Δευτέρα 14 Αυγούστου 2017

Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΤΗ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ Της Λιάνας Σταρίδα

Αύγουστος 2009. Στην Παναγιά τη Γκουβερνιώτισσα...
Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΤΗ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
Η ευγνωμοσύνη, η εμπιστοσύνη και η αγάπη του λαού στην Παναγία αποτυπώνονται στην υμνογραφία, στη λαογραφία, στην τέχνη και στη λατρεία.
Πολλές εκκλησίες και μοναστήρια είναι αφιερωμένα στη Θεοτόκο. Προς τιμήν της φιλοτεχνήθηκαν πλήθος ιερές εικόνες. Άλλα και ύμνοι, τροπάρια, ακολουθίες και εορτές έχουν την αναφορά τους στη Θεομήτορα. Πολλά ιερά προσκυνήματα είναι καθιδρυμένα σε περιοχές που σχετίζονται με θαύματα της Παναγίας. Σε παραδόσεις, δοξασίες και λαϊκές παροιμίες, το όνομα της Θεοτόκου αναφέρεται με εξαιρετική τιμή και ευλάβεια.
Έκτος από τις βασικές θεομητορικές εορτές, ή ζωή της εκκλησίας και ή λαϊκή ευσέβεια έχουν προσθέσει και άλλες πολλές, που σχετίζονται με θαυμαστές ενέργειες της Θεομήτορος, με εγκαινιασμούς ναών της ή με ευρέσεις θαυματουργών εικόνων της. Στη Ρωσία για παράδειγμα, οι εορτές της Παναγίας, που γίνονται προς τιμήν θαυματουργών εικόνων της, ανέρχονται σε διακόσιες.
Τα πολλά αφιερώματα, με τα οποία είναι κατάφορτες οι θεομητορικές εικόνες, αποτελούν μία ακόμη απόδειξη της λαϊκής ευγνωμοσύνης απέναντι της. Κάθε τόπος έχει και μία θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, καθεμιά με την ιστορία και τους θρύλους της, που δημιουργούν ατμόσφαιρα θρησκευτικού μυστηρίου.
Από τις εκκλησιαστικές ακολουθίες που αναφέρονται στην Παναγία, οι πιο δημοφιλείς είναι οι Χαιρετισμοί της μεγάλης Τεσσαρακοστής και οι Παρακλήσεις του Δεκαπενταύγουστου.
Στη Θεοτόκο δόθηκαν πολλές επωνυμίες, επίθετα εκφραστικά και κάποτε παράδοξα, που αντιστοιχούν στις ιδιότητες της, στους εικονογραφικούς της τύπους, στον χρόνο των εορτών της κ. ά. Τέτοιες ονομασίες είναι: Οδηγήτρια, Γλυκοφιλούσα, Γοργοεπήκοος, Πορταϊτισσα, Προυσιώτισσα, Φανερωμένη, Ζωοδόχος Πηγή, Μυρτιδιώτισσα κ. λ. π.
Στα θαύματά της η Θεοτόκος έρχεται σε άμεση επαφή με τους ανθρώπους και τα προβλήματα τους. Συχνά εμφανίζεται στον ύπνο ή σε εγρήγορση. Άλλοτε ή παρουσία της γίνεται αισθητή μόνο με τη φωνή ή με κάποια ευωδιά.
Με όλους αυτούς τους τρόπους επεμβαίνει θαυματουργικά και θεραπεύει αρρώστιες, ενθαρρύνει πολεμιστές, ικανοποιεί ανάγκες, σώζει από κινδύνους, δίνει λύσεις σε προβλήματα και αδιέξοδα. Άλλοτε πάλι καθοδηγεί για την εύρεση ιερών της εικόνων και άλλοτε ευαγγελίζεται ευεργεσίες ή, αντίθετα, προμηνύει συμφορές. Με ανάλογο τρόπο στιγματίζει την αταξία και ασέβεια ή βραβεύει την αρετή. Τέλος, οδηγεί στη μετάνοια, μεταστρέφει αλλόθρησκους και τιμωρεί παραδειγματικά τους βλάσφημους.
Ο Γεώργιος Μέγας, στο βιβλίο του για τα λατρευτικά έθιμα, αφού σημειώσει ότι οι μεγαλύτερες γιορτές τού Αυγούστου είναι της Μεταμορφώσεως τού Σωτήρος (στις 6 τού μηνός) και της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, κάνει στη συνέχεια την εξής παρατήρηση: «Αλλά οι μεγάλες θρησκευτικές γιορτές δεν παρουσιάζουν πάντοτε το μεγαλύτερο λαογραφικό ενδιαφέρον». Και ειδικά για τη γιορτή τού Δεκαπενταύγουστου γράφει: «’Αν εξαιρέσουμε τον Επιτάφιο της Παναγίας, όπου σε μερικούς τόπους, όπως στην Πάτμο, την Κασσιόπη τής Κέρκυρας κ.ά., στολίζεται με λουλούδια και περιφέρεται, ενώ οι πιστοί ακολουθούν με αναμμένα κεριά, και τα κατά τόπους πανηγύρια και τις λιτανείες της 15ης Αυγούστου, δεν έχουμε ν’ αναφέρουμε άλλα ιδιαίτερα της ημέρας αυτής». Προσθέτει ωστόσο κάτι, που πρέπει να δεχθούμε ότι ανάγεται πλέον στο παρελθόν, παρά τη χρήση τού παροντικού χρόνου (η πρώτη έκδοση τού βιβλίου έγινε το 1956): «Σε μερικούς μόνο τόπους συνηθίζουν να κάνουν τότε τα συμβόλαια οι τσελιγκάδες μέ τούς πιστικούς (βοσκούς), ν’ απαλλάσσονται οι υπηρέτες από κάθε εργασία και να παρέχεται απολυσιό, δηλαδή ελευθερία να μπαίνουν στ’ αμπέλια και τούς κήπους».
Ο Στίλπων Κυριακίδης δημοσιεύοντας τα «Ερωτήματα διά τήν λαϊκήν λατρείαν», σημείωνε για τον Δεκαπενταύγουστο: «1. Πανηγύρεις και τα κατ’ αυτάς. Απαρχαί μέλιτος. 2. Παραδόσεις σχετικαί περί ευρέσεως εικόνων τής Παναγίας (εντός θάμνων, επί δένδρων, τοποθέτησις επί αμάξης συρομένης υπό αδαμάστων βοών, ίνα ευρεθή ο τόπος πρός ίδρυσιν τής εικόνος κ.τ.λ.) 3. ‘Εναρξις σφαγής χοίρων».
Τελικά συγκροτείται ένα σύνολο εκδηλώσεων. Αναμφισβήτητα η πιο διαδεδομένη - και ενεργότατη, έως σήμερα - είναι αυτή των πανηγυριών, τα οποία άλλωστε συνιστούν μία από τις πιο αυθεντικές μαρτυρίες τής ελληνικής νοοτροπίας, γιατί συνδυάζουν με τρόπον ιδιάζοντα το θρησκευτικό με το κοσμικό βίωμα. Τα θρησκευτικά πανηγύρια είναι καθαρές λαϊκές εκδηλώσεις μιας διπλής χαράς, τροφοδοτούμενης από τη θρησκευτική πίστη και μια ενδοκοσμική αγαλλίαση, όπως αυτή εκπηγάζει από τη δεδομένη ελληνική εξωστρέφεια. Αυτό τον ιδιάζοντα συγκερασμό της μιας και της άλλης χαράς, εκφράζει με τρόπο σχεδόν συμβολικό και η θυσία, που αποτελεί στοιχείο (και μάλιστα κεντρικό) της γιορτής τού Δεκαπενταύγουστου σε πολλά μέρη. Ο Γεώργιος Αικατερινίδης αναφέρει τουλάχιστον είκοσι παραδείγματα από την Καππαδοκία και την Ίμβρο παλιότερα, από τη Θράκη, τη Μακεδονία, την ‘Ήπειρο, την Εύβοια και τις Σποράδες, την Πελοπόννησο, τα Δωδεκάνησα. Αυτή η διάχυση υποδηλώνει τη μεγάλη διάδοση που πρέπει να είχε - και εξακολουθεί να έχει ως ένα σημαντικό βαθμό - η τέλεση ζωοθυσίας). Μια κατά βάση μεταφυσική ενέργεια, όπως είναι η θυσία, με μυστικιστικό βάθος, εξελίσσεται στις πλείστες από τις περιπτώσεις εν προκειμένω σε αφορμή και πρόκληση για μία ευφρόσυνη ξεφάντωση. Εντυπωσιάζει το γεγονός ότι σε αρκετές περιπτώσεις θυσιάζονταν μεγάλα ζώα (βόδια κατεξοχήν) κάποτε μάλιστα και σε μεγάλο αριθμό, δέκα ή δεκαπέντε, όπως στην Ίμβρο ή την Κύμη (όπου τα έβραζαν σε 101 καζάνια!).
Για την περιφορά τού επιταφίου τής Παναγίας (ανάλογα προς τη νεκρική πομπή, που αναφέρει το συναξάρι της), ο Γεώργιος Αικατερινίδης δίνει ένα παλαιότερο παράδειγμα από την Ικαρία: «Στον Καμαρόκαμπο είναι ένα ξωκλήσι, η Κοίμηση τής Παναγίας. Εκεί είναι ο επιτάφιος τής Παναγίας, μικρός, μικρότερος από μέτρο. Κάθε χρόνο, την παραμονή τής Κοίμησης, ο ψάλτης του καταφύγιου παίρνει τον επιτάφιο και τον πηγαίνει στην εκκλησία, στην Αγία Τριάδα. Το βράδυ από νωρίς χτυπούνε οι καμπάνες, γυναίκες και κορίτσια στολίζ(ου)νε τον επιτάφιο με λουλούδια, τον ραίνε με λεβάντες, κι όλη τη νύχτα γίνεται αγρυπνία, ψέλ(νου)νε της Παναγίας τα γράμματα και διαβάζ(ου)νε προσευχές. Ξημερώματα, τις αυγές, χτυπούνε οι καμπάνες και με ψαλμουδιές κι όλοι με τα αναμμένα κεριά πάνε τον επιτάφιο στον Κακαρόκαμπο και αφού διαβάσ(ου)νε τήν λειτουργία, τον αφή(νου)νε στο ξωκλήσι της Παναγίας ως το χρόνο».
Η προσφορά των απαρχών (ο όρος δηλώνει ό,τι πρωτοβγαίνει από κάθε προϊόν) στις ανώτερες εκείνες δυνάμεις που επιτηρούν και ρυθμίζουν τα ανθρώπινα, είναι μια πανάρχαια και καθολική συνήθεια. Πολύ όμορφα το εκφράζει αυτό μια μαρτυρία από τη Θράκη: «’Όταν πρωτόβγαινε οπωρικό, δροσιές (αγγουράκια), κουκιά φρέσκα ή άλλο τι, πριν να ‘τρωγαν οι ίδιοι, τα ‘βρεχαν, για να δροσιστούνε οι ψυχές, κι ύστερα τα μοίραζαν στη γειτονιά». Κι ακόμα: «Την πρώτη ζυμωσιά απ’ το νέο στάρι η νοικοκυρά ζύμωνε δέκα, είκοσι μικρές πίτες, την μια πήγαινε στη βρύση, την έβρεχε και την μοίραζε σ’ όσους βρίσκονταν εκεί ή την έριχναν στο πηγάδι, τις άλλες έδινε στη γειτονιά και στα συγγενικά σπίτια».
Ειδικότερα ως προς τις απαρχές τού μελιού, πού το τρυγούσαν κατά κανόνα τον Αύγουστο, έχουμε π.χ. την ακόλουθη μαρτυρία: «’Όταν μετά τον τρυγητό γυρίζουν στα σπίτια τους, οι μελισσουργοί αφήνουν σε μία πέτρα μία πίτα, που παίρνει ο πρώτος διαβάτης που θα περάσει από κει. Σαν παντήξουν (συναντήσουν) κανένα άνθρωπο στο δρόμο τους οι μελισσουργοί, όταν γυρίζουν στα σπίτια τους μετά τον τρυγητό, του προσφέρουν μέλι και ο δεχόμενος το δώρο αυτό εύχεται: «Και τού χρόνου, να τες χιλιάσεις».
Η γιορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, επειδή ακριβώς είναι μεγάλη γιορτή, ασκεί μια ακτινοβολία γύρω της, σχηματίζεται ένας «εορταστικός κύκλος», όπως τονίζει ο Δημήτρης Λουκάτος, μάλιστα «καθαρά ελληνικός και ορθόδοξος». Αρχίζει με τις καθημερινές «Παρακλήσεις» από την πρώτη τού μηνός, κορυφώνεται ασφαλώς στις δεκαπέντε και εκτείνεται ως τις 23, με την Απόδοση ή τα «Αντίμερα – Εννιάμερα» της Παναγίας. Ο εκκλησιαστικός όρος «απόδοσις» της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, που σημαίνει την μετά οκτώ ημέρες κανονική επανάληψη μιας γιορτής, για το λαϊκό γλωσσικό αίσθημα σχεδόν δεν σημαίνει τίποτα. Όπως εύστοχα παρατηρήθηκε, «ο λαός θυμήθηκε το εννιάμερο μνημόσυνο που κάνει στους δικούς του τους νεκρούς, και θεώρησε την Απόδοση ένα ανθρώπινο μνημόσυνο (“της Παναγίας τα νιάμερα”)».
Όπως ανέφερα και παραπάνω, το όνομα της «Παρθένου Μαρίας», συνοδεύεται από ένα μεγάλο αριθμό προσωνυμιών που της έχουν δοθεί, λόγω των ιδιοτήτων της, του χρόνου που γιορτάζει, της θέσης που βρέθηκε η εικόνα της και της τοποθεσίας που βρίσκεται η εκκλησία της.
Οι απλοί άνθρωποι δούλευαν αδιάκοπα στα χωράφια των πλούσιων και κάθε καλοκαίρι, λίγο πριν από το φθινόπωρο, ανανέωναν τα συμβόλαιά τους για τον επόμενο χρόνο. Όπως διαβάζουμε στα βιβλία θρησκευτικής λαογραφίας, οι παλιότεροι και πιο έμπειροι εργάτες έπαιρναν από μια έως τρεις μέρες άδεια για να μείνουν με τις οικογένειές τους και να ξεκουραστούν από τις κοπιαστικές εργασίες του θερισμού. Τότε έβρισκαν ευκαιρία να περιφερθούν ελεύθερα μέσα στους αγρούς και τους λόφους, κι έτσι ανακάλυπταν παλιές ξεχασμένες εικόνες της Παναγίας.
Τόσο μεγάλη ήταν η χαρά όταν βρισκόταν μια εικόνα, ώστε χτιζόταν αμέσως ένα εξωκλήσι στο όνομα της Παναγίας, και από τότε, κάθε χρόνο τελούσαν μια ολόκληρη σειρά από εκδηλώσεις στη μνήμη της, την ίδια πάντα μέρα. Κι επειδή οι λαϊκές παραδόσεις των χριστιανών έχουν πολλά να μοιραστούν με τα έθιμα και τις δοξασίες της αρχαιότητας, θα δούμε ότι τα περισσότερα θρησκευτικά πανηγύρια συνοδεύονται με μουσική και σφάξιμο αρνιών, έτσι όπως γίνονταν οι θυσίες στην αρχαιότητα.
Γι’ αυτό το λόγο, ο Δεκαπενταύγουστος, τη μέρα δηλαδή που γιορτάζεται «η Κοίμηση της Θεοτόκου», ισοδυναμεί με τη μεγαλύτερη γιορτή του καλοκαιριού στην Ελλάδα, μιας και κάθε νομός ή μικρή επαρχία έχει τη δική της θαυματουργή εικόνα της Παναγίας. Και ανάλογα με τα τοπικά έθιμα και τα παραδοσιακά προϊόντα της κάθε περιοχής, τα πανηγύρια ποικίλουν ως προς τον πλούτο και το είδος εκδηλώσεων.
Στην Τήνο, τις μέρες που πλησιάζουν μέχρι τη γιορτή του Δεκαπενταύγουστου, ολόκληρο το νησί μετατρέπεται σε ένα απέραντο πανηγύρι, αφού χιλιάδες χιλιάδων πιστοί καταφθάνουν, και πολλοί από αυτούς –εκείνοι που έχουν κάνει τα πιο μεγάλα τάματα- διανύουν ολόκληρη την απόσταση από το λιμάνι μέχρι την είσοδο της εκκλησίας γονατιστοί, περνώντας κάτω από τον επιτάφιο με την εικόνα της Μεγαλόχαρης. Καροτσάκια μικροπωλητών κατακλύζουν τους γύρω δρόμους και τα αναμμένα κεριά σχηματίζουν μια ατελείωτη πομπή που περιφέρεται στα στενάκια με τελικό προορισμό το ξυλόγλυπτο και κατάμεστο από χρυσά και ασημένια τάματα, τέμπλο της εκκλησίας.
Στην Τήνο το Δεκαπενταύγουστο τιμώνται και τα θύματα του υποβρύχιου Έλλη που τορπιλίστηκε ανήμερα της Κοιμήσεως, μέσα στο λιμάνι από Ιταλικές δυνάμεις.
Στην Αγιάσο της Λέσβου, που είναι η πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας του νησιού, έχει βρεθεί η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας με την ονομασία «Αγία Σιών», την οποία, σύμφωνα με μια παλιά παράδοση, κουβάλησε μαζί του από την Ιερουσαλήμ ο ιερέας Αγάθων ο Εφέσιος, τον 9ο μ.Χ. αιώνα. Το πανηγύρι της Παναγίας εδώ ξεκινά από τις αρχές του Αυγούστου όπου οι πιστοί νηστεύουν από λάδι και κρέας και προσέρχονται για να προσευχηθούν αλλά και να αγοράσουν λαχανικά, όπως επίσης και σιδερένια ή ξυλόγλυπτα εργαλεία από τα φημισμένα τοπικά εργαστήρια. Με λίγα λόγια ξεκινά ένα θρησκευτικό πανηγύρι που κορυφώνεται την παραμονή και ανήμερα της Παναγίας. Παράλληλα με το προσκύνημα οι επισκέπτες έχουν την ευκαιρία να περιδιαβούν τα καλντερίμια της Αγιάσου και να χαζέψουν τους πάγκους των πλανόδιων πωλητών, με τη συνοδεία μουσικών συγκροτημάτων που τα παλαιότερα χρόνια κατέκλυζαν ολόκληρη τη γύρω περιοχή και τα γειτονικά χωριά. Κι όπως θυμάται ο συγγραφέας θεατρικών έργων Στρατής Παπανικόλας, το 1933 … «οι ακούραστες κομπανίες ξεπερνούσαν τις 15 σε αριθμό, πιο πολλές κι απ’ όλα τα καφενεία και τις χασαποταβέρνες μαζί. Άσε πια οι λατέρνες και οι ανεξάρτητοι πλανόδιοι οργανοπαίκτες…. Όπου κι αν πήγαινες τα αυτιά σου βούιζαν λες κι έπαιζε μια υπεργήινη συναυλία που έβγαινε όμως από τα έγκατα της πολυθόρυβης κοιλάδας».
Στη Μακεδονία, και πιο συγκεκριμένα στην περιοχή των Γρεβενών, τόσο λαμπρές είναι οι γιορτές του Δεκαπενταύγουστου, που οι κάτοικοι κυρίως των ορεινών χωριών, την αποκαλούν «Πάσχα του Καλοκαιριού». Ξενιτεμένοι από κάθε γωνιά της γης μαζεύονται και ξεκινούν ένα ατελείωτο γλέντι που κάνει τους αγαπημένους συγγενείς να ξανασμίξουν, αλλά και τους νέους να διαλέξουν κοπέλες από τον τόπο τους. Χωριά που τον χειμώνα κατοικούνται από 100 το πολύ 200 κατοίκους, την εποχή του Δεκαπενταύγουστου φτάνουν να φιλοξενούν έως και δυο και τρεις χιλιάδες πιστούς.
Το επίκεντρο της γιορτής φυσικά είναι συγκεντρωμένο στο ψηλότερο χωριό της Ελλάδας, τη δοξασμένη και πολυτραγουδισμένη Σαμαρίνα, αφού χιλιάδες προσκυνητές καταφθάνουν στη Μεγάλη Παναγιά για να πανηγυρίσουν σε ένα γλέντι που κρατάει τρεις ολόκληρες ημέρες. Το ίδιο σκηνικό επικρατεί και στη γειτονική Αβδέλλα, όπου για πέντε ημέρες η πλατεία του χωριού παίρνει χρώμα γιορτινό και σφύζει από ζωή.
Στην Επισκοπή της Τεγέας, ο Δεκαπενταύγουστος έχει το δικό του χρώμα, αφού από τις 13 έως τις 20 Αυγούστου, η περιοχή γύρω από την Τρίπολη γίνεται το πολιτιστικό κέντρο της Πελοποννήσου.
Στην Τεγέα, εκτός από έντονη εμπορική κίνηση τα πανηγύρια πλαισιώνονται από διαγωνισμούς τοπικών χορών, αναβίωση αρχαίων αγώνων, φεστιβάλ τραγουδιού και θεατρικά δρώμενα. Το βράδυ της παραμονής γίνεται η λιτανεία της θαυματουργής εικόνας και η πομπή καταλήγει στο πανέμορφο πάρκο της Επισκοπής.
Αντίστοιχα, στο Σαρακίνι της Αρκαδίας, το απόγευμα της παραμονής οι νεότεροι συμμετέχουν σε αγώνες ποδοσφαίρου και μπάσκετ, ενώ στην πλατεία του χωριού στήνονται ψησταριές με αρνιά, γουρουνοπούλες και κοντοσούβλι, που συνοδεύονται από άφθονο εκλεκτό κρασί με ονομασία προέλευσης. Και το επόμενο πρωί, μετά τη λειτουργία, ο τοπικός σύλλογος βγάζει σε πλειστηριασμό την παραδοσιακή Κουλούρα της Παναγίας, μαζί με ένα αρνί ή άλλα παραδοσιακά προϊόντα που έχουν χαρίσει οι πιστοί για τάμα. Και όταν ο ήλιος πέσει, το γλέντι ολοκληρώνεται με τη «βραδιά του Μετανάστη» που είναι αφιερωμένη στους ξενιτεμένους συγχωριανούς.
Ιδιαίτερα επιβλητικός και γραφικός είναι ο γιορτασμός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο ιστορικό μοναστήρι της Παναγίας Μικροκάστρου στη Σιάτιστα που χρονολογείται από το 1603. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον αποτελεί η αναβίωση του εθίμου των προσκυνητών καβαλάρηδων Σιατιστινών οι οποίοι με τα στολισμένα άλογα τους κατεβαίνουν στο μοναστήρι της Παναγίας και ύστερα επιστρέφουν στη Σιάτιστα όπου και γίνεται μεγαλοπρεπής η υποδοχή τους από τις αρχές και το λαό. Το έθιμο έχει τις ρίζες του στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, όταν το πανηγύρι του μοναστηριού στις15 Αυγούστου έδινε την ευκαιρία στους κατοίκους της περιοχής να ζήσουν μια μέρα ελευθερίας.
Οι αδούλωτοι Σιατιστινοί τότε έβρισκαν την ευκαιρία, έφιπποι, με στολισμένα τα άλογα τους κάτω από τα μάτια των Τούρκων, να δείξουν την λεβεντιά τους και να διατρανώσουν την ελπίδα για την αποτίναξη του ζυγού της δουλείας.
Μια ιστορία, μια παράδοση και ένας θρύλος
αγκαλιάζουν το σύμβολο του Πόντου, την Παναγία Σουμελά. Ο Νεόφυτος Καυσικαλυβίτης μας πληροφορεί ότι ο Ευαγγελιστής Λουκάς χάραξε τη μορφή της Παναγίας πάνω σε ξύλο. Την εικόνα της Σουμελά, έφερε στην Αθήνα, μετά τον θάνατο του Λουκά, ο μαθητής του Ανανίας και την τοποθέτησαν σε περικαλλή ναό της Θεοτόκου. Για αυτό το λόγο, αρχικά είχε ονομαστεί ως η Παναγία η Αθηνιώτισσα. Στο τέλος του 4ου αιώνα (380- 386) ιδρύθηκε στο όρος Μελά της Τραπεζούντας, το μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά, από τους μοναχούς Βαρνάβα και Σωφρόνιο (κατά κόσμο Βασίλειος και Σωτήρχος, θείος και ανιψιός, κάτοικοι και οι δυο Αθηνών). Η παράδοση λέει ότι οι μοναχοί, ανταποκρινόμενοι στο κάλεσμα της Παναγίας, ακολούθησαν την πορεία της εικόνας της που πέταξε ως την Τραπεζούντα. Εκεί, τους εμφανίσθηκε και πάλι η Παναγία, πληροφορώντας τους ότι η εικόνα της προπορεύεται στο όρος Μελά. Με πυξίδα τον Πυξίτη ποταμό, ανηφόρησαν προς το όρος Μελά. Εκεί, βρέθηκαν μπροστά σε μια σπηλιά από την είσοδο της οποίας παρατήρησαν μια χρυσαφένια λάμψη. Ήταν το φως της Εικόνας της Αθηνιώτισσας.
Με μοναδικά εφόδια την πίστη, την επιμονή και την εργατικότητα, οι δυο
ερημίτες μοναχοί, κατόρθωσαν να χτίσουν την εκκλησία της Σουμελιώτισσας, σκαλιστή μέσα στο βουνό. Από τότε έγινε γνωστή ως Παναγία Σουμελά (Εις του Μελά-στου Μελά-Σουμελά). Μέχρι το 1922 υπήρξε ο οδηγός, ο παρηγορητής, ο συμπαραστάτης, το καταφύγιο και ο εμψυχωτής των Ποντίων. Ο αναπάντεχος ξεριζωμός, ερήμωσε μαζί με τον αλησμόνητο Πόντο και τη Βίγλα της Σουμελιώτισσας. Με την ανταλλαγή, τα ιερά κειμήλια παραχώθηκαν, και το 1931 τα ξέθαψε και τα έφερε στην Ελλάδα, ο Αμβρόσιος ο Σουμελιώτης. Από το 1952, αρχίζει η ελλαδική ιστορία της Παναγίας Σουμελά. Η Εικόνα θρονιάστηκε στον νέο της θρόνο. Σκοπός της ανέγερσης της Μονής δεν ήταν η ίδρυση στον ελλαδικό χώρο, ακόμη ενός μοναστηριού, αλλά η ανέγερση ενός προσκυνήματος που θα αποτελούσε σύμβολο και φάρο.
Ο ναός της Παναγίας της Εκατονταπυλιανής βρίσκεται στην Παροικιά, πρωτεύουσα της Πάρου. Υπάρχουν δύο ονομασίες γι' αυτό το ναό: " Καταπολιανή " και " Εκατονταπυλιανή ". Μέχρι πριν λίγα χρόνια, επικρατούσε η άποψη ότι το πραγματικό όνομα του ναού είναι το πρώτο, και τούτο γιατί βρισκόταν "κατά την πόλιν", προς το μέρος
δηλαδή της αρχαίας πόλης, και ότι το δεύτερο είναι δημιούργημα των λογίων του 17ου αιώνα, που θέλησαν να δώσουν μ' αυτό περισσότερη μεγαλοπρέπεια στο ναό. Νεώτερες όμως έρευνες στις πηγές απέδειξαν ότι και οι δύο αυτές ονομασίες είναι σύγχρονες και βρίσκονταν σε παράλληλη χρήση από τα μέσα του 16ου αιώνα. Σήμερα η επίσημη ονομασία του ναού είναι Εκατονταπυλιανή.
Η παράδοση που διασώζεται μέχρι σήμερα σχετικά με την ονομασία Εκατονταπυλιανή έχει ως εξής: "Ενενήντα εννέα φανερές πόρτες έχει η Καταπολιανή. Η εκατοστή είναι κλειστή και δεν φαίνεται. Θα φανεί η πόρτα αυτή και θα ανοίξει, όταν οι Έλληνες πάρουν την Πόλη"...
Τα φίδια της Κεφαλονιάς
Στη νότια Κεφαλονιά, κοντά στο χωριό Μαρκόπουλο, συναντάμε την εκκλησία της Κοιμήσεως.
Εκεί κάθε Δεκαπενταύγουστο συμβαίνει κάτι περίεργο και θαυμαστό. Από την εορτή της Μεταμορφώσεως εμφανίζονται μέσα κι έξω από τον ναό φίδια. Είναι τα λεγόμενα «φίδια της Παναγίας». Στο μέρος αυτό, λέει η μνήμη του λαού, υπήρχε ένα παλιό μοναστήρι της
Παναγιάς, μεγάλο και πλούσιο. Το έζωναν τείχη ψηλά και το υπηρετούσαν πολλές καλόγριες. Φθονερό και πεινασμένο το μάτι του πειρατή και κουρσάρου που θέριζε το Ιόνιο, έβαλε σκοπό να γυμνώσει το μοναστήρι.
Στον αγώνα της λευτεριάς και στο κράτημα της πίστης οι καλόγριες δεν το
παρέδωσαν. Μη μπορώντας όμως να κάνουν αλλιώς, αφού ο αγώνας των όπλων και της βολής έλλειπε, όταν κυκλώθηκαν από τις πύρινες γλώσσες της φωτιάς των επιδρομέων, συγκεντρώθηκαν όλες τριγύρω από την Αγία Τράπεζα για μια τελευταία έκκληση προς το Θείο, για την ύστατη προσευχή σωτηρίας! Κύκλος πίστης, κύκλος χρόνου, κύκλος Γιορτής, ζήτησαν από την Παναγιά Προστάτη τους να τις κάνει πουλιά ή φίδια, να φύγουν, να πετάξουν, τα σώματά τους αγνά και αμόλυντα να μείνουν. Έτσι, σαν φίδια ιερά πλέον γυρίζουν και δίνουν το παρόν, ελέγχουν την πίστη και παρακολουθούν την ορθή πορεία μας στο δρόμο που αυτές χάραξαν, εκεί στην Παναγία την Φιδούσα στο Μαρκόπουλο. Όσο περνούν οι μέρες πληθαίνουν κι αυτά, και την παραμονή της Κοιμήσεως αυξάνονται υπερβολικά. Από πού βγαίνουν, αλλά και πού κρύβονται μετά την εορτή, κανείς δεν γνωρίζει. Παραμένει ένα μυστήριο. Την ώρα του εσπερινού κυκλοφορούν ελεύθερα ανάμεσα στους πιστούς, στα προσκυνητάρια και στα στασίδια, χωρίς να φοβούνται κανένα.
Με το τέλος της ημέρας, αναχωρούν και τα φίδια. Γερμανοί φυσιοδίφες τα εξέτασαν, αλλά δεν μπόρεσαν να τα κατατάξουν σε κανένα από τα γνωστά είδη. Είναι γκρίζα, λεπτά, και δεν περνούν το μέτρο. Όταν τα χαϊδεύεις, νιώθεις το δέρμα τους βελούδινο και βλέπεις δυο ματάκια σπινθηροβόλα. Στο πλατύ τους κεφάλι σχηματίζεται ένας μικρός σταυρός, καθώς επίσης και στην άκρη της λεπτής γλώσσας τους. Αν κάποια χρονιά τα φίδια δεν παρουσιασθούν, είναι κακό σημάδι. Αυτό συνέβη το 1940, καθώς και το 1953, οπότε δοκιμάσθηκε το νησί από τους σεισμούς.
Στη Λέρο, μέσα στους βράχους, δίπλα στη θάλασσα βρίσκεται η Παναγία η Καβουριανή, κοντά στον οικισμό Ξηρόκαμπος. Το γραφικό εκκλησάκι ονομάζεται και «της Καβουράδαινας», διότι στη θέση που είναι, κατά την παράδοση, ένας ψαράς που έψαχνε για καβούρια βρήκε μέσα σε σχισμή την εικόνα της Παναγίας.
Για τη μοναδικότητά της ξεχωρίζει η Παναγία του Χάρου στους Λειψούς. Είναι η μοναδική εικόνα της Παναγίας που δεν κρατά το Θείο Βρέφος, αλλά τον Εσταυρωμένο Χριστό. Η Παναγία του Χάρου πήρε το όνομά της, από το γεγονός ότι ο νεκρός Χριστός στον σταυρό του μαρτυρίου και ο Χάρος σχετίζονται μεταξύ τους εννοιολογικά. Το μοναστήρι της Παναγίας βρίσκεται ένα χιλιόμετρο έξω από τον βασικό οικισμό των Λειψών. Τόσο το εξωμονάστηρο, όσο και η εικόνα χρονολογούνται από το 1600 μ.Χ., όταν έφτασαν στο νησί δύο μοναχοί από την Πάτμο. Η Παναγία του Χάρου γιορτάζει στις 23 Αυγούστου (εννιάμερα της Παναγίας) και στους Λειψούς στήνεται μεγάλο πανηγύρι. Από το 1943 μέχρι σήμερα τη θαυματουργή εικόνα κοσμούν τα περιώνυμα "κρινάκια της Παναγίας". Τα λουλούδια τοποθετούνται στην εικόνα την άνοιξη, στη συνέχεια ξεραίνονται και στη γιορτή της, κατακαλόκαιρο, ανθίζουν βγάζοντας μοσχομυριστά μπουμπούκια!
Στη Νίσυρο, μέσα στο κάστρο των Ιπποτών αναγέρθηκε η Παναγία η Σπηλιανή. Το όνομα έλαβε εξαιτίας του φυσικού χώρου του σπηλαίου στο οποίο βρίσκεται από το 1600 μ.Χ. Ένα παλιό έθιμο που διατηρείται είναι το «τάξιμο» στην Παναγία. Γυναίκες, οι λεγόμενες «Νιαμερίτισσες», από τη Νίσυρο κι αλλού, πηγαίνουν στο μοναστήρι στις 6 Αυγούστου (Μεταμόρφωση του Σωτήρος), ντύνονται στα μαύρα, τρώνε άλαδα φαγητά και κάνουν τριακόσιες μετάνοιες την ημέρα. Επιστρέφουν στα σπίτια τους ανήμερα της Παναγίας.
Ιδιαίτερα γνωστά είναι επίσης τα επίθετα Μεγαλόχαρη και Φανερωμένη. Η δεύτερη προσωνυμία αποδίδεται σε εικόνες που φανέρωσαν την ύπαρξη τους με κάποιο θαύμα. Πολλές φορές, αυτό γίνεται μέσω κάποιου οράματος, όπως η εμφάνιση της Παναγίας στη μοναχή Πελαγία και η εν συνεχεία ανεύρεση της εικόνας της στις 30 Ιανουαρίου του 1823.
Στην Κάλυμνο οι Παναγίες δίνουν τον δικό τους τόνο στη μεγάλη γιορτή του καλοκαιριού. Η Παναγία των Τσουκχουώ(ν), η Παναγία η Κυρα -Ψηλή, η Χαριτωμένη, η Παναγία των Αργινωντών, η Κυρά-Χωστή, η Μυρτιώτισσα, η Γαλατιανή, της Τελένδου, της Ψερίμου και των Βοθυνών είναι οι ναοί που ανοίγουν τις πόρτες τους στους πιστούς που αισθάνονται την ανάγκη ν’ ανάψουν ένα κερί. Το ελαιοτριβείο της Παναγίας με τα τσούκχουα (το γνωστό πυρήνα των ελιών) υπήρξε η αιτία για το προσωνύμιο που δόθηκε. Στον Αργινώντα προσφέρονται λουκουμάδες και άλλοι μεζέδες, στους Βοθύνους ψήνονται ρεβύθια στους φούρνους και στην Κυρά Ψηλή μετά τον εσπερινό ακολουθεί γλέντι με μοούρι και τσαμπούνες.
Στο νησί του Ιπποκράτη υπάρχει η Κοίμηση στην Αντιμάχεια, στη Τζιά καθώς και η Παναγιά η Συντριανή. Την παραμονή της Παναγίας στολίζουν σ’ ένα μεγάλο ταψί το κόλυβο της Παναγίας και συγχρόνως ψάλλουν διάφορα τροπάρια και αυτοσχέδια δίστιχα, με σκοπό μοιρολογιού. Στις γειτονιές οι νοικοκυρές θα φτιάξουν τις «κατίνες», τυρόπιτες κεντημένες στην άκρη με κλειδί και παραγεμισμένες με κρεμμύδι, αυγό και κόκκινο τυρί. (Κόκκινο επειδή το συντηρούν μέσα στο κρασί στο οποίο βάζουν «πιτίκι»-φλοιό πεύκου). Επίσης πλάθουν αυγούλες- ζυμάρι σε σχήμα πουλιού μ’ ένα άσπρο αυγό από πάνω. Επιπλέον κάνουν και εφτάζυμο ψωμί που το χαράζουν με το μαχαίρι σε μικρά τετράγωνα. Κάθε τετράγωνο σφραγίζεται με «αφιόνι»- καρπός του φυτού μήκων ο υπνοφόρος.
Στο Σκιάδι, 90 χιλιόμετρα από τη Ρόδο, υπάρχει η Παναγία η Σκιαδενή. Οφείλει το όνομά της στο «σκιάδιον» (=σκιερό, ιερό τοπίο). Στη θέση της υπήρχε αρχαιοελληνικό ιερό της Αρτέμιδας. Σύμφωνα με την παράδοση η εικόνα της Παναγίας είναι μια από τις τέσσερις που ιστόρησε ο Ευαγγελιστής Λουκάς. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας υπήρξε από τους σπουδαιότερους λατρευτικούς τόπους της Ρόδου. Λέγεται ότι Τούρκος αξιωματούχος που θέλησε να προσβάλει τους χριστιανούς κάρφωσε με το ξίφος του το εικόνισμα και τρύπησε το δεξί μάγουλο της Παναγίας, απ’ όπου βγήκε αίμα και νερό. Τότε το χέρι του Τούρκου παρέλυσε και μετά τρεις μέρες, αφού μετάνιωσε, η Παναγία τον θεράπευσε. Η Παναγία η Σκιαδενή πανηγυρίζει 8 Σεπτεμβρίου.
Ας έλθουμε για λίγο στην Κρήτη για να δούμε ενδεικτικά δύο παραδόσεις για την Παναγία.
Στο Θραψανό, από τους σπουδαιότερους θρύλους είναι τα θαύματα που κατά γενική ομολογία των χωριανών, στα παλαιότερα χρόνια, έχουν συντελεστεί, στο πηγάδι που βρίσκεται έξω από την εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου και από το οποίο προήλθε το όνομα της, Παναγία η Πηγαδιώτισσα (αναφέρεται πολλές φορές στη διαθήκη του Ανδρ. Κορνάρου).
Στο πηγάδι αυτό, από το οποίο έπαιρναν νερό παλαιότερα οι κάτοικοι έχουν πέσει πολλοί άνθρωποι, αλλά κατά ένα υπερφυσικό τρόπο το πηγάδι υπερχειλίζει και τους βγάζει έξω χωρίς να πνιγούν.
Αναφέρεται επίσης ότι και ο Ανδρέας Κορνάρος, που δεν πίστευε στο θαύμα αλλά κάποτε βρέθηκε εκεί, όταν είχε πέσει μια γυναίκα, και είδε, λέει ο ίδιος, το νερό που την έβγαλε πάνω σώα, μετανόησε για την απιστία του και μπήκε στην εκκλησία, ζητώντας από την Παναγία συγχώρηση για την απιστία του. Το νερό του πηγαδιού θεωρείται επίσης θαυματουργό σύμφωνα με πολλές νεώτερες μαρτυρίες.
Σύμφωνα με μια παράδοση, όταν έχτιζαν το πηγάδι, για να σταματήσουν τη ροή του νερού, τοποθέτησαν μέσα το εικόνισμα της Παναγίας. Όταν κτίστηκε το πηγάδι οι κάτοικοι μετέφεραν την εικόνα στην εκκλησία. Την άλλη, όμως, μέρα το εικόνισμα βρέθηκε και πάλι μέσα στο πηγάδι χωρίς να το έχει μεταφέρει εκεί κανείς.
Λίγα χιλιόμετρα κοντά από το ιστορικό μοναστήρι του Γουβερνέτου, στο Ακρωτήρι Χανίων βρίσκεται το σπήλαιο της Αρκουδιώτισσας. Αρκετά τοπωνύμια σε ολόκληρη την Κρήτη απηχούν παραδόσεις με αρκούδες και μερικά από αυτά συνδέονται και με ναούς της Υπαπαντής ή σχετικές με την εορτή αυτή παραδόσεις.
Στο σπήλαιο της Αρκουδιώτισσας, το πιο σημαντικό και αντιπροσωπευτικό κέντρο λατρείας της γιορτής της Υπαπαντής του Χριστού, υπήρχε ένα παλιό ασκηταριό, τα ερείπια του οποίου διατηρούνται μέχρι και σήμερα. Η ανατολική πλευρά του σπηλαίου έχει διαμορφωθεί σε σπηλαιώδη ναό όπου γιορτάζεται η Υπαπαντή.
Στο κέντρο της μεγάλης αίθουσας του σπηλαίου υπάρχει ένας τεράστιος και εντυπωσιακός σταλαγμίτης ο οποίος μοιάζει με απολιθωμένη αρκούδα που σκύβει να πιει νερό από μια μεγάλη λιθόκτιστη στέρνα που βρίσκεται μπροστά της. Στο βάθος του σπηλαίου ένας βράχος θυμίζει τη βρεφοκρατούσα Θεοτόκο. Η παράδοση θέλει την Παναγία να έχει απολιθώσει την αρκούδα για να μην πίνει το νερό και να στερεί από τους ανθρώπους που κατοικούν σ' αυτή την άνυδρη περιοχή.
Πάνω από χίλιες είναι οι ονομασίες που έχει η Παναγία. Εκατοντάδες είναι οι παραδόσεις και οι θρύλοι που ο λαός με τη βαθιά και αταλάντευτη πίστη του της έχει αποδώσει. Η καθαγιασμένη οπτασία της ενθαρρύνει κάθε πιστό που παραδίνεται στη θεία δύναμή της.
Από τα άσματα, το πιο γνωστό είναι το «μοιρολόι της Παναγίας» που σε πολλά μέρη τραγουδιόταν από γυναίκες κατά τη Μ. Παρασκευή στον Επιτάφιο.
Ακάματος ερευνητής για τη λατρεία της Παναγίας στην Ελλάδα (έχει γράψει ήδη τρεις τόμους), ο Νίκος Κεφαλληνιάδης μιλάει στον τέταρτο τόμο του για τη λατρεία της «Μέσα από δημοτικά και λαϊκά τραγούδια»: «Την Παναγιά παρακαλώ και λέω τση να ραίνει / με τη ντροσά του ουρανού όλη την οικουμένη./ Την Παναγιά παρακαλώ βάλσαμο να σταλάζει / στου πονεμένου την καρδιά που βαριαναστενάζει. / Την Παναγιά παρακαλώ και τση ζητώ τη χάρη / στου καθενούς τη σκοτεινιά να φέγγει σα φεγγάρι» (απειραθίτικα δίστιχα από τη Νάξο).
«Έλα Παναγιά μου, σώσε, / νουν και λογισμόν με δώσε, / νουν και λογισμόν και γνώση / και γλυτσά φωνήν καμπόσην / να θυμούμαι τα τραγούδια / τα παλιά και τα καινούργια» (δημοτικό τραγούδι Ρόδου).
Τραγούδια απ' όλη την Ελλάδα που μιλούν για τη ζωή της, τη γέννηση του Χριστού, τον θρήνο της στη Σταύρωση, την Κοίμησή της. Που μιλούν για τη συμπαράστασή της σε διάφορες δύσκολες ώρες του έθνους μας, για τον κύκλο της ζωής στη γέννηση, στον γάμο («Νύφη μου τριαντάφυλλο, κούκλα μου στολισμένη / σου εύχομαι στην Παναγιά, να 'σαι στερεωμένη. / Όσα καλοπατήματα μ' εβγάλαν στην αυλή σου / τόσες φορές η Παναγιά να βλέπει το κορμί σου» (Κως), στον θάνατο.
Προσευχές, επικλήσεις, δίστιχα βγαλμένα μέσα από τον καθημερινό βίο:
«τρεις καλογέροι κρητικοί και τρεις απ τα άγιο όρος,
καράβι εστεριώνανε ‘σ ένα βαθύ λιμάνι
μουδε τόσο τρανό ήτανε, μουδέ τόσο μεγάλο
είχε τρακόσα δυο κουπιά κι εξήντα δυο κατάρτια
Στην πρύμνη βάνουν το σταυρό, στην πλώρη το βαγγέλιο,
Και την Παρθένο Δέσποινα στο μεσινό κατάρτι…»
Σε μερικά μέρη της Ελλάδας επικρατεί η δοξασία ότι η Παναγία ανοίγει στον Ήλιο την πύλη της Ανατολής. Σε δυο νανουρίσματα από τη Μυτιλήνη αναφέρεται ως κλειδί του ουρανού που ανοίγει τον ήλιο.
Κατά άλλες λαϊκές παραδόσεις, η Παναγία είναι κάποτε τιμωρός των ανθρώπων που δεν σέβονται τα υπάρχοντά της και δεν εκτελούν το τάμα της.
Ακόμα, αναφέρεται συχνότατα σε μαντικές και δεισιδαιμονικές συνήθειες του λαού. Π.χ. στο χωριό Παπάδες της Εύβοιας, «αν ένα κορίτσι γινόταν 22 χρόνων και δεν είχε παντρευτεί, πιάναν και λειτουργάγαν την Παναγιά τη θυμισμένη μοναχολειτουργιά. Ανάβαν και 3 λαμπάδες της Τύχης. Τέτοια Παναγιά, έλεγαν, δεν υπάρχει, αλλά τη μελετάγανε! Αυτό το κάναν και μερικοί κάτοικοι της Αγίας Άννας. Όταν η εικόνα της Παναγίας μεταφέρεται στο σπίτι αρρώστου και είναι βαριά, μαντεύουν ότι ο άρρωστος θα πεθάνει, ενώ αν είναι ελαφριά, θα γερέψει.
Ο άνθρωπος στρέφεται στην Παναγία για να ζητήσει την προστασία Της σε κάθε δύσκολη στιγμή της ζωής του. Ο «Ακάθιστος»Ύμνος, που ανήκει στο υμνογραφικό είδος που λέγεται κοντάκιο, οφείλεται στο ότι «ορθοστάδην τότε πας ο λαός κατά την νύκτα εκείνην τον ύμνον τη του Λόγου Μητρί εμέλψαν και ότι πάσι τοις άλλοις οίκοις καθήσθαι εξ έθους έχοντες, εν τοις παρούσι της θεομήτορος ορθοί πάντες ακροώμεθα». Αυτά γράφει το Συναξάριο, και εντοπίζει «την νύκτα εκείνην» το καλοκαίρι του 626, όταν λαός και κλήρος με τον πατριάρχη Σέργιο περιέφεραν στα τείχη την εικόνα της Παναγίας της Βλαχερνίτισσας και το βράδυ, κατά τρόπο θαυμαστό, μια τρομερή τρικυμία καταπόντισε όλα τα καράβια των Αβάρων και Περσών του Χοσρόη που πολιορκούσαν την Κωνσταντινούπολη. «Ο γε μεν θεοφιλής της Κωνσταντίνου λαός τη θεομήτορι την χάριν αφοσιούμενος, ολονύκτιον τον ύμνον και ακάθιστον αυτή εμελώδησαν, ως υπέρ αυτών αγρυπνησάση και υπερφυεί διαπραξαμένη το κατά των εχθρών τρόπαιον».
Πόσες φορές άκουσα πολεμιστές του Αλβανικού μετώπου να αφηγούνται τις εμπειρίες τους κι εκείνη την κραυγή απόγνωσης των στρατιωτών που πληγώνονταν στη μάχη: «Αχ Μάνα μου....Αχ Παναγιά μου...». «Αχ…Παναγία μου». Δύο απλές, αλλά τόσο καταλυτικές λέξεις, που αποτελούν αναπόσπαστη ανάγκη της καθημερινότητάς μας.

Κωνσταντίνος Καζανάκης  
 Ευχαριστούμε πολύ Liana Starida για το υπέροχο κείμενο.
Θα ήθελα να αναφέρω κάτι παρόμοιο με τους κρίνους
που ξαναζωντανεύουν στους Λειψούς.
Στο Μαρμακέτω(ν), επάνω στο οροπέδιο του Λασηθίου,
οι κάτοικοι του χωριού
μαζεύουν το Μεγαλοβδόμαδο, κάτι μωβ λουλούδια
που βγαίνουν γύρω από το χωριό τους,
και μ’ αυτά στολίζουν τον Επιτάφιο.
Μετά την ακολουθία τα κρεμούν μέσα στην εκκλησία,
σε σύρματα που βρίσκονται σε ύψος που φτάνει το χέρι.
Τα αφήνουν εκεί ως τη γιορτή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου,
που είναι ο προστάτης του χωριού τους.
Την ημέρα της γιορτής του, στις 8 του Μάη,
και καθώς προχωρεί η Θεία Λειτουργία, τα άνθη ζωντανεύουν,
και μόλις ο ιερέας τελειώσει την ανάγνωση του Ευαγγελίου,
οι πιστοί απλώνουν τα χέρια τους
και παίρνουν τα ολόφρεσκα καλορίζικα,
που είναι σαν να τα έκοψες εκείνη τη στιγμή.
Είδα με τα μάτια μου το θαύμα αυτό για πρώτη φορά το 2008.
Τότε η εορτή του Αγίου Ιωάννου
απείχε από τη Μεγάλη Παρασκευή
περισσότερο από ένα μήνα!
Δια του λόγου το ασφαλές, τράβηξα και φωτογραφίες, και βίντεο.
Φυσικά πήρα κι εγώ το καλορίζικό μου.
Πολλοί προσπάθησαν να δώσουν εξήγηση
στο υπερφυσικό, αυτό, φαινόμενο,
που έχω ονομάσει «Η ανάσταση των κρίνων»:
το κρέμασμα προς τα κάτω,
η υγρασία που υπάρχει στον ναό κλπ κλπ,
χωρίς, όμως, να πείθουν.
Στο θαύμα έχει αναφερθεί
και ο φίλος και γνωστός λαογράφος Νίκος Ψιλάκης.
Σε μια ορειβατική εκδρομή έκανα αυτή τη διήγηση,
και ένας συνοδοιπόρος μου είπε πως σε μια εκκλησία
στο Κολυμπάρι των Χανίων,
το ακάνθινο στεφάνι του Χριστού,
που το βάζουν στον Σταυρό τη Μεγάλη Πέμπτη,
το καλοκαίρι ανθίζει!
Το ίδιο έχει συμβεί και εδώ κοντά μας,
στο Ιερό Ησυχαστήριο της Αγίας Φωτεινής στα Ελληνοπεράματα,
επί Τιμοθέου, κατά διήγηση του εφημέριου του Ησυχαστηρίου
πατρός Νικολάου.
Με αυτή τη διήγηση δεν θέλω να πείσω κανένα
για την ύπαρξη θαυμάτων, ούτε, φυσικά, εσένα,
αφού εσύ η ίδια είχες μια συγκλονιστική εμπειρία,
με θαύμα της Αγίας Μαρίνας,
που μας διηγήθηκες πρόσφατα τόσο ωραία.
Αν το κάνω είναι γιατί νομίζω πως κάτι τέτοια φαινόμενα
θα πρέπει τουλάχιστον να καταγράφονται...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου