Πέμπτη 26 Απριλίου 2018

Το γλωσσάρι του φωτογράφου

AF (Autofocus): Αυτόματη Εστίαση. Τεχνολογία αυτόματης εστίασης που ενσωματώνουν οι σύγχρονες φωτογραφικές μηχανές και φακοί.
AF-L (Autofocus lock): Κλείδωμα αυτόματης εστίασης. Η εστίαση κλειδώνει και δεν αλλάζει ακόμα και αν μετακινείται το αντικείμενο στο οποίο έχουμε εστιάσει.
Aliasing: Tο φαινόμενο με τα “δόντια” που παρατηρείται σε καμπύλες και ευθείες υπό γωνία λόγω υπερβολικού sharpen.
Ανάλυση (resolution): Εκφράζεται σε pixel π.χ. 150ppi σημαίνει 150 εικονοστοιχεία ανά ίντσα. Όσο αυξάνεται ο αριθμός τόσο περισσότερες λεπτομέρειες μπορεί να αποδώσει η συσκευή.
Αντιστάθμιση της έκθεσης (exposure compensation): Διόρθωση της συγκεκριμένης τιμής έκθεσης με υποέκθεση ή υπερέκθεση σε συγκεκριμένο εύρος stop σε βήματα ±1/2 ή ±1/3 stop.
APO Lens: Αποχρωματικός φακός διορθωμένος για χρωματική εκτροπή.
APS (Advanced Photo System): Τύπος αισθητήρα και μέγεθος φιλμ.
APS-C: Φορμά αισθητήρα που παίρνει το όνομα του από το Advanced Photo System, το κλασσικό μέγεθος των αρνητικών (23.5χ15.7 mm).
APS-H: Φορμά αισθητήρα, παραλλαγή του APS-C, με μέγεθος 28.7x 19mm.
Av, Aperture Priority AE (Προτεραιότητα διαφράγματος): Λειτουργία αυτόματης έκθεσης όπου ο χρήστης επιλέγει το διάφραγμα και η μηχανή αναλαμβάνει να ρυθμίσει την ταχύτητα ώστε να δώσει σωστή έκθεση ανάλογα με τις συνθήκες φωτισμού.
B, Bulb: Ρύθμιση που κρατά το φωτοφράκτη ανοικτό όσο είναι πατημένο το κουμπί απελευθέρωσης. Προορίζεται για φωτογράφηση τη νύχτα.
Barrel Distortion: Βαρελοειδής παραμόρφωση. Είδος γεωμετρικής παραμόρφωσης όπου παρατηρείται κύρτωση των γραμμών προς την περιφέρεια της εικόνας.
Βάθος πεδίου (Depth of Field, DOF): Το εύρος αποστάσεων εμπρός και πίσω από το σημείο ακριβούς εστίασης, μέσα στην οποία το είδωλο διατηρεί την ευκρίνεια του. Το κλειστό διάφραγμα δίνει μεγάλος βάθος πεδίου, το ανοιχτό μικρό.
Bit depth: Ο αριθμός των bit που αντιπροσωπεύουν την τονική και χρωματική τιμή κάθε pixel.
Bitmap: Χαρτογραφικό αρχείο. Αρχείο εικόνας που περιγράφεται σημείο προς σημείο με μια συγκεκριμένη ακολουθία bits. Eίναι αντίθετο από τα διανυσματικά (vector) αρχεία εικόνας, τα οποία περιγράφονται μαθηματικά.
Bokeh: Ιαπωνικός όρος που αναφέρεται στο θολό, μη εστιασμένο φόντο της εικόνας.
Bracketing: Τεχνική με την οποία γίνονται διαδοχικές λήψεις (συνήθως 3) με διαφορετική αξία έκθεσης του ιδίου κάδρου, με απόκλιση από τη βασική έκθεση σε βήματα ±½ ή ±1/3 στοπ.
Built-in flash: Το ενσωματωμένο στη μηχανή φλας.
CCD: Aπό τα αρχικά των λέξεων Charged Couple Device. Φωτοευαίσθητος αισθητήρας με pixel που μετατρέπουν σε ηλεκτρικό φορτίο τo φως. Χρησιμοποιούνται στις ψηφιακές φωτογραφικές μηχανές και τα scanner.
Centre Weighted metering: Κεντρικά ζυγισμένη φωτομέτρηση. Η φωτομέτρηση γίνεται σε ολόκληρο το καρέ αλλά λαμβάνεται υπόψη περισσότερο το κέντρο του καρέ και λιγότερο η περιφέρεια.
CοmpactFlash card: Κάρτα μνήμης τύπου CF (CompactFlash).
Chromatic Aberration: Χρωματική εκτροπή. Παρατηρείται λόγω μη συγκλίσεως της εστίασης όλων των χρωμάτων της φωτεινής δέσμης σε ένα σημείο ή λόγω μη τέλειας διάθλασης από τα κρύσταλλα του φακού. Διορθώνεται α. με κρυστάλλους καλύτερης ποιότητας (χαμηλής διάχυσης, fluorite κτλ.) και β. με προσθήκη γκρουπ διορθωτικών στοιχείων.
Clipping (ψαλιδισμός): Η αποκοπή ορισμένων τόνων είτε πιο ανοικτών από ένα ορισμένο επίπεδο και επάνω που γίνονται μαύροι είτε από ένα επίπεδο και κάτω που υποβιβάζονται στο μαύρο. Προκαλεί απώλεια λεπτομέρειας. Μπορεί να συμβαίνει και σε ένα μόνο κανάλι χρώματος.
CMOS (Complementary Metal Oxide Semiconductor): Ψηφιακός αισθητήρας εικόνας – αντίπαλη τεχνολογία ως προς το CCD.
Color model (χρωματικό πρότυπο): Συχνά αποδίδεται και με τους όρους color space ή color mode, και υποδηλώνει τη μέθοδο απόδοσης των επιμέρους χρωμάτων. Στο RGB (προσθετικό μοντέλο) επιπλέονπροσθήκη μονάδων αυξάνει φωτεινότητα. Στο αφαιρετικό CMYK συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο, δηλ. όταν αυξάνουμε τη συμμετοχή των χρωστικών, το αποτέλεσμα είναι πιο σκούρο, επειδή ακριβώς μεγαλώνει η ποσότητα του μελανιού.
Compact: Μικρές μηχανές point n’ shoot, με σταθερό φακό.
Compression (συμπίεση): Tεχνική, η οποία μειώνει το χώρο που καταλαμβάνουν τα δεδομένα στο σκληρό δίσκο ή σε άλλα αποθηκευτικά μέσα. Διακρίνουμε ανάμεσα στις μη απωλεστικές (loseless) και τις απωλεστικές (lossy) μεθόδους συμπίεσης. Οι πρώτες ανακτούν ολόκληρο το πληροφοριακό περιεχόμενο μετά την αποσυμπίεση και είναι κατάλληλες για αρχεία προγραμμάτων, κείμενα, DTP κλπ. Οι απωλεστικές μέθοδοι εφαρμόζονται μόνο σε αρχεία εικόνων ή ήχων επιφέροντας μια υπαρκτή μεν αλλά όχι ενοχλητική υποβάθμιση της ποιότητας. Κλασσικά παραδείγματα είναι το zip, lkw, arj για την πρώτη κατηγορία και το jpg για τη δεύτερη.
Continuous Shooting: Η μηχανή τραβάει συνεχόμενα φωτογραφίες, όση ώρα είναι πατημένο το κουμπί λήψης.
Crop factor: Παράγοντας που προσδιορίζει το μέγεθος και το σχήμα του αισθητήρα.
CΜΥΚ: Aπό τα αρχικά των λέξεων Cyan, Magenta, Yellow, Black. Tα τρία χρώματα του αφαιρετικού συστήματος (κυανό, ματζέντα και κίτρινο) μαζί με το μαύρο. Η ανάμειξη των τριών θεωρητικά παρέχει το μαύρο, στην πράξη όμως χρειάζεται προσθήκη μαύρου για καλύτερο κοντράστ. Το σύστημα αυτό χρησιμοποιείται εκτός από τους έγχρωμους εκτυπωτές σκοτεινού θαλάμου και τα minilab στην λιθογραφική εκτύπωση και στην ψηφιακή έξοδο (εκτύπωση σε inkjet, εικονοθέτες κλπ.)
Descreen: Αφαίρεση του moire δηλ. των έντονων φαινομένων ψαροκόκκαλου ή άλλων ενοχλητικών pattern που παρατηρούνται στο σκανάρισμα λιθογραφικών εικόνων. Επιτυγχάνεται με μείωση του νεταρίσματος ή μερικές φορές με ολοκληρωτική ανασύσταση της εικόνας με ειδικούς αλγορίθμους.
Downsample (Υποδειγματοληψία): H μείωση της ανάλυσης μιας εικόνας με αφαίρεση pixel. Πραγματοποιείται με τη βοήθειαειδικών αλγορίθμων.
DSLR (Digital Single Lens Reflex): Ψηφιακή μονο-οπτική ρεφλέξ. Μηχανή που χρησιμοποιεί τον ίδιο φακό για σκόπευση και λήψη, και ένα σύστημα πενταπρίσματος/καθρέπτη για την εστίαση.
Dynamic range (δυναμική περιοχή): To μέγιστο της τονικότητας (το εύρος από τους ανοικτούς ως τους σκούρους τόνους) που ένα μέσο σάρωσης μπορεί να σαρώσει και αντίστοιχα ένας printer μπορεί να εκτυπώσει.
Διάφραγμα (aperture): Μηχανισμός που αυξομειώνει τη διάμετρο της ίριδας φακού, ώστε να διέρχεται περισσότερο ή λιγότερο φως.
Έκθεση (Exposure): Η ποσότητα του φωτός που ευαισθητοποιεί µια φωτοευαίσθητη επιφάνεια (όπως ο αισθητήρας της φωτογραφικής µηχανής ή το φιλµ) και αποτελεί το γινόµενο του φωτισµού επί το χρόνο (f/no x t). Η έκθεση µετριέται σε µονάδες Ε.V. (exposure values).
Εστιακή απόσταση (focal length): Η απόσταση από το οπτικό κέντρο του φακού ως το επίπεδο του αισθητήρα.
Εστιακή απόσταση φακού (Lens Focal length): Η απόσταση ανάμεσα στο οπτικό κέντρο του φακού και τον αισθητήρα.
EV (Exposure value): Τιμή έκθεσης.
Ευαισθησία ISO: Ισοδύναμη ευαισθησία του αισθητήρα CCD σύμφωνα με το πρότυπο (για φιλμ) του Διεθνούς Οργανισμού Τυποποίησης (International Standards Organization).
Εύρος έκθεσης: Όρος δανεισμένος από τη συμβατική φωτογραφία, αφορά την ιδιότητα του φωτοευαίσθητου μέσου να “ανέχεται” σφάλματα υπο/υπερέκθεσης, διατηρώντας αποδεκτή απόδοση της ωφέλιμης πυκνότητας. Οι αισθητήρες συγχωρούν αποκλίσεις της τάξης των ±2stop, επειδή διαθέτουν πολύ ικανοποιητικά χαρακτηριστικά δυναμικής περιοχής.
Fill in flash: Συμπληρωματικό flash για το γέμισμα των σκιών.
Fisheye lens: Aκραίος ευρυγώνιος φακός με εστιακή απόσταση από 6mm έως 15mm και χαρακτηριστικά κύρτωσης γραμμών.
Focus Range (εύρος αποστάσεων εστίασης): Η απόσταση από το κοντινότερο σημείο που μπορεί να εστιάσει ο φακός έως το άπειρο.
Focus: Εστίαση.
f-stop: Μονάδα διαφοράς διαφράγματος (ανοίγματος ίριδας φακού).
Full-Frame: Φωτογραφικές μηχανές με αισθητήρα μεγέθους 36χ24mm, αντίστοιχο σε μέγεθος με το φιλμ 35mm.
Greyscale: όρος που αναφέρεται στις ασπρόμαυρες εικόνες, διακρίνοντας αυτές από τις έγχρωμες ή τις γραμμικές (line art).
Ισορροπία του λευκού (White balance): Αναφέρεται στη δυνατότητα ρύθμισης της χρωματικής ισορροπίας ανάλογα με τη φωτεινή πηγή. Μέσω διορθώσεων στα επιμέρους χρώματα μπορούμε να βελτιώσουμε τις αποκλίσεις από το λευκό φέρνοντάς το στο επιθυμητό ουδέτερο τόνο.
Ιστόγραμμα (histogram): Διάγραμμα που απεικονίζει την κατανομή της τονικότητας σε μια ψηφιακή φωτογραφία.
High Key: Eικόνα στην οποία επικρατούν ανοικτόχρωμοι τόνοι.
Highlights: Τα πιο φωτεινά σημεία μιας εικόνας.
Hot Shoe: Η ηλεκτρική επαφή όπου προσαρμόζεται το φλας.
JPEG (Joint Photographic Expert Group): Φορµά συµπιεσµένου φωτογραφικού αρχείου µε µεταβλητό λόγο “απωλεστικής” συµπίεσης. Χρησιµοποιείται απ’ όλα τα προγράµµατα επεξεργασίας εικόνας και διαθέτει συµβατότητα µε πλατφόρµα Mac & PC.
LCD (Liquid Crystal Display): Οθόνη ενδείξεων υγρών κρυστάλλων.
Low Key: To αντίθετο του hi key. Εικόνα στην οποία επικρατούν σκοτεινοί τόνοι.
Manual Exposure: Λειτουργία χειροκίνητης έκθεσης όπου ο φωτογράφος επιλέγει μόνος του την τιμή του διαφράγματος και της ταχύτητας ώστε να δώσει σωστή έκθεση ανάλογα με τις συνθήκες φωτισμού.
Μερική φωτομέτρηση (partial metering): Φωτομέτρηση που καλύπτει κύκλο 10-12% στο κέντρο του κάδρου.
Moire: Ανεπιθύµητες διατάξεις pixel µε κυµατοειδή σχήµατα που παρατηρούνται στη λεπτή υφή ορισµένων αντικειµένων κυρίως υφασµάτων κλπ.
Μοντούρα (Lens Mount): Η άρμοση όπου προσαρμόζουμε τον φακό πάνω στη μηχανή.
P, Program AE: Λειτουργία αυτόματης έκθεσης όπου και το διάφραγμα και η ταχύτητα ρυθμίζονται αυτόματα από τη μηχανή.
Παρασολέιγ (Lens Hood): Εξάρτημα από καουτσούκ ή πλαστικό ή μέταλλο, που βιδώνει στον μπροστινό δακτύλιο του φακού, για να τον προστατεύσει από τις πλάγιες ακτίνες του ήλιου.
Πεντάπρισμα: Πρισματικό σύστημα, ώστε με αναδίπλωση της δέσμης φωτός να βλέπουμε το είδωλο ορθό και όχι ανεστραμμένο.
Πολυζωνική φωτομέτρηση (evaluative metering): Η φωτομέτρηση όπου το καρέ χωρίζεται σε ζώνες η συμμετοχή των οποίων στην τελική μέτρηση υπολογίζεται με αλγόριθμο από τον κεντρικό μικροεπεξεργαστή.
Pixel (εικονοστοιχείο): Το ελάχιστο “στοιχείο” στην ψηφιακή εικόνα. Κάθε αρχείο ψηφιοποιημένης εικόνας αποτελείται από γειτονικά pixel σαν μωσαϊκό, που όταν τα παρατηρούμε από ορισμένη απόσταση δίνουν την εντύπωση του ενοποιημένου ειδώλου.
Prime: Φακός με σταθερή  εστιακή απόσταση.
Sharpen (όξυνση): Λειτουργία τονισμού των περιγραμμάτων που αποβλέπει να δοθεί η αίσθηση της μεγαλύτερης ευκρίνειας στις λεπτομέρειες.
Shutter: Φωτοφράκτης – κλείστρο.
Slow Sync: Συγχρονισμός του φλας σε αργή ταχύτητα.
Spot metering: Σημειακή φωτομέτρηση.
Stabilizer: Σταθεροποιητής.
Supersampling (υπερδειγματοληψία): Καταγραφή περισσότερων βαθμίδων τονικότητας από την απαιτούμενη για την ρεαλιστική αναπαραγωγή μιας εικόνας. Τα παραπάνω δεδομένα χρησιμοποιούνται για τη μείωση του ηλεκτρομαγνητικού και παρασιτικού θορύβου ή την εξαγωγή περισσότερων λεπτομερειών στα σκιερά σημεία.
Ταχύτητα συγχρονισμού φλας (Flash sync speed): Η γρηγορότερη ταχύτητα κλείστρου στην οποία μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το φλας.
TIFF (Τag Image File Format): Ένα από τα πλέον δημοφιλή και διαδεδομένο φορμά αρχείων εικόνας. Υποστηρίζεται απ όλα σχεδόν τα προγράμματα επεξεργασίας εικόνας αποτελώντας de facto στάνταρ.
Tone curve (τονικές καμπύλες): Αναφέρονται και ως καμπύλες gamma. Ενσωματώνονται στα περισσότερα “σοβαρά” προγράμματα επεξεργασίας εικόνας, χρησιμεύοντας στην εύκολη διόρθωση της τονικότητας είτε σε επίπεδο τριχρωμίας RGB και τετραχρωμίας CMYK ή σε επιμέρους χρώματα.
TTL (through the lens): Η φωτομέτρηση που γίνεται στο φως που περνάει από το φακό. Λαμβάνει υπόψη όλες τις απώλειες αυτόματα.
Tungsten light: Φωτισμός από λαμπτήρα πυρακτώσεως.
Tv, Shutter Priority AE: Λειτουργία αυτόματης εστίασης όπου ο χρήστης επιλέγει την ταχύτητα και η μηχανή αναλαμβάνει να ρυθμίσει το διάφραγμα.
Viewfinder: Σκόπευτρο.
Χροιά (hue): To xρώμα ενός αντικειμένου όπως το αντιλαμβάνεται η ανθρώπινη όραση, με βάση τις συνιστώσες του συστήματος RGB.
 http://www.photo.gr/glossari/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου