Σάββατο 11 Αυγούστου 2018

ΕΝΑ ΑΡΧΑΝΙΩΤΙΚΟ ΕΘΙΜΟ ΠΟΥ…ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ. Του Νίκου Αγγελή

ΕΝΑΣ ΘΡΑΨΑΝΙΩΤΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΑΝΕΣ
(ΕΝΑ ΑΡΧΑΝΙΩΤΙΚΟ ΕΘΙΜΟ ΠΟΥ…ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)
Ο Μιχελής ο Θραψανιώτης ( Θραψανω :κεφαλοχώρι της επαρχίας πεδιάδας του Νομού Ηρακλείου φημισμένο για τους αγγειοπλάστες κατοίκους του) ήτανε ένας νέος «πιθαράς» και πήγαινε με το θείο του στις Αρχάνες,ακολουθώντας ένα γέρο προξενητή.Η μάνα του τούχε πει πριν ξεκινήσει να βάλει το καλό του σώβρακο ,μ’ αυτός δεν την άκουσε και έφυγε μ’ αυτό που φορούσε που ήτανε παλιό και τρυπημένο.
Ο θείος του τον είχε προειδοποιήει :- Το νού σου,αν πεις ναι,έμπλεξες κιόλας.Αλλά και πάλι ο Μιχελής δεν άκουσε.
Ο γέρο-προξενητής έφτασε σε μεγάλη αυλόπορτα και περίμενε τους Θραψανιώτες να πλησιάσουν.Στράφηκε στο Μιχελή και του είπε:
- Κουμπαράκι , ετούτο είναι το σπίτι του πεθερού.Σταθείτε να εξηγηθούμε.Η κοπελιά είναι καλή και όμορφη.Εκείνο το αμπέλι παίρνει προυκιό.Αρέσει σου τ’ αμπέλι; Αρέσει μου,απαντά ο Μιχελής.΄Ε,να μπούμε να δεις τη νύφη κι αν σ’ αρέσει κι αυτή τελέψαμε.Αλλιώς θα μου κάμεις νόημα κι εγώ θα καταλάβω.Συμφώνησαν και σήκωσαν το χερούλι της πόρτας.Βγήκε η μάνα και τους άνοιξε.
- Θέλετε μουσαφιραίους ,κερά Μανώλαινα; Θέλουμε,καλώς τους.
Μπήκαν στην αυλή,ο πατέρας ήταν παρά μέσα κι έκοβε, με το κλαδευτήρι, ένα μάτσο καπνό απάνω στο ραβδί του.Σηκώθηκε και τους υποδέχτηκε.Ο γέρος τον χαιρέτησε ακριβά και έδειξε στους φίλους του να κάτσουν.΄Εγινε μικρή σιωπή.΄Εφερε η μάνα μια ρακή και σταφίδες.
-Κι ίντα καιρός σας έφερε στο σπιτικό μου.Αποφάσισε να ρωτήσει :
-Θραψανιώτες είναι,πιθαράδες και ελόγου σου θάχεις ανάγκη από τέτοια αργόχειρα. –Μπα,γεμάτο έχω το σπίτι.Για τούτο το χρόνο δεν θέλω.-Ε΄, να φεύγουμε το λοιπόν.΄Οξω,αν μας κεράσεις άλλη μια.
-Ντα,με δυό πόδια δεν εμπήκατε;Να πιούμε θέλει άλλη μια.
Στο μεταξύ ο γέρος έψαχνε με τα μάτια μέσα,ν’ ανακαλύψει την κόρη.Μια –δυο στιγμές,θα την έβγαζε από καμιά γωνιά η περιέργεια.Κι όταν την είδε να σκύβει από το παραθύρι του Οντά,πρόλαβε:
-Βαγγελιώ , παιδί μου,κατέβα να μου φέρεις μια σταλιά νερό.
Η κοπελιά κατέβηκε να περιποιηθεί το γέρο γείτονα.Η μάνα ωστόσο ετοίμαζε τη δεύτερη τσικουδιά.Οπωσδήποτε όλοι είχαν κιόλας την υποψία πως τούτοι δεν ήρθαν να πουλήσουν πιθάρια.Γι αυτό η Βαγγελιώ πριν βγεί,ανάπιασε τα μαλλιά της στον καθρέπτη και πέταξε την ποδιά της.Παρουσιάστηκε με τα μάτια χαμηλά,αλαφροπάτητη,με τρία ποτήρια νερό στο δίσκο.΄Εδωσε στο γέρο,έδωσε στον μπάρμπα και τελευταία στο Μιχελή,που την έβλεπε από πάνω έως κάτω και βιαζόταν να τη μετρήσει.Όταν ήρθε μπροστά του,ακροσήκωσε τα μάτια και τον κύταξε.΄Ηπιε εκείνος μια γουλιά κι έδωσε πίσω το ποτήρι.Η κοπελιά ξεκίνησε να φύγει.Την είδε κι από πίσω ο Μιχελής και στράφηκε στον μπάρμπα του που του έκλινε το κεφάλι δεξιά.Καλή του φάνηκε.Ο Μιχελής έκλινε κι εκείνος το κεφάλι δεξιά κυτάζοντας το γέρο.Την ήθελε.Ο γέρος προξενητής πήρε τότε βαθειά ανάσα.
Πρέπει να κατάλαβες γείτονα πως δεν ήρθαμε για πιθάρια.
Γι άλλη δουλειά ήρθαμε.Το κουμπαράκι είναι μεν από το Θραψανώ,μα θέλει να ριζώσει στο χωριό μας.Γερός είναι,καλό κοπέλι είναι,δουλευτής.Ελόγου σου έχεις τρεις κόρες.Βοηθό δεν έχεις.Τη μεγάλη ζητούμε κι ό,τι αποφασίσεις.
Ο πατέρας κύταξε το Μιχελή και για μια στιγμή σώπασε.Καλός του φαινότανε.Μετά αποκρίθηκε στο γέρο γείτονα.
- Σαν το γνωρίζεις το παιδί,γείτονα,ούλα καλά.Γνωρίζει το προυκιό
που παίρνει η κοπελιά; - Γνωρίζει το.-Ε’, να το μάθει κι η μάνα…
Δυο λογιών ήταν τα προξενιά στην Κρήτη παλαιότερα.Τα έκτακτα και τα προετοιμασμένα.Και στα δύο οι προξενητάδες ήταν επιφυλακτικοί για να μην προσβάλουν την οικογένεια της νύφης και πληγώσουν την κοπελιά στην περίπτωση ασυμφωνίας.Εδώ είδαμε το έκτακτο.
Στο σημείο αυτό,για κάθε άλλο χωριό,θα τέλειωνε η αποστολή.Θάφευγαν προξενητής και γαμπρός για νάρθει μια άλλη μέρα ο δεύτερος με τους γονείς του να συνεχίσουν.Στις Αρχάνες όμως ,του καιρού που ιστορούμε,το προξενιό δεν τέλειωνε εδώ.
Κάλεσαν τη μάνα και της είπαν το μυστικό.Αυτή είπε: Ό,τι αποαφασίσεις άντρα μου , καλό και ευλοημένο.Μετά μπήκε μέσα και τόπε και τση κοπελιάς.Το πράμα ήταν σοβαρό για τις Αρχάνες.Μέγα άλμα από την παρθενιά στο γάμο…΄Ετσι είπαν…Η Βαγγελιώ δεν έφερε αντίρρηση και γύρισε στην αυλή χαρούμενη.
- Ε΄, να τσοι χαρούμε.Οι γονείς ασπάστηκαν το γαμπρό και η μάνα
έφυγε να πάει να ετοιμάσει τραπέζι.Βγήκαν κι οι άλλες δύο κόρες-οι αδελφές-κι άρχισαν να σφάζουν όρνιθες και να μαγειρεύουν.Το Βαγγελιώ χάθηκε.Πήγε να λουστεί,να ετοιμαστεί.Η μάνα κάλεσε διακριτικά και το Μιχελή να λουστεί.Ο νέος τάχασε και κοίταξε με αγωνία τον μπάρμπα του.Αυτός σήκωσε τους ώμους του…΄Ετσι ήταν συνήθεια, σκέφτηκε.Στο μεταξύ ήρθαν και δυο ξαδέρφια της νύφης,αντρακλαράδες,αγριομούτσινοι.Ζύγισαν τον γαμπρό με τα μάτια.Καλός τους φάνηκε και τούδωσαν τα χέρια.
΄Ηρθανε και τα φαγιά και τα,κρασιά. ΄Ηρθαν και τα τραγούδια.΄Υστερα από ώρα σκόλασαν τα σαγόνια,χαμήλωσαν τα φτερά των τραγουδιών.Η νύχτα είχε διασκελίσει το Γιούχτα.Ο γέρο προξενητής έδειξε πως ήταν η ώρα να φύγουν.Σηκώθηκαν οι νοικοκυραίοι να τον αποβγάλουν.Είπε πως εκείνος θα φιλοξενούσε το μπάρμπα.Κι έμεινε στη μέση ο Μιχελής.Πλησίασε η μάνα.
-Το κρεβάτι είναι έτοιμο,παιδί μου.Ο Μιχελής έμεινε ξερός.
-Για πως στέκει;΄Αντε και σε περιμένει η κοπελιά.Μπήκε στη μέση ο γέρος.Ο Μιχελής έγινε κατακόκκινος.Τα Αρχανιώτικα έθιμα τον αιφνιδίασαν.Ο μπάρμπας του χαμογελούσε πονηρά.Κι εγώ θάρθω…
Τότε σηκώθηκε ο πατέρας,αλλά και τα ξαδέρφια της νύφης, απάνω αναψοκοκκινισμέοι.Τι προσβολή ήταν αυτή…Πρώτη φορά πάθαιναν τέτοιο ρεζιλίκι:
Κουμπάρε εμείς δεν σ’ αρέσωμε πρέπει…γιατί η κοπελιά είπες
πως σ άρέσει.Ο Μιχελής ο καημένος δεν ήξερε τι να πει και τι να κάμει.Θυμήθηκε και το τρυπημένο σώβρακο μέσα στον αιφνιδιασμό του: -Μ’ αρέσετε,μ’ αρέσετε ,είπε ψιθυριστά.Ούλοι μ’ αρέσετε.Μα πρέπει να πάω πρώτα στο σπίτι μου.Πρέπει να βγω όξω… Ο προξενητής είδε τα πνεύματα οργισμένα και προσπάθησε να τα φέρει στο χωρατό.
Πού θα πάεις για …ατσάλωσι ; ο χαρκιάς κοιμάται…Γέλασαν όλοι
δίχως το Μιχελή.Μα το γέλιο έσβησε στη στιγμή και τα ξαδέρφια τον πλησίαζαν αγριεμένα.Ο μπάρμπας του Μιχελή τον πήρε κατά μέρος.
-Μιχελή,είπες πως σ’ αρέσει η κοπελιά.Και σαν τόπες το προξενιό τελείωσε.Και τώρα,πρέπει να προχωρήσεις.΄Ετσι τόχουν συνήθειο σε τούτον τον τόπο.Πρέπει να κοιμηθείς με την κοπελιά.Ο Μιχελής κύτταζε τον μπάρμπα του σαν χαμένος.Μα σαν ήταν συνήθεια.Να κοιμηθώ; Και να κάμω κι άλλο πράμα; -Να κοιμηθείς και να κάμεις ό,τι θέλεις.Δική σου είναι η κοπελιά,ό,τι θέλεις την κάνεις.Δική του η Βαγγελιώ…΄Ενιωσε τα νεφρά του να τρεμίζουν… ΄Υστερα ξαναθυμήθηκε το σώβρακο:-Και το σώβρακο μπάρμπα;Χιλιοτρυπημένο είναι και ντρέπομαι.-Σβήσε το λύχνο μωρέ πρίχου γδυθείς,βγάλε το…Κι ως που νάρθει η ώρα να το ξαναβάλεις θα λέει η κοπελιά,μαγάρι κι άλλες τρύπες να θωρώ…
Ο Μιχελής ανατράνισε…΄Ετσι ήταν, γαμπρός και νοικοκύρης αυτός και κάνει και το δύσκολο.Πήρε αναπνοή: - Μπάρμπα… Σαν τόχουνε το συνήθειο οι Αρχανιώτες,θα βγάλω κι εγώ το σώβρακο απόψε και διάλε την κλωστή που θα ξαναβάλω ώσπου να πάεις να φέρεις από το χωριό το καινούργιο…Δυό μέρες καιρό…(Νίκος Αγγελής, «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ» , 12-9-1976 - Αναδημοσίευση)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου