Ο αξέχαστος Μανώλας.
του Κών/νου Γ. Καζανάκη
Το πρωί στη (σκληρή) δουλειά του.
Τον θυμούμαι να φωνάζει
με τη βροντώδη φωνή του
το περίφημο «Έλα κυρία»,
όταν κάποιος τον εμπόδιζε Τον θυμούμαι να φωνάζει
με τη βροντώδη φωνή του
το περίφημο «Έλα κυρία»,
στην κοπιαστική πορεία του,
ειδικά όταν ήταν ανηφορική.
Σωματώδης και με τεράστια δύναμη,
ήταν ένας από τους πασίγνωστους
χαρακτηριστικούς «τύπους»
της πόλης μας,
σοβαρός και αξιοπρεπής.
Και, ίσως, ο τελευταίος.
Το απόγευμα,
μετά την (πολύ σκληρή, θα ξαναπώ,
και κουραστική) δουλειά του,
σύχναζε κουστουμαρισμένος
στη «Μικρή Βουλή»,
όπως είχε ονομάσει,
ο επίσης αείμνηστος δήμαρχος Καρέλης,
το εστιατότιο «Κνωσός»,
γωνία Δαιδάλου
και με πρόσοψη στα Λιοντάρια.
Λέγανε, ακόμη, και ότι πήγαινε,
μια φορά τον χρόνο, διακοπές.
Στο τέλος, που τα χρόνια ήταν πολλά,
οι δυνάμεις λίγες και η δουλειά,
με την αλλαγές των καιρών,
είχε πεθάνει,
ζητούσε τον οβολό μας
στα φανάρια της Κορνάρου,
για να μπορεί να έχει ένα πιάτο φαγητό
στου «Γιάννου», στην «Καινούργια Πόρτα».
Το επώνυμό του ήταν Μινωτάκης,
και είχε καταγωγή από τα Χανιά.
Έφυγε από αυτή τη ζωή, όπως έζησε:
μόνος...
Ο Μανώλας Μινωτής
του Γιώργου Βενιανάκη.
Επεξεργασία κειμένου Κων/νος Γ. Καζανάκης
Ο Μανώλας του Ηρακλείου ήταν ένας καλοκάγαθος και μειλίχιος γίγαντας. Καταγόταν από τα Χανιά, και συγκεκριμένα από το χωριό Δελιανά. Η οικογένειά του ήταν πάρα πολύ καλή και εύπορη. Ο μεγάλος ηθοποιός Αλέξης Μινωτής ήταν αδερφός του πατέρα του, πρώτος θείος του δηλαδή. Κοντά στο χωριό του, στα τρία χιλιόμετρα, είναι το χωριό Γλώσσα και παραδίπλα η κωμόπολη Βουκολιές Κισσάμου. Σε ηλικία δέκα έξι, δέκα εφτά χρονών βρέθηκε στο Ηράκλειο. Πως και γιατί όμως;
Όταν ήταν στην ηλικία αυτή, κόβοντας ένα δέντρο δεν πρόσεξε, με αποτέλεσμα να πέσει επάνω σε ένα άλλο παιδί και να το σκοτώσει. Αυτό ο Μανώλης δεν το άντεξε. Συγκλονισμένος από το δυστυχές συμβάν, εγκατέλειψε την ιδιαίτερη πατρίδα του και ήρθε στο Ηράκλειο, όπου έγινε αχθοφόρος. Αν και ήταν ένας πράος γίγαντας, πολλοί Ηρακλειώτες τον περίπαιζαν και τον λοιδορούσαν. Μια φορά καθώς περνούσε τα κρεοπωλεία στην οδό 1866 κάποιοι τον πείραζαν. Και ο Μανώλης τους απάντησε αμέσως με το απίστευτο χιούμορ του: «Μωρέ ’σεις, κάτσετε ήσυχα, γιατί εγώ είμαι τράγος κι εσείς κατσίκες». Ήταν ένας άνθρωπος πολύ δυνατός. Μια φορά σήκωσε με τα χέρια του ένα βαρέλι τρακόσια κιλά! Ανέβαζε το καρότσι στις ανηφόρες του Ηρακλείου με δύο τόνους φόρτωμα. Και όταν κουραζόταν ζητούσε βοήθεια από τους περαστικούς: «Ρε παιδιά βάλτε ένα χεράκι σας παρακαλώ». Αγαπούσε πολύ τους ανθρώπους: κάθε τόσο έδινε αίμα στα δημόσια νοσοκομεία ως ένας αιμοδότης της ανθρωπιάς.
Ένας πολύ καλός μου φίλος μου είπε, κάποτε, για ένα περιστατικό, που του το είχε διηγηθεί ο ίδιος ο Μανώλης. Κάποτε είχε πάει στη Δανία σε ένα πολύ καλό ξενοδοχείο. Φορούσε, όμως, ακατάλληλα -για τους Δανούς- ρούχα, με αποτέλεσμα να έχει προστριβές στην υποδοχή λόγω της εμφάνισής του. Με τα πολλά -και αφού μπήκε στη μέση ο διευθυντής του ξενοδοχείου- πλήρωσε όσα του ζήτησαν και πήγε για ύπνο. Όταν ξύπνησε το πρωί ήταν ένας άλλος άνθρωπος με τη φορεσιά του Κρητικού με κιλότες, στιβάνια, και κεφαλομάντηλο. Όταν κατέβηκε κάτω και παρέδωσε το κλειδί του δωματίου για να βγει στην πόλη, οι άνθρωποι του ξενοδοχείου έμειναν έκθαμβοι από το παρουσιαστικό του! Ο Μανώλης μπορούσε να κάνει, κάθε χρόνο, και με το κομπόδεμά του, ένα ταξίδι στο εξωτερικό, αφού εκτός από καλοκάγαθος ήταν και δουλευταράς, ενώ δεν είχε οικογενειακά έξοδα.
Μια φορά έτυχε να τον δω την ώρα που έτρωγα στη «Νέα Ιωνία». Μπήκε μέσα και παράγγειλε τέσσερα διαφορετικά μεγάλα πιάτα. Όταν το είδα αυτό έμεινα έκπληκτος. Μόλις τελείωσε το φαγητό του πλήρωσε και έφυγε ξανά για τη δουλειά. Δούλευε από το πρωί μέχρι το βράδυ, ασταμάτητα. Μόνο την Κυριακή ξεκουραζόταν. Τα χρόνια, όμως, πέρασαν, ο Μανώλης γέρασε και δεν μπορούσε πια να τραβήξει το καρότσι του. Τον πέτυχα στο κέντρο του Ηρακλείου περνώντας μια ’μέρα με το αυτοκίνητο. Μου έκανε νόημα με ένα άζαξ τζαμιών που κρατούσε και ένα πανί για να μου καθαρίσει τον παρμπρίζ. Του έγνεψα «ναι». Πρόσεξα ότι ντρεπόταν να κάνει αυτή τη δουλειά. Απ' ό,τι κατάλαβα την έκανε με το στανιό και με μια μικρή θλίψη στο πρόσωπό του, γιατί είχε καταλάβει ότι είχε, πια, γεράσει. Μετά χάθηκε. Αργότερα έμαθα ότι ο Μανώλης πέθανε...
Ήταν ένας σπουδαίος άνθρωπος και ένα από τα γραφικότερα πρόσωπα του Ηρακλείου της εποχής εκείνης...
Καλό μεσημέρι σε όλους σας ...........
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου