Γιέ
μου πού πας; Μάνα, θα πάω στα καράβια……. γεννημένος στην Ρωσία από
γονείς Κεφαλονίτες, ο πατέρας του τροφοδότης του Τσαρικού Στρατού, με το
ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και
την επανάσταση των Μπολσεβίκων χρεοκοπεί, έρχονται Κεφαλονιά και μετά
στον Πειραιά, γράφει ποιήματα από το Δημοτικό, συμμαθητής του ο Γιάννης
Τσαρούχης, στα 29 του χρόνια παίρνει το δίπλωμα του ασυρματιστή, από
τότε δεν σταμάτησε να ταξιδεύει, μοναδικό διάλειμμα ο πόλεμος του ’40,
όταν ξεμπάρκαρε για να στρατευτεί, μέλος του ΚΚΕ, αρχές του 1945, τον
βρίσκει επικεφαλής του ΕΑΜ Λογοτεχνών-Ποιητών, ο δοκιμιογράφος Αιμίλιος
Χουρμούζιος θα τον κατηγορήσει από τις σελίδες της "Νέας Εστίας" για
«έλλειψη ήθους» γιατί στα ποιήματά του, αν και πολλά από αυτά γράφτηκαν
κατά τη διάρκεια της Κατοχής, δεν υπάρχει «μια νύξη, μια ελάχιστη θύμηση
της τραγωδίας της φυλής μας, πουθενά... ! Κύκλοι της αριστεράς
χαρακτήρισαν την ποίηση του « απολίτικη, ποίηση φυγής, αποσπασμένη από
την πραγματικότητα»
Οικογένεια δεν έκανε, σπίτι του η θάλασσα, ήπιος και γλυκομίλητος
αγαπούσε τα αστεία, τα μπορντέλα και τα κορίτσια τους, στην καμπίνα του
είχε κρεμασμένους πίνακες του Τουλούζ-Λωτρέκ πάντα στην αίθουσα του
ασυρμάτου διάβαζε, δεν έτρωγε ποτέ με τους αξιωματικούς όπως δικαιούτο
αλλά με τους απλούς ναύτες, όταν τον ρωτούσαν εάν έχει σχέση με τον
ποιητή έλεγε «ξάδελφος μου συνονόματος» αγαπημένη του φράση «Όλα τα
πράγματα έχουν τη δική τους μυρωδιά, την μυρωδιά που έχουν οι άνθρωποι
την κλέβουν από τα πράγματα»
Σε ένα από τα ταξίδια του στην Αργεντινή, ο Νίκος Καββαδίας πάει όπως συνήθιζε σε ένα πορνείο, εκεί μια κοπέλα, όχι πολύ όμορφη, του τράβηξε το ενδιαφέρον, πάνω στο τραπέζι της είχε ελληνικές εφημερίδες, τη ρώτησε αν είναι «πατριώτες», η κοπέλα έπεσε πάνω του και άρχισε να κλαίει. Φοιτήτρια στη Γαλλία ερωτεύτηκε ένα νεαρό, εκείνος την έπεισε να τον ακολουθήσει στην Αργεντινή, ο νεαρός απατεώνας την πούλησε σε πολυσύχναστο από «γελαδάρηδες» οίκο ανοχής, της υποσχέθηκε ότι θα την σώσει, τη επομένη μαζί με άλλους ναυτικούς, ακινητοποίησε τον φρουρό, την κλέβει και την παίρνει μαζί του στο καράβι, όταν το πλοίο έφτασε σε λιμάνι της Ευρώπης, της εξασφάλισε εισιτήρια και την έστειλε Ελλάδα. Η ζωή παίζει παιγνίδια, μετά από χρόνια, την συνάντησε στο σπίτι του Μ. Καραγάτση, έκανε ότι δεν τον γνώριζε, όταν ο Καββαδίας έφυγε, λέει στον Καραγάτση «αυτόν εδώ που μοιάζει με αλήτη τι τον μαζεύεις σπίτι σου; που ξέρεις ποιος είναι;». Καλοπαντρεμένη με πλούσιο αστό πανικοβλήθηκε μήπως αποκαλύψει το παρελθόν της. Ο πεζογράφος παραξενεύτηκε από τη στάση της και ρώτησε τον Καββαδία αν της είχε κάνει τίποτε. Ο ποιητής ερμηνεύοντας σωστά την επιθυμία της δεν αποκάλυψε τίποτε στον Καραγάτση, του είπε απλά: «γιατί δεν ρωτάς αυτήν, να σου πει τι της έχω κάνει»....
Θαύμαζε τον Σεφέρη για το έργο του και του έχει αφιερώσει το ποίημα "Εσμεράλδα" στο "Πούσι", τον θεωρούσε φίλο του, αν και όπως έλεγε "δεν ξέρω αν ήμουν κι εγώ δικός του φίλος". Μια φορά, το καράβι του κατέπλευσε στη Βηρυτό όπου ο Σεφέρης ήταν νεο-διορισμένος ως πρεσβευτής. Ο Καββαδίας προσφέρθηκε να συνοδέψει τον Σεφέρη μέχρι το προξενείο. Το ταξί που μίσθωσαν τους πήγε μέσα από μια συνοικία όπου ήταν γεμάτο Ελληνικές σημαίες στα μπαλκόνια και άκουγες παντού Ελληνικά. Ο Σεφέρης συγκινήθηκε και ρώτησε τον Καββαδία ποια ήταν αυτή η συνοικία, ο Καββαδίας του απαντά « η περιοχή με τα μπουρδέλα», ο Σεφέρης θύμωσε «Κύριε ή εσείς θα κατεβείτε απ' το αμάξι ή εγώ", οπότε κατέβηκε ο Καββαδίας και συνέχισε με τα πόδια!
Μια ζωή μόνο με πόρνες, τον έρωτα τον χλεύαζε, δεν πίστευε σε αυτόν, το 1973, δυο χρόνια πριν πεθάνει, στα 63 του, σε μια παρουσίαση του έργου του στο Αριστοτέλειο γνωρίζει την φιλόλογο Θεανώ Σουνά και την ερωτεύεται, αυτή μόλις 25 ετών. Όταν ο Καββαδίας ήταν 20 ετών, τον είχε ερωτευτεί μια 60χρονη, αυτός την παράτησε και η ερωτευμένη γυναίκα του φώναξε « Σε καταριέμαι να αγαπήσεις 60 χρονών και να δούμε τότε πώς θα γελάς» την θυμήθηκε και «παρ᾽ όλο που δεν είμαι θρήσκος και δεν πιστεύω στο Θεό χθες πήγα τρεμάμενος στο νεκροταφείο να της ανάψω ένα κερί» .
Αφιέρωσε στην Θεανώ ένα από τα πιο αγαπημένα του τραγούδια που μελοποίησε εξαιρετικά η Μαριζα Κώχ.. Πούθ’ έρχεσαι; Απ’ τη Βαβυλώνα, Πού πας; Στο μάτι του κυκλώνα, Ποιαν αγαπάς; Κάποια τσιγγάνα, Πώς τη λένε; Φάτα Μοργκάνα.«Φάτα Μοργκάνα» είναι φαινόμενο που συμβαίνει στη Σικελία, στο στενό, ή στη Νάπολη απόξω, νύχτα, τρεις η ώρα και παρουσιάζει τρεις γυναίκες που χορεύουν στον ορίζοντα, κρατά ένα δυο λεπτά, μετά σβήνει, τρεις η ώρα τη νύχτα, πάντα την ίδια εποχή. Το έχω δει δύο φορές, οι γυναίκες έχουν κανονικό σχήμα, με τα πέπλα τους, τα μαλλιά τους, ανατριχιάζεις!»
Όταν ο Θάνος Μικρούτσικος μελοποίησε τα ποιήματα του και τα έδωσε στον Πατσιφά να τα βγάλει δίσκο αυτός με μισή καρδιά δέχτηκε μόνο ως προσωπική χάρη στον Θάνο αφού δεν του άρεσε κανένα, «άντε να πουλήσει 2.000 αντίτυπα, οι κριτικοί τον ειρωνεύτηκαν « ξέχασε ο κ. Μικρούτσικος να συμπεριλάβει στον άλμπουμ και γλωσσάριο γιατί δεν καταλαβαίνουμε λέξη! Σήμερα ο δίσκος έχει ξεπεράσει το 1 εκατομμύριο αντίτυπα
Του χρωστάμε στα όλα και όλα 60 ποιήματα του, όλα τα ταξίδια που έχουμε κάνει με το μυαλό μας! πολλοί έγιναν ναυτικοί μόνο και μόνο για να νιώσουν τις συγκινήσεις που περιγράφει στο «Μαραμπού» και στο «Πούσι», όλα του τα ποιήματα με τεράστια αφηγηματική δύναμη, ένας τρομερός παραμυθάς, όμως λανθασμένα θεωρείται ο ποιητής της θάλασσας ή των ναυτικών, οι ωκεανοί ήταν το πρόσχημα, το πραγματικό του ενδιαφέρον ήταν το ταξίδι της ανθρώπινης ζωής, το να δραπετεύεις από την βαρβαρότητα της καθημερινότητας, η ίδια η περιπέτεια της ανθρώπινης ύπαρξης…
στις 10 Φεβρουαρίου 1975, στα 65 του, αφήνει την τελευταία του πνοή ύστερα από εγκεφαλικό επεισόδιο, λίγο πριν προλάβει να μπαρκάρει για το τελευταίο του ταξίδι, όνειρο του πάντα ο «υγρός τάφος», στην Αθήνα, στην κλινική «Άγιοι Απόστολοι» τα τελευταία λόγια στην αδελφή του «ένα πράγμα φοβόμουν σε όλη μου την ζωή και αυτό έγινε!» πέθανε στην στεριά και τελικά θα είχε «ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες….!.
θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων
και θα πεθάνω μια βραδιά σαν όλες τις βραδιές,
χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων…..
Για το Μαδράς τη Σιγκαπούρ τ' Αλγέρι και το Σφαξ
θ' αναχωρούν σαν πάντοτε περήφανα τα πλοία,
κι εγώ σκυφτός σ' ένα γραφείο με χάρτες ναυτικούς
θα κάνω αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία.
Θα πάψω πια για μακρινά ταξίδια να μιλώ,
οι φίλοι θα νομίζουνε πως τα 'χω πια ξεχάσει,
κι η μάνα μου χαρούμενη θα λέει σ' όποιον ρωτά
"Ήταν μια λόξα νεανική, μα τώρα έχει περάσει"……..
Κι εγώ που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ
σε κάποια θάλασσα βαθειά στις μακρινές Ινδίες,
θα'χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ
και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες.
στα σχόλια, ο ποιητής φωτογραφημένος λίγο πριν πεθάνει με την Θεανώ Σουνά στο Πασαλιμάνι.
Σε ένα από τα ταξίδια του στην Αργεντινή, ο Νίκος Καββαδίας πάει όπως συνήθιζε σε ένα πορνείο, εκεί μια κοπέλα, όχι πολύ όμορφη, του τράβηξε το ενδιαφέρον, πάνω στο τραπέζι της είχε ελληνικές εφημερίδες, τη ρώτησε αν είναι «πατριώτες», η κοπέλα έπεσε πάνω του και άρχισε να κλαίει. Φοιτήτρια στη Γαλλία ερωτεύτηκε ένα νεαρό, εκείνος την έπεισε να τον ακολουθήσει στην Αργεντινή, ο νεαρός απατεώνας την πούλησε σε πολυσύχναστο από «γελαδάρηδες» οίκο ανοχής, της υποσχέθηκε ότι θα την σώσει, τη επομένη μαζί με άλλους ναυτικούς, ακινητοποίησε τον φρουρό, την κλέβει και την παίρνει μαζί του στο καράβι, όταν το πλοίο έφτασε σε λιμάνι της Ευρώπης, της εξασφάλισε εισιτήρια και την έστειλε Ελλάδα. Η ζωή παίζει παιγνίδια, μετά από χρόνια, την συνάντησε στο σπίτι του Μ. Καραγάτση, έκανε ότι δεν τον γνώριζε, όταν ο Καββαδίας έφυγε, λέει στον Καραγάτση «αυτόν εδώ που μοιάζει με αλήτη τι τον μαζεύεις σπίτι σου; που ξέρεις ποιος είναι;». Καλοπαντρεμένη με πλούσιο αστό πανικοβλήθηκε μήπως αποκαλύψει το παρελθόν της. Ο πεζογράφος παραξενεύτηκε από τη στάση της και ρώτησε τον Καββαδία αν της είχε κάνει τίποτε. Ο ποιητής ερμηνεύοντας σωστά την επιθυμία της δεν αποκάλυψε τίποτε στον Καραγάτση, του είπε απλά: «γιατί δεν ρωτάς αυτήν, να σου πει τι της έχω κάνει»....
Θαύμαζε τον Σεφέρη για το έργο του και του έχει αφιερώσει το ποίημα "Εσμεράλδα" στο "Πούσι", τον θεωρούσε φίλο του, αν και όπως έλεγε "δεν ξέρω αν ήμουν κι εγώ δικός του φίλος". Μια φορά, το καράβι του κατέπλευσε στη Βηρυτό όπου ο Σεφέρης ήταν νεο-διορισμένος ως πρεσβευτής. Ο Καββαδίας προσφέρθηκε να συνοδέψει τον Σεφέρη μέχρι το προξενείο. Το ταξί που μίσθωσαν τους πήγε μέσα από μια συνοικία όπου ήταν γεμάτο Ελληνικές σημαίες στα μπαλκόνια και άκουγες παντού Ελληνικά. Ο Σεφέρης συγκινήθηκε και ρώτησε τον Καββαδία ποια ήταν αυτή η συνοικία, ο Καββαδίας του απαντά « η περιοχή με τα μπουρδέλα», ο Σεφέρης θύμωσε «Κύριε ή εσείς θα κατεβείτε απ' το αμάξι ή εγώ", οπότε κατέβηκε ο Καββαδίας και συνέχισε με τα πόδια!
Μια ζωή μόνο με πόρνες, τον έρωτα τον χλεύαζε, δεν πίστευε σε αυτόν, το 1973, δυο χρόνια πριν πεθάνει, στα 63 του, σε μια παρουσίαση του έργου του στο Αριστοτέλειο γνωρίζει την φιλόλογο Θεανώ Σουνά και την ερωτεύεται, αυτή μόλις 25 ετών. Όταν ο Καββαδίας ήταν 20 ετών, τον είχε ερωτευτεί μια 60χρονη, αυτός την παράτησε και η ερωτευμένη γυναίκα του φώναξε « Σε καταριέμαι να αγαπήσεις 60 χρονών και να δούμε τότε πώς θα γελάς» την θυμήθηκε και «παρ᾽ όλο που δεν είμαι θρήσκος και δεν πιστεύω στο Θεό χθες πήγα τρεμάμενος στο νεκροταφείο να της ανάψω ένα κερί» .
Αφιέρωσε στην Θεανώ ένα από τα πιο αγαπημένα του τραγούδια που μελοποίησε εξαιρετικά η Μαριζα Κώχ.. Πούθ’ έρχεσαι; Απ’ τη Βαβυλώνα, Πού πας; Στο μάτι του κυκλώνα, Ποιαν αγαπάς; Κάποια τσιγγάνα, Πώς τη λένε; Φάτα Μοργκάνα.«Φάτα Μοργκάνα» είναι φαινόμενο που συμβαίνει στη Σικελία, στο στενό, ή στη Νάπολη απόξω, νύχτα, τρεις η ώρα και παρουσιάζει τρεις γυναίκες που χορεύουν στον ορίζοντα, κρατά ένα δυο λεπτά, μετά σβήνει, τρεις η ώρα τη νύχτα, πάντα την ίδια εποχή. Το έχω δει δύο φορές, οι γυναίκες έχουν κανονικό σχήμα, με τα πέπλα τους, τα μαλλιά τους, ανατριχιάζεις!»
Όταν ο Θάνος Μικρούτσικος μελοποίησε τα ποιήματα του και τα έδωσε στον Πατσιφά να τα βγάλει δίσκο αυτός με μισή καρδιά δέχτηκε μόνο ως προσωπική χάρη στον Θάνο αφού δεν του άρεσε κανένα, «άντε να πουλήσει 2.000 αντίτυπα, οι κριτικοί τον ειρωνεύτηκαν « ξέχασε ο κ. Μικρούτσικος να συμπεριλάβει στον άλμπουμ και γλωσσάριο γιατί δεν καταλαβαίνουμε λέξη! Σήμερα ο δίσκος έχει ξεπεράσει το 1 εκατομμύριο αντίτυπα
Του χρωστάμε στα όλα και όλα 60 ποιήματα του, όλα τα ταξίδια που έχουμε κάνει με το μυαλό μας! πολλοί έγιναν ναυτικοί μόνο και μόνο για να νιώσουν τις συγκινήσεις που περιγράφει στο «Μαραμπού» και στο «Πούσι», όλα του τα ποιήματα με τεράστια αφηγηματική δύναμη, ένας τρομερός παραμυθάς, όμως λανθασμένα θεωρείται ο ποιητής της θάλασσας ή των ναυτικών, οι ωκεανοί ήταν το πρόσχημα, το πραγματικό του ενδιαφέρον ήταν το ταξίδι της ανθρώπινης ζωής, το να δραπετεύεις από την βαρβαρότητα της καθημερινότητας, η ίδια η περιπέτεια της ανθρώπινης ύπαρξης…
στις 10 Φεβρουαρίου 1975, στα 65 του, αφήνει την τελευταία του πνοή ύστερα από εγκεφαλικό επεισόδιο, λίγο πριν προλάβει να μπαρκάρει για το τελευταίο του ταξίδι, όνειρο του πάντα ο «υγρός τάφος», στην Αθήνα, στην κλινική «Άγιοι Απόστολοι» τα τελευταία λόγια στην αδελφή του «ένα πράγμα φοβόμουν σε όλη μου την ζωή και αυτό έγινε!» πέθανε στην στεριά και τελικά θα είχε «ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες….!.
θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων
και θα πεθάνω μια βραδιά σαν όλες τις βραδιές,
χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων…..
Για το Μαδράς τη Σιγκαπούρ τ' Αλγέρι και το Σφαξ
θ' αναχωρούν σαν πάντοτε περήφανα τα πλοία,
κι εγώ σκυφτός σ' ένα γραφείο με χάρτες ναυτικούς
θα κάνω αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία.
Θα πάψω πια για μακρινά ταξίδια να μιλώ,
οι φίλοι θα νομίζουνε πως τα 'χω πια ξεχάσει,
κι η μάνα μου χαρούμενη θα λέει σ' όποιον ρωτά
"Ήταν μια λόξα νεανική, μα τώρα έχει περάσει"……..
Κι εγώ που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ
σε κάποια θάλασσα βαθειά στις μακρινές Ινδίες,
θα'χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ
και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες.
στα σχόλια, ο ποιητής φωτογραφημένος λίγο πριν πεθάνει με την Θεανώ Σουνά στο Πασαλιμάνι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου