφορά “Τι γύρευες
στα σύρματα τέτοια ώρα, Τσιτσάνη ;”. Κι αυτός ετοιμόλογος: “Ασυρματιστής
είμαι κυρ λοχαγέ, τι θέλετε να κάνω, για επιθεώρηση πήγα στα σύρματα να
δω αν είναι εντάξει!»
Με τους τεκέδες της εποχής δεν είχε πάρε-δώσε, μία χρόνια επιπεφυκίτιδα του επιδεινωνόταν από τις λάμπες Λουξ που χρησιμοποιούσαν, όμως γοητεύεται από τις ιστορίες τους. Το να δουλεύεις μπουζουκτσής την εποχή εκείνη ήταν επικίνδυνο, τα μαγαζιά γεμάτα μαχαιροβγάλτες, ο Μιχάλης Γενίτσαρης γράφει στην αυτοβιογραφία του ότι είχε μαζί κάτω από το σακάκι του περίστροφο colt 38, το ζεϊμπέκικο το χόρευαν με δίκοπα μαχαίρια χωμένα στα μπούτια, η λέξη ρεμπέτης ήταν βρισιά, ο ρεμπεσκές! Ο ίδιος ο Τσιτσάνης έζησε κατά τύχη, ένας αρχινταής τον έσωσε!
Γράφει το «Όταν συμβεί στα πέριξ (Της μαστούρας ο σκοπός)», η λεγόμενη αστική τάξη στα Τρίκαλα, παλιοί τσιφλικάδες, έμποροι, καπνέμποροι, του γυρίζουν την πλάτη, τον χλευάζουν, θεωρώντας πως ξεφτιλίζει το όνομα του πατέρα του με το να λέει τραγούδια για αποβράσματα «Αυτή είναι η εκδίκησή μου» θα πει χρόνια μετά στον Γιώργο Λιάνη, ερωτώμενος για την μετέπειτα καθολική αποδοχή του, ο αρχικός αρνητισμός του είχε κοστίσει!. Φτιάχνει τραγούδια ασταμάτητα. Κι όταν η λογοκρισία απαγορεύει τέτοιους στίχους, εκείνος γράφει την «Αρχόντισσα», για ένα υπαρκτό πρόσωπο, την Ελίζα, μια αριστοκρατική ευαίσθητη νεαρή χήρα που κατάντησε αλκοολική και εκτελέστηκε από τους Γερμανούς το 1941. Ο Μάνος Χατζιδάκις σχολιάζει: το «Αρχόντισσα μου, μάγισσα τρανή» έχει την ίδια δύναμη και αλήθεια που συναντάς στον “Ερωτόκριτο”» του Κορνάρου και στο “ Ματωμέvο Γάμο” του Λόρκα».
Γνωρίζεται με την Μαρίκα Νίνου, Αρμενικης καταγωγης, το πραγματικό της όνομα Ευαγγελία Αταμιάν γίνεται Μαρίκα, προς τιμήν της Μαρίκας Κοτοπούλη και Νίνου, από το μικρό όνομα του συζύγου της, ακροβάτη και ζογκλέρ του Νίνου Νικολαΐδη, ξεκίνησε με τον Χιώτη, έμελλε να ταυτιστεί με τον Τσιτσάνη στο πάλκο, στου «Τζίμη του Χοντρού», κάθε βράδυ για 3 χρόνια χαλασμός, πρωτόγνωρα για την εποχή τα «τσαλιμάκια της» στο πάλκο, επιβάλλεται δίπλα του και παραμερίζει τη Σωτηρία Μπέλλου και την Σεβάς Χανούμ, σε μια κρίση θυμού, στο καφενείο των μουσικών στην σημερινή οδό Κοτοπούλη στην Ομόνοια, η Μπέλλου μπαίνει μέσα την ξυλοφορτώνει και την στέλνει στο νοσοκομείο. H σχέση της Νίνου με τον Τσιτσάνη θυελλώδης. Πολλοί κάνουν λόγο για έρωτα, που ο Τσιτσάνης κατέπνιγε, σκεφτόμενος την οικογένειά του. Χώρισαν επεισοδιακά τη δεκαετία του '50 εξαιτίας περιοδείας της στη Νέα Υόρκη. «Δεν θα πας…Θα πάω» και πήγε μόνη της, ο Τσιτσάνης δεν της ξαναμίλησε, ούτε στην κηδεία της πήγε όταν πέθανε από καρκίνο της μήτρας στα 39 της έχοντας προλάβει να ηχογραφήσει μαζί του τη «Σεράχ», τα «Καβουράκια», τη «Ζαΐρα», το «Γεννήθηκα για να πονώ», στην ζωή της βασίζεται η ταινία "Ρεμπέτικο" του Κώστα Φέρρη. Από τον «Τζίμη τον Χοντρό» πέρασε Τσαρούχης, Μινωτής, Κούνδουρος, Καμπανέλλης, Χατζιδάκις και φυσικά ο Μίκης που θα αναφωνήσει «Θα 'θελα να με θεωρούν έναν ταπεινό μαθητή του».
Η δεκαετία του 70, η περίοδος καθολικής αποδοχής του, ξεκινά στο «Χάραμα» στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής για να μείνει μέχρι και έναν μήνα πριν φύγει από τη ζωή, μαζί του η Μπέλλου, Μοσχολιού, Αλεξίου, Γαλάνη, Κωχ, Τσανακλίδου, Αλεξάνδρα, Χαρούλα Λαμπράκη κ.α, περνούν οι πάντες για να τον δουν στο πάλκο, από τους φανατικούς ο Ανδρέας Παπανδρέου, του κάνει πρόταση για το ψηφοδέλτιο Επικρατείας του ΠΑΣΟΚ, του απαντά « Ανδρέα μου, τώρα είμαι ο Τσιτσάνης όλων των Ελλήνων, εάν έρθω μαζί σου, τους μισούς θα τους χάσω!». Το 1980, με πρωτοβουλία της UNESCO μέσα στο Χάραμα ηχογραφήθηκε ένας διπλός δίσκος που κυκλοφόρησε στη Γαλλία το 1985, κατακτώντας το βραβείο της Μουσικής Ακαδημίας Charles Gross.
Φωτο 2. Φωτογραφημένος στο θρυλικό «Ουζερί Τσιτσάνης», στην Θεσσαλονίκη, το «βασίλειο» του, σέρβιρε μόνο τυρί και ψητή σαρδέλα, εκεί θα γράψει μερικά από τα καλύτερα τραγούδια του, ανάμεσα τους την «Συννεφιασμένη Κυριακή», το 1948. «Θυμάμαι αποβραδίς είχε γίνει μπλόκο από τους Γερμανούς σ’ ένα κουτούκι και κανείς μας δεν ήξερε αν θα φύγει ζωντανός από μέσα. Το χάραμα μας άφησαν να φύγουμε. Έξω το χιόνι ήταν στρωμένο και όπως πήγαινα για το σπίτι, είδα τόπους-τόπους πηχτό κόκκινο αίμα και ένα παλικάρι σκοτωμένο. Γύρισα σπίτι μου και έγραψα το τραγούδι με αρχικό τίτλο Ματωμένη Κυριακή». Γράφει και το «Κάνε λιγάκι υπομονή» που το χρησιμοποιεί ο Θόδωρος Αγγελόπουλος στον κινηματογραφικό «Θίασο» ως αντιπροσωπευτικό δείγμα μιας ταραγμένης εποχής.
Φωτο 3. Ήταν βράδυ σαν σήμερα, 18 Ιανουαρίου του 1984, όταν η τηλεόραση μετέδωσε την είδηση από το Λονδίνο: «Πέθανε ο Βασίλης Τσιτσάνης, ανήμερα των γενεθλίων του! », «Να με θάψετε με το μπουζούκι μου και την ώρα που θα με κατεβάζετε να μου παίξετε την Συννεφιασμένη Κυριακή», ήταν η επιθυμία του… λίγα 24ωρα μετά, στο Α' Νεκροταφείο, ο κόσμος πατούσε πάνω στα μνήματα για να πλησιάσει με κάθε τρόπο τον τάφο και να πραγματοποιήσει την επιθυμία του (φωτο 3, ο τάφος του την επομένη της κηδείας). Μια Γαλλική εφημερίδα θα γράψει: «Για τον λαό του είναι πάνω και από Βασιλιάς, είναι ένα σύμβολο. Χωρίς αυτόν η ελληνική μουσική δεν θα ήταν αυτό που είναι σήμερα. Πάνω από 550 ηχογραφήσεις στο ενεργητικό του: «Αντιλαλούνε τα βουνά; Απόψε κάνεις μπαμ; Γλυκοχαράζουν τα βουνά; Χωρίσαμε ένα δειλινό; Ακρογιαλιές δειλινά; Ξημερώνει και βραδιάζει; Απόψε στις ακρογιαλιές ; Είμαστε αλάνια; Με παράσυρε το ρέμα; Δώδεκα η ώρα; Τα καβουράκια ;Τα λερωμένα τ΄ άπλυτα ; Της γερακίνας γιος; Τι σήμερα τι αύριο τι τώρα ; Ανάθεμά σε θάλασσα; Νύχτες μαγικές; Αργοσβήνεις μόνη; Γιατί με ξύπνησες πρωί; Ζαΐρα; Τρέξε μάγκα να ρωτήσεις ; Όμορφη Θεσσαλονίκη; Πέφτεις σε λάθη; Αραμπάς περνά ; Πήρα τη στράτα κι έρχομαι ; Σαν απόκληρος γυρίζω ; Τα ξένα χέρια; Μπαξέ-Tσιφλίκι; Σερσέ λα φαμ κ.α.
Το έργο του συνέχεια ανακαλύπτεται και διασκευάζεται, το 2015, η διάσημη Ολλανδή βιολίστρια Emmy Storms επιλέγει Τσιτσάνη να τελειώσει την συναυλία της, η μουσική του ταξιδεύει στο Χόλιγουντ, όταν ο Γούντι Άλεν, το 1995, στο σάουντρακ της ταινίας“Mighty Aphrodite” επιλέγει το «Νέο Μινόρε», ο Vassilikos διασκευάζει με ηλεκτρονικούς ήχους την Σεράχ και σε κάποια beach bars γίνεται το απόλυτο καλοκαιρινό hit! », η Μαρίζα Κωχ προσθέτει «Αν είσαι ακροατής των τραγουδιών του αναγκαστικά χορεύεις, αφού δεν μπορείς να πετάξεις!».
"Αισθανόμουν ταπεινός, πιο μικρός από τους άλλους ανθρώπους, γιατί ο μουσικός τότε είχε κακή φήμη, πήγαινε στα πανηγύρια κι ο καθένας κολλούσε τις δεκάρες, παίξε ρε, μην πω και τα υπόλοιπα. Έγινα μουσικός με την σκέψη, εάν δεν γίνω μεγάλος, να τα εγκαταλείψω ". Δυστυχώς δεν πρόλαβε να ζήσει και την επίσημη δικαίωση, στις 9 Δεκεμβρίου του 2017, η UNESCO συμπεριέλαβε το ρεμπέτικο στον Κατάλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας ! τα «χασικλίδικα ανθρώπων του υποκόσμου» σήμερα παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά εφάμιλλα με τα αργεντίνικα τάνγκο, τα αμερικανικά μπλουζ, τα πορτογαλέζικα φάδος σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης.
στα σχόλια: Μοναδικό μνημείο του λαϊκού μας πολιτισμού λόγω της σπάνιας μελωδικής αυτονόμησης των τριών ερμηνευτών - Ιωάννα Γεωργακοπούλου, Στελλάκης Περπινιάδης και ο Τσιτσάνης, η πρώτη ηχογράφηση της «Αχάριστης» !
Δε ρώτησες τόσο καιρό για μένα ...
πως πέρασα, τρελή, στην ξενιτιά, ...
σ’ αγάπησα, δυστύχησα για σένα...
και σέρνομαι, πανούργα, μακριά....
Μου είπανε πως ζεις ευτυχισμένη...
θεότρελη, στα πλούτη κολυμπάς,...
μα μια κατάρα πάντα θα σε δέρνει...
του προδομένου ο πόνος της καρδιάς....
Με τους τεκέδες της εποχής δεν είχε πάρε-δώσε, μία χρόνια επιπεφυκίτιδα του επιδεινωνόταν από τις λάμπες Λουξ που χρησιμοποιούσαν, όμως γοητεύεται από τις ιστορίες τους. Το να δουλεύεις μπουζουκτσής την εποχή εκείνη ήταν επικίνδυνο, τα μαγαζιά γεμάτα μαχαιροβγάλτες, ο Μιχάλης Γενίτσαρης γράφει στην αυτοβιογραφία του ότι είχε μαζί κάτω από το σακάκι του περίστροφο colt 38, το ζεϊμπέκικο το χόρευαν με δίκοπα μαχαίρια χωμένα στα μπούτια, η λέξη ρεμπέτης ήταν βρισιά, ο ρεμπεσκές! Ο ίδιος ο Τσιτσάνης έζησε κατά τύχη, ένας αρχινταής τον έσωσε!
Γράφει το «Όταν συμβεί στα πέριξ (Της μαστούρας ο σκοπός)», η λεγόμενη αστική τάξη στα Τρίκαλα, παλιοί τσιφλικάδες, έμποροι, καπνέμποροι, του γυρίζουν την πλάτη, τον χλευάζουν, θεωρώντας πως ξεφτιλίζει το όνομα του πατέρα του με το να λέει τραγούδια για αποβράσματα «Αυτή είναι η εκδίκησή μου» θα πει χρόνια μετά στον Γιώργο Λιάνη, ερωτώμενος για την μετέπειτα καθολική αποδοχή του, ο αρχικός αρνητισμός του είχε κοστίσει!. Φτιάχνει τραγούδια ασταμάτητα. Κι όταν η λογοκρισία απαγορεύει τέτοιους στίχους, εκείνος γράφει την «Αρχόντισσα», για ένα υπαρκτό πρόσωπο, την Ελίζα, μια αριστοκρατική ευαίσθητη νεαρή χήρα που κατάντησε αλκοολική και εκτελέστηκε από τους Γερμανούς το 1941. Ο Μάνος Χατζιδάκις σχολιάζει: το «Αρχόντισσα μου, μάγισσα τρανή» έχει την ίδια δύναμη και αλήθεια που συναντάς στον “Ερωτόκριτο”» του Κορνάρου και στο “ Ματωμέvο Γάμο” του Λόρκα».
Γνωρίζεται με την Μαρίκα Νίνου, Αρμενικης καταγωγης, το πραγματικό της όνομα Ευαγγελία Αταμιάν γίνεται Μαρίκα, προς τιμήν της Μαρίκας Κοτοπούλη και Νίνου, από το μικρό όνομα του συζύγου της, ακροβάτη και ζογκλέρ του Νίνου Νικολαΐδη, ξεκίνησε με τον Χιώτη, έμελλε να ταυτιστεί με τον Τσιτσάνη στο πάλκο, στου «Τζίμη του Χοντρού», κάθε βράδυ για 3 χρόνια χαλασμός, πρωτόγνωρα για την εποχή τα «τσαλιμάκια της» στο πάλκο, επιβάλλεται δίπλα του και παραμερίζει τη Σωτηρία Μπέλλου και την Σεβάς Χανούμ, σε μια κρίση θυμού, στο καφενείο των μουσικών στην σημερινή οδό Κοτοπούλη στην Ομόνοια, η Μπέλλου μπαίνει μέσα την ξυλοφορτώνει και την στέλνει στο νοσοκομείο. H σχέση της Νίνου με τον Τσιτσάνη θυελλώδης. Πολλοί κάνουν λόγο για έρωτα, που ο Τσιτσάνης κατέπνιγε, σκεφτόμενος την οικογένειά του. Χώρισαν επεισοδιακά τη δεκαετία του '50 εξαιτίας περιοδείας της στη Νέα Υόρκη. «Δεν θα πας…Θα πάω» και πήγε μόνη της, ο Τσιτσάνης δεν της ξαναμίλησε, ούτε στην κηδεία της πήγε όταν πέθανε από καρκίνο της μήτρας στα 39 της έχοντας προλάβει να ηχογραφήσει μαζί του τη «Σεράχ», τα «Καβουράκια», τη «Ζαΐρα», το «Γεννήθηκα για να πονώ», στην ζωή της βασίζεται η ταινία "Ρεμπέτικο" του Κώστα Φέρρη. Από τον «Τζίμη τον Χοντρό» πέρασε Τσαρούχης, Μινωτής, Κούνδουρος, Καμπανέλλης, Χατζιδάκις και φυσικά ο Μίκης που θα αναφωνήσει «Θα 'θελα να με θεωρούν έναν ταπεινό μαθητή του».
Η δεκαετία του 70, η περίοδος καθολικής αποδοχής του, ξεκινά στο «Χάραμα» στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής για να μείνει μέχρι και έναν μήνα πριν φύγει από τη ζωή, μαζί του η Μπέλλου, Μοσχολιού, Αλεξίου, Γαλάνη, Κωχ, Τσανακλίδου, Αλεξάνδρα, Χαρούλα Λαμπράκη κ.α, περνούν οι πάντες για να τον δουν στο πάλκο, από τους φανατικούς ο Ανδρέας Παπανδρέου, του κάνει πρόταση για το ψηφοδέλτιο Επικρατείας του ΠΑΣΟΚ, του απαντά « Ανδρέα μου, τώρα είμαι ο Τσιτσάνης όλων των Ελλήνων, εάν έρθω μαζί σου, τους μισούς θα τους χάσω!». Το 1980, με πρωτοβουλία της UNESCO μέσα στο Χάραμα ηχογραφήθηκε ένας διπλός δίσκος που κυκλοφόρησε στη Γαλλία το 1985, κατακτώντας το βραβείο της Μουσικής Ακαδημίας Charles Gross.
Φωτο 2. Φωτογραφημένος στο θρυλικό «Ουζερί Τσιτσάνης», στην Θεσσαλονίκη, το «βασίλειο» του, σέρβιρε μόνο τυρί και ψητή σαρδέλα, εκεί θα γράψει μερικά από τα καλύτερα τραγούδια του, ανάμεσα τους την «Συννεφιασμένη Κυριακή», το 1948. «Θυμάμαι αποβραδίς είχε γίνει μπλόκο από τους Γερμανούς σ’ ένα κουτούκι και κανείς μας δεν ήξερε αν θα φύγει ζωντανός από μέσα. Το χάραμα μας άφησαν να φύγουμε. Έξω το χιόνι ήταν στρωμένο και όπως πήγαινα για το σπίτι, είδα τόπους-τόπους πηχτό κόκκινο αίμα και ένα παλικάρι σκοτωμένο. Γύρισα σπίτι μου και έγραψα το τραγούδι με αρχικό τίτλο Ματωμένη Κυριακή». Γράφει και το «Κάνε λιγάκι υπομονή» που το χρησιμοποιεί ο Θόδωρος Αγγελόπουλος στον κινηματογραφικό «Θίασο» ως αντιπροσωπευτικό δείγμα μιας ταραγμένης εποχής.
Φωτο 3. Ήταν βράδυ σαν σήμερα, 18 Ιανουαρίου του 1984, όταν η τηλεόραση μετέδωσε την είδηση από το Λονδίνο: «Πέθανε ο Βασίλης Τσιτσάνης, ανήμερα των γενεθλίων του! », «Να με θάψετε με το μπουζούκι μου και την ώρα που θα με κατεβάζετε να μου παίξετε την Συννεφιασμένη Κυριακή», ήταν η επιθυμία του… λίγα 24ωρα μετά, στο Α' Νεκροταφείο, ο κόσμος πατούσε πάνω στα μνήματα για να πλησιάσει με κάθε τρόπο τον τάφο και να πραγματοποιήσει την επιθυμία του (φωτο 3, ο τάφος του την επομένη της κηδείας). Μια Γαλλική εφημερίδα θα γράψει: «Για τον λαό του είναι πάνω και από Βασιλιάς, είναι ένα σύμβολο. Χωρίς αυτόν η ελληνική μουσική δεν θα ήταν αυτό που είναι σήμερα. Πάνω από 550 ηχογραφήσεις στο ενεργητικό του: «Αντιλαλούνε τα βουνά; Απόψε κάνεις μπαμ; Γλυκοχαράζουν τα βουνά; Χωρίσαμε ένα δειλινό; Ακρογιαλιές δειλινά; Ξημερώνει και βραδιάζει; Απόψε στις ακρογιαλιές ; Είμαστε αλάνια; Με παράσυρε το ρέμα; Δώδεκα η ώρα; Τα καβουράκια ;Τα λερωμένα τ΄ άπλυτα ; Της γερακίνας γιος; Τι σήμερα τι αύριο τι τώρα ; Ανάθεμά σε θάλασσα; Νύχτες μαγικές; Αργοσβήνεις μόνη; Γιατί με ξύπνησες πρωί; Ζαΐρα; Τρέξε μάγκα να ρωτήσεις ; Όμορφη Θεσσαλονίκη; Πέφτεις σε λάθη; Αραμπάς περνά ; Πήρα τη στράτα κι έρχομαι ; Σαν απόκληρος γυρίζω ; Τα ξένα χέρια; Μπαξέ-Tσιφλίκι; Σερσέ λα φαμ κ.α.
Το έργο του συνέχεια ανακαλύπτεται και διασκευάζεται, το 2015, η διάσημη Ολλανδή βιολίστρια Emmy Storms επιλέγει Τσιτσάνη να τελειώσει την συναυλία της, η μουσική του ταξιδεύει στο Χόλιγουντ, όταν ο Γούντι Άλεν, το 1995, στο σάουντρακ της ταινίας“Mighty Aphrodite” επιλέγει το «Νέο Μινόρε», ο Vassilikos διασκευάζει με ηλεκτρονικούς ήχους την Σεράχ και σε κάποια beach bars γίνεται το απόλυτο καλοκαιρινό hit! », η Μαρίζα Κωχ προσθέτει «Αν είσαι ακροατής των τραγουδιών του αναγκαστικά χορεύεις, αφού δεν μπορείς να πετάξεις!».
"Αισθανόμουν ταπεινός, πιο μικρός από τους άλλους ανθρώπους, γιατί ο μουσικός τότε είχε κακή φήμη, πήγαινε στα πανηγύρια κι ο καθένας κολλούσε τις δεκάρες, παίξε ρε, μην πω και τα υπόλοιπα. Έγινα μουσικός με την σκέψη, εάν δεν γίνω μεγάλος, να τα εγκαταλείψω ". Δυστυχώς δεν πρόλαβε να ζήσει και την επίσημη δικαίωση, στις 9 Δεκεμβρίου του 2017, η UNESCO συμπεριέλαβε το ρεμπέτικο στον Κατάλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας ! τα «χασικλίδικα ανθρώπων του υποκόσμου» σήμερα παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά εφάμιλλα με τα αργεντίνικα τάνγκο, τα αμερικανικά μπλουζ, τα πορτογαλέζικα φάδος σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης.
στα σχόλια: Μοναδικό μνημείο του λαϊκού μας πολιτισμού λόγω της σπάνιας μελωδικής αυτονόμησης των τριών ερμηνευτών - Ιωάννα Γεωργακοπούλου, Στελλάκης Περπινιάδης και ο Τσιτσάνης, η πρώτη ηχογράφηση της «Αχάριστης» !
Δε ρώτησες τόσο καιρό για μένα ...
πως πέρασα, τρελή, στην ξενιτιά, ...
σ’ αγάπησα, δυστύχησα για σένα...
και σέρνομαι, πανούργα, μακριά....
Μου είπανε πως ζεις ευτυχισμένη...
θεότρελη, στα πλούτη κολυμπάς,...
μα μια κατάρα πάντα θα σε δέρνει...
του προδομένου ο πόνος της καρδιάς....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου