Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2021

Καπετάν Μανώλης Καζάνης

Ο Καπετάν Καζάνης

Επιμέλεια: Ιωάννα Σφακιανάκη

"Θα έχετε ακούσει τον Καπετάν Καζάνη,
τον μέγα Τουρκοφάγο και τον παληκαρά,
'που στα “είκοσι ένα” θαύματα είχε κάνει,
σκορπώντας εις τους Τούρκους φωτιά και συμφορά.
Θα έχετε ακούσει το θάρρος, την ψυχή του,
αλλά κανείς σας όμως πιστεύω να μην ξέρει,
στα πόσα εγγενήθη, ποιοι ήσαν οι γονείς του,
και η καταγωγή των, και από ποία μέρη...."

Είναι μερικοί στίχοι από το ποίημα του καπετάν Καζάνη από το ποιητικό έπος του Μιχ.Διαλλινά Καπετάν Καζάνης. Ποιός ήταν όμως ο Μανώλης Καζάνης; Ας τον γνωρίσουμε.
Λεγόταν Εμμμανουήλ Ροβύθης και γεννήθηκε το 1793 στο Μαρμακέτω Μεραμπέλλου. Ο πατέρας του λεγόταν Γεώργιος και η μητέρα του Στυλιανή. Το Μαρμακέτω (ή αλλιώς Μαρμακέτων ή Μαρμακέτο) είναι ένα μικρό χωριό που βρίσκεται στις ανατολικές πλευρές του Οροπεδίου Λασιθίου σε υψόμετρο 890μ, στους πρόποδες του λόφου Φακιδιά. Η ιστορία του χωριού όπως μαρτυρούν τα ευρήματα στον λόφο Κάστελο ξεκινάει από την Νεολιθική Εποχή (3500 π.Χ.). Στην κοινότητα του Μαρμακέτου ανήκει και ο οικισμός Φαρσάρω.
Η οικογένεια του δεν γνωρίζουμε από ποιο χωριό του Μεραμπέλλου έλκει την καταγωγή της. Πάντως αρκετοί ισχυρίζονται πως οι Καζάνηδες κατάγονται από το καπετανοχώρι Βραχάσι Μεραμπέλλου όπου είναι και οι ρίζες των Ροβύθηδων κι ακόμα εκεί κατοικούν πολλές οικογένειες με αυτό το επίθετο αλλά και το παρανώμι. Την ιστορία που θα δούμε παρακάτω την διηγήθηκε ο επίσης οπλαρχηγός φίλος μπιστικός και συμπολεμιστής του καπετάν Καζάνη ο Μανώλης Γιανναδάκης από το Βραχάσι στον Μιχάλη Διαλλινά κι αυτό ενισχύει την άποψη για την απώτερη καταγωγή των Καζάνηδων από το Βραχάσι.


Το παρατσούκλι Καζάνης το πήρε η οικογένεια το 1740 κατά τη βάφτιση του παππού του Μανώλη, όταν η οικογένεια του πήγε με σφαχτάρια και καλούδια να βαφτίσει τον μικρό -Μανώλη επίσης- στην Μονή Παναγίας Κρουσταλλένιας στο Οροπέδιο. Την ημέρα αυτή κατά το μυστήριο η Μονή υπέστη ληστρική επιδρομή από εξαγριωμένους τούρκους γενίτσαρους που άρπαξαν τα κοτόπουλα τα σφαχτάρια κι όλα τα φαγώσιμα και πολύτιμα που βρήκαν στη Μονή και φεύγοντας έσπασαν με μανία και την πήλινη κολυμπήθρα μπροστά στα έντρομα μάτια των φτωχών καλόγερων και των επισκεπτών για τα βαφτίσια. Ο ιερέας έστειλε τους νεαρούς καλόγερους σε παρακείμενο χωριό να βρουν κολυμπήθρα για να συνεχίσει την βάφτιση του παιδιού γιατί όπως είπε είναι αμαρτία να μην συνεχίσει το μυστήριο. Αλλά οι καλόγεροι μη βρίσκοντας πουθενά κολυμβήθρα έφεραν ένα μεγάλο καζάνι και εκεί έγινε η βάφτιση. Έτσι από Ροβύθης ο παππούς του Μανώλη πήρε το παρανόμι Καζάνης κι αυτό το όνομα ακολούθησε και τον Μανώλη.


Το 1810, όταν ακόμη ο Μανώλης Καζάνης ήταν 17 χρονών, ένας Τούρκος Αγάς από το Χουμεριάκο, ο Αληδάκος, πήγε στο Μαρμακέτω και προκαλούσε τους νέους σε μονομαχία θεωρώντας πως κανείς δεν θα τολμήσει να τα βάλει με αυτόν που ήταν αφ’ ενός εύρωστος και αφ’ ετέρου είχε πίσω του ολάκερη στρατιά τούρκων. Την πρόκληση αποδέχτηκε ο Μανώλης Καζάνης παρ’ όλες τις αντιρρήσεις και τις εκκλήσεις του πατέρα του και κατόρθωσε να ρίξει κάτω πολύ σύντομα τον Αληδάκο.
Αυτός μπαμπέσικα έβγαλε το όπλο του κι άρχισε να πυροβολά το νεαρό παιδί που όμως είχε προλάβει με δυο δρασκελιές να εξαφανιστεί.
Ο Αληδάκος δεν μπόρεσε να καταπιεί την προσβολή που του γίνηκε και παραφύλαξε τον πατέρα του Μανώλη όταν με το γαϊδουράκι του πήγαινε στο Χουμεριάκο να πουλήσει τα ζαρζαβατικά του. Τον ξυλοφόρτωσε άγρια του πέταξε τα εμπορεύματα του κάτω, τα τσαλαπάτησε και έκοψε τα αυτιά και την ουρά του άμοιρου ζώου του.
Ο πατέρας Καζάνης γύρισε περίλυπος και καταμολωπισμένος στο σπίτι και είπε του γιού του: «Παιδί μου είδες τι έκανες που δεν με άκουσες; Τώρα να τι πάθαμε και με κάνεις να υποφέρω».
Ο Μανώλης κατέστρωσε πολύ σύντομα σχέδιο εκδίκησης για τον Γενίτσαρο Αληδάκο. Του την έστησε το λοιπόν ένα βράδυ αφού παρακολούθησε τις συνήθειες του και τον άρπαξε πισθάγκωνα βάζοντας του το μαχαίρι στο λαιμό. Τον οδήγησε στο Μαρμακέτω κι αφού τον ξυλοφόρτωσε καλά-καλά όπως του άξιζε, τον έβαλε να ζητήσει συχώρεση από τον πατέρα του και να του ανταποδώσει τις ξυλιές που είχε φάει.
Τον περιέφερε και στο χωριό να ορκιστεί πως θα γίνει από δω και πέρα αρωγός και φίλος των Χριστιανών και τον έβαλε να πληρώσει πεντακόσια γρόσια από πάνω στον πατέρα του και να αγοράσει το άμοιρο κουτσάφτικο γαϊδουράκι. Από τότε ο Αληδάκος έγινε πρόβατο κι ο Μανώλης Καζάνης είδωλο ηρωισμού στο Μεραμπέλλο.
Όμως φοβούμενος την οργή των άλλων Αγάδων ξεκίνησε την Χαίνικη ζωή και βγήκε στο βουνό πολεμώντας τους Τούρκους και την κάθε άδικη ενέργεια προς τους Χριστιανούς. Όλοι οι Χαίνηδες έκαναν θεάρεστο έργο βοηθώντας τους φτωχούς Χριστιανούς που τους καταλήστευαν τις περιουσίες και τα πενιχρά τους εισοδήματα οι Τούρκοι Αγάδες με την απειλή των όπλων αλλά και πόσες κοπέλες δεν γλύτωσαν από τον βιασμό και την ατίμωση όταν ορμούσαν μέσα στους οντάδες να τις απελευθερώσουν με κίνδυνο τη ζωή τους.
Ο Μανώλης Καζάνης έφτιαξε ένα αρκετά ισχυρό αντάρτικο σώμα και συνεργάστηκε με τον Αλεξομανώλη από την Κριτσά, τον Μουρουνομανώλη από το Χουμεριάκο, ενώ στην ομάδα του πολέμησαν πιστά ο Φουσκογιώργης κι ο Γιάννης Κουτσουράκης ή Πατσιδιώτης από την Νεάπολη, η Ροδάνθη (ως Σπανομανώλης) από την Κριτσά, ο Μανώλης Γιανναδάκης από το Βραχάσι, ο Γιαμάκης κ.α. ηρωικοί Μεραμπελλιώτες. Πολέμησαν στις μάχες της Κριτσάς της Ιεράπετρας και σε όλες τις μάχες του 1821-23.
Το 1825 αφού καταπνίγηκε μια ακόμη επανάσταση των Κρητικών, αναγκάστηκε μαζί με πολλούς συντρόφους του να καταφύγει στη Στερεά Ελλάδα όπου και συνέχισε την πολεμική του δράση. Κλείστηκε στο Μεσολόγγι και κατά την ηρωική έξοδο, τραυματίστηκε βαριά και ύστερα από πάρα πολλές ταλαιπωρίες, κατέφυγε με τους συντρόφους του στο Ναύπλιο.
Εκεί γνωρίστηκε με κάποιον τσιφλικά (γαιοκτήμονα) από την Νάξο ονόματι Λάσκαρη που τον προσέλαβε να δουλέψει στα κτήματα του. Μαζί τον ακολούθησαν κι άλλοι σύντροφοί του κι επίσης ένας Γιαμάκης που ήταν πρωτοπαλίκαρο του. Ο Γιαμάκης έκανε οικογένεια στην Νάξο και συνέχισε εκεί τη ζωή του.
Ο Μανώλης Καζάνης, γέρος πια και εξαντλημένος από τις μάχες, χωρίς σύνταξη από το κράτος όπως πολλοί άλλοι οπλαρχηγοί, φεύγει από τη ζωή το 1846.
Έφυγε φτωχός ξεχασμένος από την πολιτεία και ταλαιπωρημένος ο μεγάλος αυτός Χαίνης της Ανατολικής Κρήτης. Δεν έκανε δική του οικογένεια για να αγωνιστεί για την πατρίδα. Αυτό ήταν το μεγαλείο της ψυχής του. Θυσίασε όλη του τη ζωή για την λευτεριά.
Τάφηκε στη Νάξο και στα κτήματα όπου δούλευε. Ο τάφος του δεν βρέθηκε ποτέ, παρά τις αναζητήσεις από τους απογόνους του.
Το χωριό του μετά από 120 χρόνια το 1968 τον τίμησε τοποθετώντας το άγαλμα του στο κεντρικότερο σημείο του. Οι αγώνες του και η Χαίνικη μοναχική ζωή του θα μας θυμίζουν ότι οποιαδήποτε θυσία μας είναι μικρή, μπροστά στο μεγαλείο της πατρίδας μας.


ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΚΑΖΑΝΗ
Όλο το επικό ποίημα για τον Εμμ.Ροβύθη/Καζάνη
"Θα έχετε ακούσει τον Καπετάν Καζάνη,
τον μέγα Τουρκοφάγο και τον παληκαρά,
'που στα “είκοσι ένα” θαύματα είχε κάνει,
σκορπώντας εις τους Τούρκους φωτιά και συμφορά.
Θα έχετε ακούσει το θάρρος, την ψυχή του,
αλλά κανείς σας όμως πιστεύω να μην ξέρει,
στα πόσα εγγενήθη, ποιοι ήσαν οι γονείς του,
και η καταγωγή των, και από ποία μέρη.
Για κείνο εν συντόμω τώρα θα προσπαθήσω.
(αλλά να δούμε όμως εάν θα τα καταφέρω).
Τον αρχικόν του βίον να σας εξιστορήσω,
φρονών στην ιστορία πως κάτι θα προσφέρω.
Στα χίλια επτακόσια ενηνήντα έξ' γεννήθη.
Θα ήταν καθώς λέγουν Φλεβάρης ή και Μάρτης,
στο Μαρμακέτο, (είναι χωρίον στον Λασήθι)
εκεί επρωτοείδε τον ήλιο ο αντάρτης.
Τον κύρη του τον έλεγαν Γεώργιο Ροβίθη,
την μάνα του ελέγαν (ως μούπαν) Στυλιανή,
από τους φτωχοτέρους ήσανε στο Λασήθι,
πλην ήσανε οι πρώτοι καλοί Χριστιανοί.
Καλά! Θα μου ειπήτε σαν ήτανε Ροβίθης
πως τώρα να μας λέγεις πως ήτανε Καζάνης,
ή θέλεις να μας παίζεις ή ίσως επλανήθης,
και πως από Ραβίθη Καζάνη μας τον κάνεις.
Ούτε το εν συμβαίνει μα ούτε και το άλλο,
αλλ' όμως κύριοι μου έαν ακροασθείτε,
θα δείτε την αλήθεια πως λέγω και δεν σφάλλω
κι εις τα λεγόμενα μου όλοι σας θα πεισθείτε.
Στα χίλια επτακόσια σαράντα εγεννήθη,
ο πάππος του Μανώλης (και τούτος παληκάρι),
αλλ' ακριβώς ετότε εβγήκαν στο Λασήθι
ν' αρπάξουν και να κλέψουν Τούρκοι και Γενιτσάροι.
Αβάφτιστο παιδί 'τον όταν στην Κρουσταλένια,
οι χωρικοί γονείς του το παν να το βαφτίσουν,
ανάβουν τα κανδύλια, φέρνουν μια χωματένια
μεγάλη κολυμβήθρα. Μα πριν τακτοποιήσουν,
εν γένει όλα τα πάντα, ν' αρχίσουν οι παππάδες,
πριν το παιδί ακόμα το βάπτισμα του πάρει,
γροικούν αλόγων γδούπους, και φτάνουν οι αγάδες,
και μπαίνουν αγριεμένοι πεζοί και καβαλάροι.
Τους καλογέρους όλους πιάνουνε και ληστεύουν,
αρνιά και κότες παίρνουν και ποιός θα τους ομίλει;
Μπαίνουν στην εκκλησία κι εδώ κι εκεί γυρεύουν
και σπουν την κολυμβήθρα και φεύγουνε οι σκύλοι.
Σαν έφυγαν κατόπιν, ο Γούμενος τους λέγει,
πως το παιδί να μείνει αβάφτιστο δεν κάνει.
Στέλνει, μια κολυμβήθρα σ' άλλο χωριό γυρεύει,
μα όμως δεν ευρήκαν μονάχα ένα καζάνι,
που βάζουνε το βρέφος μέσα και το βαφτίζει.
Τούμεινε, παρατσούκλι επίθετον Καζάνη.
Την σήμερον ετούτο κανείς δεν το γνωρίζει.
Θα πείτε πως το ξέρεις και άλλος δεν το ξέρει;
Ο Γέρω Γιανναδάκης μου τάχει λεομένα,
που ήταν του Καζάνη το δεξιό του χέρι,
γιατί συμπολεμούσαν εις τα είκοσι ένα.
Αχ! οι παλιοί πεθάναν, ετάφηκαν ομάδι,
τ' άφθαστα μεγαλεία κι ανδραγαθήματά των,
του Έθνους της κορώνας κάθε λαμπρό πετράδι,
ετάφηκε μαζί των μέσα στα μνήματά των.
Γι ' κείνουν που δοξάσαν κατά την Ιστορία,
και Έθνος και πατρίδα (σας βεβαιώ αλήθεια)
αν σήμερον μιλήσης, σουν λέν έχεις μωρία,
ή λέγεις φλυαρίες κι άνοστα παραμύθια.
Την ένδοξη κορώνα που 'φόρει στο κεφάλι,
μ' ατίμητα πετράδια 'περήφανα η Μάνα,
τώρα καταπατούνε Άγγλοι, Ρώσσοι και Γάλλοι,
και θέλουν από Μάνα να γίνει παραμάνα!
Μα αυτή η παραμάνα σας έχει γαλουχίσει,
σας έμαθ' επιστήμας, σας έχει ανυψώσει.
Τώρα για πληρωμή της καθείς κοιτά να χύσει,
φαρμάκι στην ψυχή της για την θανατώση.
Τη φτωχοπαραμάνα αυτή, θα τ' αρνηθήτε,
πως εγυμνώσατε όλοι; και τα φορέματα της,
εβάλετε γελώντες; χωρίς καν να 'ντραπήτε!
Ρωτώ σας πως βρεθήαν σ' εσάς τ' αγάλματά της;
Αλήθεια παραμάνα και διδασκάλισσά σας,
είναι η φτωχή μας Μάνα. Αλήθεια λαοπλάνοι,
αυτή 'που δεν σας μέλλει για τα συμφέροντάς σας,
να της φορέσουν άλλοι τ' ακάνθινο στέφάνι.
Μα και να την σταυρώστε, επάνω στο σταυρό της,
οπόταν θα εκπνεύση το άχραντό της σώμα,
περήφανο θα είναι το θείο πρόσωπό της
και πεθαμένη θα 'νε πλεια όμορφη ακόμα.
Αχ σήμερον η ύλη το άτιμο το χρήμα,
κάθε σωστή ιδέα εύκολα μεταβάλει,
και ζωντανό πολλάκις θάπτει μέσα στο μνήμα,
αυτό που προσπαθούνε ν' αναστηλώσουν άλλοι.
Έφυγα από το θέμα χωρίς να το 'ννοήσω
με την πολυλογία θε να με βαρεθείτε*
Αχ! τα παλιά τα χρόνια με κάνουν να δακρύσω,
λοιπόν γυρνώ στο θέμα και να με συγχωρείτε.....
Θα εξακολουθήσω την πρώτη ιστορία
του Καπετάν Καζάνη – το μέτρο όμως θ' αλλάξω
σύντομα θα μιλήσω με χωρίς θεωρία
Γιατί πολύ φοβούμε πως θα σας σε νυστάξω.
Αφού θ' αλλάξω μέτρον ίσως θα μου ειπήτε
πως ιδιοτροπία θα έχω και μεγάλη*
Ναι* αλλά ένα πράγμα ρωτώ και αποκριθήτε
πλειο ιδιότροποι μου δεν είναι τάχα άλλοι;
Την εποχή που έκοβε του Τούρκου η μαχαίρα
εύκολα τους χριστιανούς κι' άδικα πέρα πέρα.
Όχι γιατ' ήσαν άνανδροι κ' οι Τούρκοι ανδρειωμένοι
μόνον γιατ´ ήσαν άοπλοι κι' οι Τούρκοι οπλισμένοι.
Η δε Φραγκιά που δύνατο αυτά να τα μποδίση
έκανε την αδιάφορη χωρίς να ομιλήση.
Στου Μεραμβέλλου τα χωριά Τούρκοι εκατοικούσαν
και τους αθώους χριστιανούς εκατατυρανούσαν
με αδικιές με εγγαριές πολλών λογιών οι σκύλοι
αλλά αυτά τα ξεύρετε' και μοναχά τα χείλη
θ' ανοίξω για να σας ειπώ για ένα “Αληδάκο”
που κατοικούσε στο χωργιό που λένε “Χουμεριάκο”.
Μακρύς σαν στρουθοκάμηλος· φαγάς ίδια σαν γλάρος
φλύρος κακορίζικος της γής μεγάλο βάρος.
Εφτά τουρκάλες είχενε σε πέντε χρόνια πάρει
μα και τσ' εφτά ταις πώλησε σαν σκλάβες στο παζάρι.
Με τα σαπηλοκόντακα φορούσε δυο πιστόλες
και τας επαρονόμοιαζε ο ίδιος “μαργιόλες”.
Είχανε άφθονη σκουρά κ' ήταν και ραγισμένες
και με της αίγας το λουρί τας είχενε δεμένες.
Είχε ποδάρια πελαργού και κουκουβάγιας μύτη
και Τούρκο ασχημότερο δεν είχε εις την Κρήτη.
Έπρεπε να τον έβλεπες τον ψεύτη καβαλάρη
θα νόμιζες πως έβλεπες “γάϊδαρο στο μουλάρι”.
Γιατ' ανοιγμένες είχενε πάντοτε ταις μασκάλες
και τα ποδάρια κρεμαστά απ' έξω 'πο ταις σκάλαις.
Δεν ήτο γέρος· μα 'βαφε πάντοτε τα μαλλιά του,
κ' έπαιζε ολομόναχος πάλι τα μούτσουνά του.
Εις το τζαμί δεν πήγαινε· (Και τι 'θελε γυρεύει;
π' ο ίδιος δεν εγνώριζε σαν τι θεό λατρεύει).
Κρασί ακράτο έπινε το κάθε Ραμαζάνι
χοίρινο κρέας έψηνε μαζί με το κουρμπάνι.
Από αυτά θα νοιώσετε τα προτερήματά του.
Το τάγμα του Βελζεβεούλ πως είχε στην καρδιά του.
Ήξευρε τέχν' όμως καλή· ζώα εμουνουχούσε
και σε μετόχια και χωριά κ' εδώ κ' εκεί γυρνούσε
και μουνουχούσε άλογα και χοίρους και μουλάρια
κ' εγέμιζε το σπίτι του κριθάρια και σιτάρια.
Ήτο και χεροδύναμος πάντοτε εκαυχάτο
πως δεν ευρέθηκε κανείς να τονέ ρίξει κάτω.
Και πράγματι ο άθλιος σαν ήθελ' αγριέψη
δεν αποφάσιζε κανείς μαζί του να παλέψη.
Μια μέρα του μηνύσανε να πάει μην αργήση
εις το Λασίθι μερικά ζώα να μουνουχίση.
Κ' ευθύς τα εργαλεία του μέσα στο σάκκο βάνει
την ίδια μέρα 'πο βραδύς στο Μαρμακέτο φθάνει.
Σ' ενός γνωστού του έμεινε και πρωί αρχίζει
χοίρους μουλαρο-γαϊδουρα ευθύς να μουνουχίζη.
Είπαμε χεροδύναμος και καυχησάρης ήτο
γ' αυτό 'λεγε συχνά πυκνά κανένα δεν φοβείτο.
“Δυο δυο ελάτε οι Ρωμιοί κ' εγώ σας σε παλεύω
για να το καταλάβετε ότι δεν χωρατεύω.”
Μα όμως την αλήθεια αν θέλετε να πούμε;
μόνο αυτό το “Τσούμαρο” λιγάκι που φοβούμαι.
Το σώμα του το μπόϊ του του δείχνει πως μια μέρα
δεν θα μπορεί κανείς μ' αυτό για να βγάλη πέρα.
Αυτά 'λέγε και έδειχνε τον Καπετάν Καζάνη
που μόλις τότε άρχισε μουστάκι για να βγάνη.
Αυτός τον γνώριζε καλά γιατί εσυνηθούσε
στο σπίτι του πατέρα του πολλάκις κ' εδειπνούσε.
-Έλα του λέγει Τσούμαρε σίμωσ' εδώ κοντά μου
για να παλέψωμε να δείς μωρέ την ανδρειά μου.
-Όχι (του λέγει ο μικρός) ετούτο δεν το κάνω
είμαι παιδί και με εσέ ξεύρω πως δεν τα βάνω.
Αγάς όμως ξεζώσθηκε αμέσως τ' άρματά του
και αγκαλιάζει τον μικρό και τον τραβά κοντά του.
-Παραίτησέ το μια στιγμή Αγά να του μιλήσω
(λέγ' ο πατέρας του παιδιού) και ίσως να το πείσω.
Παίρνει ο πατέρας το παιδί κρυφά και τ' αρμηνεύει
να αρνηθή το πάλεμα να πη πως δεν παλεύει.
Μ' αν επιμένει ο Αγάς για να μην τον ντροπιάσει
να πέσει μόνος ο μικρός μα πράγμα δεν θα χάση.
-Πατέρα (όμως τ' απαντά) τότε μόνον θα πέσω
όταν από τη δύναμη που 'χει δεν θα μπορέσω
να στηριχθώ στα πόδια μου, αυτό να γνωρίζεις·
δεν πέφτω θεληματικώς μονάχα μη μανίζεις.
-Ακόμη δεν τα είπατε; Αγάς τους σε φωνάζει
και χύνεται και το μικρό πάλι ξαναγκαλιάζει.
Τραβά Αγάς το Τσούμαρο μα κείνο ωσάν βράχος
εστέκετο αδιάσειστος κι αμέριμνος μονάχος.
Κι ενώ προσπάθει ο Αγάς για να τον ρίξη κάτω
ο Τσούμαρος παντάπασι ούτε το συλλογάτο.
Ο Αληδάκος δύναμη όση κι αν είχε βάνει
παίζει του μια, παίζει του δυο μα τίποτε δεν κάνει
ο Τσούμαρος δεν έκαμε βήμα δεν εκουνούσε
ενώ Αγάς 'πο μέσα του το εμετανοούσε.
-Αγά του λέγει προσοχή τώρα θα προσπαθήσω
να 'δω κ' εγώ εάν μπορώ να σε μετακινήσω.
Και σφίγγει τον αδυνατά και πάνω τον σηκώνει
και σαν τον τράγο δια μιας στη γη τον εξαπλώνει
Τα φρύδια του κατάσπασαν, τ' αυτιά του κάτω κλείνα
κ' έχασ' από την κεφαλή φέσι και φουνταρίναν!
Οι χωργιανοί λεν του μικρού τι στέκεις και ξανοίγεις;
θα σε σκοτώσει σαν σκωθή μόνο ευθύς να φύγης.
Σαν εσηκώθη πράγματι σέρνει φωνή μεγάλη.
-Που' νε του σκύλου το παιδί που πόδα μ' έχει βάλει
και με απάτη μ' έριξε! Που 'νε να το πληρώσω!
Βαλάχ μπιλάχ το άπιστο που 'νε να το σκοτώσω.
-Αυτό (του λένε) έφυγε να! Κοίτα το κει πέρα
και την πιστόλα τράβηξε και στέλλει του μια σφαίρα'.
Μα ούτε στα μεσόστρατα δεν έφθασε εκείνη
ήταν μακρυά πολύ μακρυά' κ' Αγάς φαρμάκι πίνει.
-Σήμερον (λέγει) τα στοιχειά μ' κυνηγούνε όλα'
κι' απ' το θυμό του έκαμε κομμάτι τη πιστόλα.
Κι' από τη λύσσα κ' εντροπή χωρίς να ομιλήση
αμέσως ετοιμάσθηκε για να αναχωρήσει.
Αυτός όπου καυχότανε! το πρώτο παληκάρι(!)
κι ' ούτε τα μουνουχιστικά δεν στάθηκε να πάρη.
Σεπτέμβρης μήνα ήτανε π' ο κύρης του Καζάνη
Απιδο-μηλο-κύδωνα ένα φορτίο κάνει,
και βάνει μεσοσώμαρα καρύδια ένα σάκκο
και ξεκινά ο δυστυχής να πα’ στο Χουμεριάκο
όπου 'χε φίλους γνώριμους εκεί να τα πωλήση
να πάρη τίποτε λιανά και πίσω να γυρίση.
Μα ο Αληδάκος να τον δη αφρίζ' ευθύς και τρίζει
κι' από μακρυά αρχίνισε για να τον εξυβρίζη.
-Τι μου 'φερες τα μούτρα σου εδώ να τα κοιτάζω
και ποιος μου διδ' υπομονή σκύλε και δεν σε σφάζω;
που τον υγιό σου έβαλε μωρέ να με προσβάλλη
και πράγματι με πρόσβαλε με μπαμπεσά μεγάλη.
Ο γέρως ν' απολογηθεί πάει, μα δεν αφήνει
ο Αληδάκος το σκυλί, μόν' μια ραβδιά του δίνει
που ‘πεσε κάτω παρευθύς! Κι αντίκρυ Τούρκοι τόσοι
εστέκανε αδιάφοροι να δουν αν τον σκοτώση.
Κι αφού τον εκατάδειρε φωνάζει τα Τουρκάκια
κ' αράσουν καταπάνω του ίδια σαν τα σκυλάκια
με γιουχαϊσματα, βρυσές πολλών λογιώ τον βρίζουν
και τα σακκιά που είχε στον ζώον του ξεσχίζουν
και πέρνουν τα μηλάπηδα έπειτα τον εδιώξαν
κι ως και του μουλαργιού τ' αυτιά και την ουρά εκόψαν.
Με της ντροπής τα μάγουλα με κρέατα δαρμένα
με ζώον όπου είχενε αυτιά κι' ουρά κομένα
γυρίζ' ο γέρως ο φτωχός οπίσω στο χωργιό του
κι' από μακρυά φορτώθηκε κ' έλεγε στο υιγιό του.
-Μανώλη αν δεν πάλευες εσύ μ' αυτό το σκύλο
δεν θα ‘τρωγα στα γέρα μου άδικα τόσο ξύλο.
Ο γυιός του τον λυπήθηκε' επόνεσε η καρδιά του
που μόλις συνεκράτησε τότε τα δάκρυά του.
-Έχε (του λέγει) υπομονή και μη παραπονάσαι
θα τ' ακριβοπληρώσ' αυτά Αγάς και μη λυπάσαι.
Λίγος καιρός επέρασε π' ο κύρις του Καζάνη
απ' ταις πληγαίς και ραβδισμούς τελείως είχε γιάνη
κι' ούτε στο νου του τόβανε ούτε το συλλογάτο
Μα έλα δα ο Τσούμαρος που δεν το βάνει κάτω!
Την προσβολή την πατρική θέλει για να ξεπλύνη
κι ο πόθος τούτος ήσυχο ποτέ δεν το αφήνει.
Και μια βραδιά χειμωνική επήρε εις το χέρι
ένα ραβδί και έβαλε στη μέσ' ένα μαχαίρι.
Στο Χουμεριάκο ξεκινά να πάη ν' ανταμώση
το φίλο του πατέρα του για να τονε πληρώση.
Έφθασε τα μεσάνυκτα και σ' ένα σπίτι μπαίνει
ενός γνωστού και εκεί τρεις μέρες μόνος μένει
χωρίς να παρουσιασθεί κ' εκαιροφυλακτούσε
τον Αληδάκο του να βρη γιατί τον αγαπούσε.
Βορράς και νότος ήσανε μια βραδυνιά πιασμένοι
όταν από τον καφενέ τον Τούρκικο εβγαίνει
ο Αληδάκος μόνος βαροαρματωμένος
να πάη εις το σπήτι του κι' ήτον και σκεπασμένος
ένα καπότο τσόχινο, κι ένα μακρύ μπιχίνη
που συνηθούσε κ' έβανε με χρώμα μενεβίνη.
Μα τη στιγμή που ήγγιζε στην πόρτα του ν' ανοίξει
γροικά μια χέρα ζωντανή επάνω του ν' αγγίξει.
-Ποιος είσαι σέρνει μια φωνή. -Άπιστε μη μιλήσης
Γιατ' αν φωνάξεις θα χαθείς αμέσως δεν θα ζήσεις
μόνο παραίτα τ' άρματα ποιος είμαι ; με γνωρίζεις.
-Να σου τα δώσω Μανωληό και καμ' ότι ορίζεις.
Του παραδίδει τ' άρματα ευθύς γιατ' εφοβήθη.
-Εμπρός (του λέγει) παρευθύς να πάμε στο Λασήθι.
Επαρακάλιε, έτασε αλλά σαν είδε όμως
πως θα 'μπαινε σ' ενέργεια του μπαρουτιού ο νόμος
Έτρεχε με τα τέσσαρα ημπόρει δεν ημπόρει
και φθάνουν ξημερώματα στου Λασηθιού τα όρη.
Εγλυκοχάραζ' η αυγή -ο κύρης του Καζάνη
μετάπνυσε και ξύπνησε και λέγει προς τον Γιάννη
τον γιό του. - Σήκω των βουγιώ να ρίξης λίγα χόρτα
οπότε “Άνοιξε” γροικούν και τάκα -τουκ στην πόρτα
Τρέχει κι' ανοίγει ο γεροντής αλλ' όμως τι κυττάζει;
θέαμα που τη μια γελά την άλλ' αναστενάζει!
Βλέπει το γιό του γελαστό και μορφαρματωμένο
και τον Αγά περίλυπο μεσοξεπαγιασμένο!
Με πρόσωπο ολομάτωτο, με κούτελα σπασμένα!
τα μάτια του 'λοκόκκινα και σαν αυγά πρησμένα!
Σαν το μουζούρ' απ' ταις πληγαίς εγίνηκε η κλάβα!
Κι έγερν' εδώ κι έγερν' εκεί σαν τη παληοκαράβα!
Ξυπόλυτο! Και των ποδιών τα δάκτυλα σπασμένα!
και τα Τοζλούκια του 'σανε κομμάτια γινομένα
απ' τα γλυστρο-πεσίματα που 'χε στο δρόμο κάμει
κ' έστεκε χωρίς oμιλιά, κ' έτρεμε σαν καλάμι.
Κάθησε (λέγ' ο Τσούμαρος) Αγά μου ξεκουράσου
Κουράσθηκες; συνήφερε' έλα στο λογικά σου.
Και συ πατέρα φέρε 'δω το “Άγιο Τεφτέρι”
που είναι απ' αγριόπρινο αμέσως είς το χέρι.
Και ότι γράφει του Αγά πως χρεωστεί να δώσεις
Τους ραβδισμούς που σού 'παιξε με τόκον να πληρώσης
Σαν πόσαις σου κατάφερε; -Παιδί μου δεν θυμούμαι
αλλά αυτά περάσανε· μονάχα να σας βρούμε
τίποτε για το φαγητό γιατί θε να πεινάτε
που να καθήσετε κ' οι δυό με τον Αγά να φάτε.
-Κατόπιν είναι το φαγί αφού λογαριασθούμε
έχωμε ύστερα καιρό να φάμε και να πιούμε.
Θυμάσαι πόσους ραβδισμούς πατέρα σού 'χει παίξει;
-Τι να σου πω; τας μέτρουνε έως τας δέκα έξι
κ' έπειτα λυποθύμησα κ' εξάπλωσα στο χώμα
πιστεύω πως θα μου ‘παιξε μια δεκαριά ακόμα.
-Λοιπόν για πιάσε το ραβδί να τους ταις επιστρέψης
γιατί θα του χρειάζονται. -Ποτέ μην το πιστέψεις
(φωνάζει τότε ο γεροντής) πως θα γενή παιδί μου
μόνο παραίτα τον Αγά που να 'χης την ευχή μου.
Τότε με μάνιτα πολύ του λέγει ο Μανώλης
που από τον πολύ θυμό εσυγκρατείτο μόλις.
-Αν δεν του δώσης τις ραβδιές που σου ‘δωσε οπίσω
Ήμαρτον θέ μου ήμαρτον. Εσένα θα ραβδίσω
κι αφού το έργον μου αυτό θε ν' αποτελειώσω
και τον Αγά τον φίλον σου μπροστά σου θα σκοτώσω.
-Παίξε μου γέρω κάμποσες απάλαφρα στη ράχη
που να γλυτώσωμε κι' οι δυό γιατ' ίσως όρκο θα 'χει
είπε ο Αγάς – Αδυνατές λέγ' ο Μανώλης πάλι
κοιτάζοντας τους και τους δυό με μάνιτα μεγάλη.
Ο γέρος τότε σκώθηκε και τον Αγά αρχίζει
αλύπητα και δυνατά να τον καταραβδίζει
κι' αυτός σε κάθε ραβδισμό εφώναζε “ινσάφι”
ο δε Μανώλης ταις ξυλιές μια μια στον τοίχο γράφει.
Σαν έφθασε στον αριθμό 30 λέγει “στέκα”.
Δώσε του για ενθύμιση και για τον τόκο δέκα
ακόμα ραβδισμούς καλούς κι' αν του εκαλοφάνει,
το φέρσιμο που σου ‘καμε ας σου το ξανακάνει.
Παίζει τ' ακόμα κάμποσες κ' έπειτα τον αφήνει
κι' από το τόσο κόπανο ολόπριστος εγίνη.
Εις την αξιοδάκρυτη αυτή σαν ήλθε θέσι
θελ' ο Μανώλης ύστερα τραπέζι να του στέσει
Για να διασκεδάσουνε να φάνε και να πιούνε
κι αν έφταιξε ο εις τ' αλλού για να συγχωρεθούνε.
Μ' Αγάς του λέει “Μανωληό εγώ φαϊ δεν θέλω
μον' να γυρίσω γρήγορα πίσω στο Μεραμβέλλο.”
-Είσαι ελεύθερος Αγά να πας εις το χωριό σου
κ' ότι έπαθες τη σήμερο τα φταίει το μυαλό σου.
Μάλιστα θα κουράσθηκες και θα σου κάμω χάρι
να πάρεις το κουτσαύτικο και μαύρο μας μουλάρι
αυτό που του ‘κοψες τ' αυτιά και την ουρά Αληδάκο
σαν έδειρες τον κύρι μου κάτω στο Χουμεριάκο.
Μα δεν σου το χαρίζωμε μόνο θα το πληρώσης
και πεντακόσα γρόσια γι' αυτό θε να μας δώσης
Κι αν δεν τα στείλης μόνος μου θε να 'ρθω να τα πάρω
που δεν γλυτώνεις κι' αδερφοί να είσθε με το χάρο.
Κι διπλοπαραγγέλω σου Ρωμιούς να μην πειράζεις
γιατί κ' αυτοί 'χουνε ψυχή και να τους λογαριάζεις.
Κι' όταν θελήσεις Χριστιανού τίποτε να μιλήσεις
με ζάχαρη κι' ανθόνερο το στόμα να γεμίσεις
Εάν μου πουν πως έκαμες ανοησίας άλλας
δεν θα γροικήσης μοναχά τη ζεστασιά της μπάλας.
Έφυγ' Αγάς και γύρισε το βράδυ στο χωριό του
κ' επήγε και ξεπέζεψε νύκτα στο σπιτικό του.
Και δέκα μέρες μοναχός στα σκοτεινά εκλείσθη
στε του γιάναν πληγές κι' η κεφαλή ξεπρήσθη.
Πρώτη δουλειά του ήταν σαν έγιανε να στείλει
τα πεντακόσα γρόσια σε κεντητό μανδήλι
Κατόπιν τους Χριστιανούς τόσον τους αγαπούσε
που πάντοτε μ' ευγένεια και σπλάχνος τους μιλούσε
Κι' ουδ' άλλους Τούρκους άφηνε να τους κακολογούνε
“Φοβέρα θέλουν οι κακοί να περιορισθούνε.”
Αυτή 'τανε η ανδρειά η πρώτη του Καζάνη
όπου δεν επροσκύνησε ποτέ Τούρκου φερμάνι
Κι αυτό εγίνηκ' αφορμή κι εις το βουνό εβγήκε
Και τ' όνομα τ' αθάνατο στην ιστορία αφήκε."
0

Προσθέστε ένα σχόλιο